Ιδιαίτερα
επιβαρυντική είναι για την ψυχολογία του άνδρα η διάγνωση της συζύγου του με
καρκίνο του μαστού. Μελέτες προδίδουν
ότι βιώνει παρόμοια συναισθήματα με την ασθενή γυναίκα του, δηλαδή σοκάρεται,
ανησυχεί για την υγεία της και για το μέλλον της υπάρχουσας ή δημιουργούμενης
οικογένειας. Μπορεί να το κρύβουν καλά, αλλά νιώθουν και αυτοί απόγνωση. Άλλοτε
εκδηλώνονται με συμπεριφορές όπως αφοσίωση και καρτερικότητα και άλλοτε
αποσύρονται ή ακόμα και εγκαταλείπουν τις συζύγους τους. Ο τρόπος αντίδρασής
τους, ο οποίος είναι καίριας σημασίας εξαιτίας της άμεσης επίδρασης στην ψυχική
και σωματική υγεία των συντρόφων τους, εξαρτάται από την αποτελεσματική
διαχείριση αυτών των συναισθημάτων.
«Τα
στοιχεία δείχνουν ότι το 30% περίπου των συζύγων ασθενών με καρκίνο του μαστού
πάσχουν από διαταραχές της διάθεσης μετά τη διάγνωση. Δεδομένου ότι σε εκείνους
στηρίζονται κυρίως οι ασθενείς, είναι ιδιαίτερης βαρύτητας η αναγνώριση των
συμπτωμάτων αυτών από ειδικούς ή ακόμα και από άτομα που τους περιστοιχίζουν
-π.χ. τη θεραπευτική ιατρική ομάδα, συγγενείς ή φιλικό περιβάλλον- και η παροχή
βοήθειας, αφού η σωστή διαχείρισή τους έχει καταλυτική επίδραση στο ζευγάρι,
τόσο ατομικά όσο και συλλογικά», μας εξηγεί
η ειδική στην ογκολογική χειρουργική και πλαστική αποκατάσταση μαστού
Δρ. Παρασκευή Λιάκου.
Παρόλο
που οι περισσότεροι προσαρμόζονται καλά στην εμπειρία, δεν είναι λίγοι οι
σύζυγοι καρκινοπαθών που βυθίζονται σε κατάθλιψη. Στην πραγματικότητα, είναι
περισσότεροι απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Αυτά τα υψηλά ποσοστά καταθλιπτικών
συμπτωμάτων έχουν συσχετιστεί, μεταξύ άλλων, με το βάρος της φροντίδας της
άρρωστης συντρόφου και με τα σωματικά συμπτώματα των ασθενών.
Οι
σύζυγοι περιγράφουν συνήθως συναισθήματα δυσπιστίας, αδυναμίας, φόβου και
θλίψης. Ανησυχούν για την έκταση της νόσου, την έκβαση και την επανεμφάνιση του
καρκίνου. Αισθάνονται ένοχοι, γιατί δεν μπορούν να κάνουν περισσότερα για να
βοηθήσουν τη σύζυγό τους, ή κάνουν αυτοκριτική για την ανικανότητά τους να την
υποστηρίξουν επαρκώς. Τους είναι δύσκολο να τη βλέπουν να απογοητεύεται με την
αλλαγή του σώματός της, η οποία αποτελεί πλήγμα στη σεξουαλικότητά της, να
αγωνιά για το μέλλον και να παλεύει για το παρόν.
Ορισμένοι
σοκάρονται όταν βλέπουν τη χειρουργημένη περιοχή και παραπονούνται ότι τα
συναισθήματά τους δεν αναγνωρίζονταν από τις συζύγους τους ή/και από άλλους,
νιώθουν ότι η δική τους αγωνία δεν είναι αποδεκτή. Φοβούνται ότι ο καρκίνος του
μαστού θα επηρεάσει την καλή σχέση με τις συζύγους τους. Για ένα ποσοστό
ανδρών, όμως, ο καρκίνος του μαστού αυξάνει τα ήδη υπάρχοντα μεταξύ του
ζευγαριού προβλήματα.
Όλα τα
συναισθήματα είναι κατανοητά και απολύτως φυσιολογικά. Είναι υποχρεωμένοι να
αλλάξουν τη ζωή τους σε κάθε επίπεδο, οικονομικό και πρακτικό, προκειμένου να
ανταπεξέλθουν στις αυξημένες υποχρεώσεις. Τροποποιούν τα ωράρια εργασίας τους ή
αυξάνουν τις ώρες, ασχολούνται περισσότερο με τη φροντίδα των παιδιών,
αναλαμβάνουν τη διαχείριση του νοικοκυριού. Παλεύουν για να ανταποκριθούν στις
συναισθηματικές ανάγκες των συζύγων τους, ακούγοντας, παρηγορώντας,
καθησυχάζοντας, από τη διάγνωση (όταν η γυναίκα κατακλύζεται από συναισθήματα
αγωνίας και αδικίας, κατά τη διάρκεια των θεραπειών (χειρουργείο,
χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία), αλλά και μετά απ’ αυτές.
Για να
αντιμετωπίσουν τη συναισθηματική τους επιβάρυνση, άλλοι εργάζονται προκειμένου
να παραμείνουν επικεντρωμένοι σε θετικούς στόχους, κι άλλοι προσεύχονται.
Ενημερώνονται για τη νόσο και βοηθούν στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη
χειρουργική επέμβαση και τη θεραπεία. Πάντα μα πάντα, όμως, η θετική στάση των
γυναικών τους επιδρά θετικά, ώστε να μπορέσουν να σηκώσουν το βάρος.
Ο
καρκίνος του μαστού επηρεάζει και τη σχέση του ζευγαριού, είτε θετικά είτε
αρνητικά. Για μερικούς συζύγους, η νόσος τους φέρνει κοντά και την προσεγγίζουν
και αντιμετωπίζουν ως ομάδα. Για άλλους, τα νέα δεδομένα προκαλούν αμφισβήτηση
ή αλλαγή της σεξουαλικής και συζυγικής σχέσης, διαταραχή της ισοτιμίας και της
αυτονομίας.
«Η
αναζήτηση υποστήριξης από το κοινωνικό περιβάλλον και η αποτελεσματική παροχή
της αποτελεί καταλυτικό παράγοντα ορθής διαχείρισης των εκρηκτικών
συναισθημάτων τους. Μάλιστα, η έρευνα έχει αναδείξει την κοινωνική υποστήριξη
και τη διαχείριση ως προγνωστικά του αποτελέσματος σε πολλαπλούς τομείς, όπως
την ανοσολογική λειτουργία, την καλύτερη ψυχολογική προσαρμογή και την
μετατραυματική εξέλιξη. Οι αρνητικές κοινωνικές επιδράσεις οδηγούν σε αύξηση
της κατάθλιψης ενώ η συναισθηματική υποστήριξη σε μείωσή της», επισημαίνει η
Δρ. Λιάκου διευκρινίζοντας ότι λέγοντας κοινωνική υποστήριξη δεν νοείται μόνο
το στενό περιβάλλον, αλλά και οι δομές του κράτους που έχουν δημιουργηθεί για
την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, αλλά και ιδιωτικών φορέων.
Τα
άτομα, δηλαδή, με χαμηλή κοινωνική υποστήριξη ενδέχεται να χρησιμοποιούν
αναποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης επειδή δεν λαμβάνουν πληροφορίες,
βοήθεια ή συναισθηματική ανακούφιση από άλλους. Έτσι, κατακλύζονται από
συμπτώματα κατάθλιψης που οδηγούν σε περιορισμένη υποστήριξη των συζύγων τους,
σε αντίθεση από εκείνους που προσαρμόζονται και διαχειρίζονται σωστά την
κατάσταση και τα συναισθήματά τους. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι ασθενείς με
υποστηρικτικούς συζύγους έχουν καλύτερη έκβαση και ψυχολογία. Μάλιστα, η
προσφορά τους δεν συγκρίνεται με αυτή που μπορεί να λαμβάνουν από άλλα μέλη της
οικογένειάς τους, ούτε αντισταθμίζεται.
Ο
εντοπισμός της συναισθηματικής κατάστασης του συζύγου και η επαρκής κοινωνική
υποστήριξη λειτουργεί επιβοηθητικά στην προσπάθειά του διαχείρισης των
προβλημάτων, μειώνει τα αρνητικά συναισθήματα, τα υψηλά ποσοστά της οποίας
συνδέονται με αυξημένες πιθανότητες αποφυγής, απομάκρυνσης, αποδοχής της
ευθύνης και συγκρούσεων. Εξίσου σημαντική για την ψυχολογία του είναι και η
αναγνώριση της προσπάθειάς του.
«Υπάρχουν
μελέτες που καταδεικνύουν την τεράστια διαφορά στην αντιμετώπιση των συζύγων
που λαμβάνουν κοινωνική υποστήριξη συγκριτικά με εκείνους που δεν την
εισπράττουν. Η θετική επανεκτίμηση και η “αποστασιοποίηση” στην οποία
οδηγούνται οι σύζυγοι που δέχονται βοήθεια είναι επωφελείς και για τους δύο
συζύγους. Διότι η θετική αντιμετώπιση του προβλήματος και από τους δύο,
επιφέρει καλύτερη ψυχολογία και δύναμη για ευνοϊκά θεραπευτικά αποτελέσματα»,
καταλήγει η Δρ. Παρασκευή Λιάκου.