Ο Σπύρος Ριζόπουλος, εκλεγμένος επικεφαλής των
Οριζόντων Ηπείρου στο Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας Ηπείρου, σχολίασε
το άρθρο του στον διαδικτυακό ιστότοπο Rizopoulos Post με τίτλο «Σύμβουλος
Εθνικής Ασφάλειας: «Αρχιτέκτονας» ή Στρατηγός;», κάνοντας την ακόλουθη δήλωση:
«Ως Ηπειρώτες έχουμε την υποχρέωση να μη ζούμε στο
κουκούλι μας και να λαμβάνουμε υπόψιν ότι υπάρχουν εξελίξεις τις οποίες
οφείλουμε, όσο και αν λανθασμένα πιστεύουμε ότι δεν μας αγγίζουν, να τις
παρακολουθούμε. Για εμένα μια από αυτές είναι η εισήγηση για δημιουργία του
θεσμού «Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας».
Αναμένω τα σχόλια σας.»
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο:
Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας: «Αρχιτέκτονας» ή Στρατηγός;
Σε μια στιγμή που γίνεται προσπάθεια για τη
δημιουργία ενός νέου μοντέλου διοίκησης, με μίγμα τεχνοκρατών και πολιτικών
ξεκαθαρίζω, όπως έχω πει κι άλλες φορές στο παρελθόν, ότι το πρόβλημα είναι η
έλλειψη πολιτικών-τεχνοκρατών.
Έχουμε ή πολιτικούς οι οποίοι υποκύπτουν στις
πελατειακές σχέσεις ή τεχνοκράτες που δεν έχουν καμία επαφή με την κοινωνία. Σε
αυτή την κυβέρνηση υπάρχει μόνο ένας που πληρεί αυτές τις προϋποθέσεις. Τους
υπόλοιπους πρέπει να τους δημιουργήσει.
Στη λογική, λοιπόν, αυτού του νέου μοντέλου η
κυβέρνηση ανακοίνωσε τη θεσμοθέτηση θέσης συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας στα
πρότυπα των Ηνωμένων Πολιτειών. Εδώ όμως πιθανότατα τελειώνουν οι ομοιότητες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο σύμβουλος Εθνικής
Ασφάλειας του εκάστοτε προέδρου είναι ένα πρόσωπο αυξημένου κύρους και
προσόντων που στην ουσία αποτελεί τον υπερυπουργό Άμυνας και Εξωτερικών μαζί.
Έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πριν από τον
πρόεδρο, και η θέση του συνοδεύεται με ανάλογη ισχύ και εξουσιοδοτήσεις. Για
παράδειγμα, μπορεί να συνομιλεί με αρχηγούς κρατών και πρωθυπουργούς, να
διαπραγματεύεται και ενδεχομένως να συμφωνεί δεσμευτικά.
Στην Ελλάδα, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του
πρωθυπουργού δεν μπορεί -λόγω του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας- να έχει
τον ίδιο καθοριστικό ρόλο. Ακόμη κι αν ενδυθεί το θεσμικό μανδύα του γραμματέα
του ΚΥΣΕΑ είναι προφανές ότι δεν έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει και να
επιβάλλει τις απόψεις του επί των μελών του υπουργικού Συμβουλίου και
ειδικότερα επί των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας.
ΤΟ ΚΥΣΕΑ ξεκίνησε στα χαρτιά ως κυβερνητικό
συμβούλιο εξωτερικών και άμυνας με διευρυμένες αρμοδιότητες, αλλά στην πορεία
μετατράπηκε ουσιαστικά σε ένα τυπικό κυβερνητικό όργανο το οποίο νομιμοποιεί
τις κρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας.
Τώρα, σε αυτό το όργανο, ερχόμαστε να προσθέσουμε
έναν γενικό γραμματέα.
Αυτό όμως δεν αρκεί, αν θέλουμε να συζητάμε για ένα
πραγματικό συμβούλιο εθνικής ασφάλειας. Εδώ, το πολύ πολύ να αποκτήσουμε έναν
ακόμη άτυπο αρχηγό ΓΕΕΘΑ που απλώς θα είναι σύμβουλος του πρωθυπουργού και θα
αναλάβει τη γραφειοκρατία της θέσης. Όμως για αυτή τη δουλειά υπάρχει ήδη ο
αρχηγός ΓΕΕΘΑ.
Η βάση, λοιπόν, είναι το μοντέλο του θεσμικού
οργάνου που θα επιλεγεί. Δεν αρκεί να είναι γραμματέας του ΚΥΣΕΑ, πρέπει να
γίνει επικεφαλής του ΚΥΣΕΑ. Να έχει όλες τις θεσμικές αρμοδιότητες που θα
προκύπτουν από τη θέση αυτή και να ηγείται ενός ευέλικτου οργάνου που θα
αντιμετωπίζει κάθε κρίση ή κάθε υπόθεση που θα άπτεται πραγματικά ζητημάτων
εθνικής ασφάλειας είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό.
Δηλαδή ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας δεν θα
ασχολείται μόνο με τα θέματα της Τουρκίας και της κρίσης στο Αιγαίο. Οφείλει,
εκ του ρόλου του να ασχολείται και με όλα τα πιθανά ενδεχόμενα ζητήματα που
προκύπτουν στο εσωτερικό από ενδεχόμενα δίκτυα κατασκοπίας και τζιχαντιστών έως
μια μεγάλη φυσική καταστροφή όπως το Μάτι.
Να είναι δηλαδή ένας υπερυπουργός ο οποίος και
προληπτικά αλλά και κατασταλτικά θα έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί στο όνομα
του πρωθυπουργού. Να τον σέβονται και να τον ακούν οι υπουργοί.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που όμως δεν έχει
μικρότερη σημασία είναι αυτό του προσώπου το οποίο θα επιλεγεί ειδικά για να
δώσει τον τόνο στην πρώτη εφαρμογή αυτού του τόσο σοβαρό θεσμού.
Στις ΗΠΑ, από το 1953 που θεσμοθετήθηκε η θέση την υπηρέτησαν
πρόσωπα όπως ο Χένρι Κίσινγκερ, ο Ζμπίγκιου Μπρεζίνσκι, ο Κόλιν Πάουελ, η
Κοντολίζα Ράις και άλλοι. Κατά τη θητεία μου στην Ουάσιγκτον είδα και μελέτησα
πως τα πρόσωπα αυτά είχαν το αυξημένο κύρος που τους επέτρεπε, στην πλειοψηφία
των περιπτώσεων, να έχουν κομβικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων ως προεδρεύοντες
του πανίσχυρου συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.
Ήδη, τις τελευταίες ημέρες ακούγονται τα ονόματα
δυο ή τριών απόστρατων ανώτατων αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων. Στελεχών καθ’
όλα άξιων, αλλά προσώπων που ενδεχομένως δεν πληρούν τα κριτήρια του job
description της θέσης, όπως τουλάχιστον περιγράφονται στο πρωτότυπο των ΗΠΑ.
Για την επιλογή του προσώπου έχει σημασία το
μοντέλο που θα κληθεί να υπηρετήσει. Αν δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει
να έχει δίπλα του έναν «αρχιτέκτονα» που θα τον βοηθήσει να χαράξει στρατηγική
σε μια εποχή ιδιαιτέρως κρίσιμη για τα εθνικά μας θέματα ή έναν καλό στρατηγό
που όμως πάντα θα μένει «στρατιώτης» στην υπηρεσία των πολιτικών και των κατά
καιρούς πολιτικών τους επιδιώξεων.
Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας θα πρέπει να είναι
μια υπέρλαμπρη προσωπικότητα που θα μπορεί να υπερβεί τις αγκυλώσεις του
πολιτικού συστήματος.
Δυστυχώς όμως, στην Ελλάδα κατ’ αρχήν όλοι μας οι
στρατιωτικοί είναι άκαπνοι, άρα είναι θεωρητικοί.
Ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν προσωπικότητες της στόφας
μιας Κοντολίζα Ράις ή ενός Μπρεζίνσκι που να έχει την εμπειρία για να χαράξει
στρατηγική.
Δεν υπάρχει καθηγητής πανεπιστημίου που να έχει
αυτή την εμπειρία και αυτά τα προσόντα. Ούτε το ΕΛΙΑΜΕΠ, ούτε το ΙΔΙΣ παρήγαγαν
τέτοιες προσωπικότητες γιατί πάρα πολύ απλά η συνεισφορά τους ήταν στην ανάλυση
του αποτελέσματος και όχι στη χάραξη της στρατηγικής.
Άρα λοιπόν, αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση είτε πρέπει
να αποφασίσει ότι θα μετατρέψει το ΚΥΣΕΑ σε ένα πραγματικό συμβούλιο Εθνικής
Ασφάλειας με ότι αυτό σημαίνει για τη λειτουργία και τις αρμοδιότητές του ή να
ανακοινώσει ότι διορίζεται ο γραμματέας στο ΚΥΣΕΑ.
Σε κάθε περίπτωση όπως προκύπτει από τα
δημοσιεύματα ο ιθύνων νους είναι ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Θα πρέπει τα παραπάνω να διευκρινιστούν με απόλυτη
λεπτομέρεια διότι για όσους έχουμε ασχοληθεί επαγγελματικά με τη διαχείριση
κρίσεων το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις, ιδίως στην
Ελλάδα, είναι ότι στην εκτελεστική εξουσία υπάρχουν τρομερές συναρμοδιότητες.
Μπορούμε να φτιάξουμε στο χαρτί όσα όργανα θέλουμε. Αν αναπαράγουμε τη
συναρμοδιότητα τότε το αποτέλεσμα είναι άλλο ένα Μάτι.