Ιδιαίτερα προσεκτικές πρέπει να είναι οι γυναίκες
που έχουν υποβληθεί σχετικά πρόσφατα σε μαστεκτομή ή άλλη ογκολογική επέμβαση
στο μαστό, στην επιλογή της παραλίας ή
της πισίνας που κολυμπούν. Οι θάλασσες, οι λίμνες και τα ποτάμια, ακόμα και οι
πισίνες με αποτελεσματικές μεθόδους απολύμανσης φιλοξενούν τρισεκατομμύρια
μικροοργανισμών. Κι ενώ αυτό δεν ανησυχεί τους υγιείς ανθρώπους, μια βουτιά στο
νερό πολύ σύντομα μετά από την επέμβαση θέτει τις χειρουργικές τομές σε περιττό
κίνδυνο μόλυνσης, αλλά και πρόκλησης αντιαισθητικών ουλών.
«Η άσκηση αμέσως μετά από μια χειρουργική επέμβαση
δεν επιτρέπεται και το κολύμπι δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο προσδιορισμός του
χρόνου που θα μπορούσε με ασφάλεια μια ασθενής να απολαύσει τον ήλιο και τη
θάλασσα ή μια βουτιά σε πισίνα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το
είδος της επέμβασης, τη φυσική κατάσταση και τον ατομικό ρυθμό ανάρρωσης και
επούλωσης των πληγών. Συνήθως, 4 έως 6 εβδομάδες μετά από τη χειρουργική του
μαστού οι γιατροί δίνουν το πράσινο φως, δεδομένου ότι η κολύμβηση είναι πολύ
φιλική προς τον οργανισμό. Είναι ένας εξαιρετικός τρόπος άσκησης και αποφυγής
της μυϊκής ατροφίας που παρατηρείται μερικές φορές σε ασθενείς μετεγχειρητικά,
κυρίως όταν παραμένουν αδρανείς για παρατεταμένες περιόδους», μας εξηγεί η
ειδική στην ογκολογική χειρουργική και πλαστική αποκατάσταση μαστού Δρ.
Παρασκευή Λιάκου. Και διευκρινίζει: «Το συγκεκριμένο είδος άθλησης
χαρακτηρίζεται ως ένας από τους ασφαλέστερους και πιο άνετους τρόπους
ενδυνάμωσης, εξαιτίας της άνωσης του νερού, η οποία δεν καταπονεί τους μύες και
τις αρθρώσεις. Πέραν, όμως, των πρακτικών λόγων, το κολύμπι χαρίζει ευεξία και
ψυχική ανάταση, που τόσο ανάγκη έχουν όλες οι γυναίκες που έχουν βιώσει αυτήν
την εμπειρία».
Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημεία που χρήζουν
προσοχής, αφού συχνά τα νερά δεν είναι τόσο καθαρά όσο απαιτείται για τις
χειρουργημένες ασθενείς κι αυτό διότι ο οργανισμός τους είναι ευάλωτος. Τα
μικρόβια και οι χημικές ουσίες που περιέχονται σ’ αυτά μπορούν να διέλθουν στον
οργανισμό με κατάποση, εισπνοή ή με επαφή και να προκαλέσουν μεταδιδόμενες
ασθένειες. Τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως οι γυναίκες που
έχουν πρόσφατα λάβει ορισμένους τύπους χημειοθεραπείας, μπορούν να υποφέρουν
από σοβαρότερα συμπτώματα και να έχουν επικίνδυνες επιπτώσεις εάν μολυνθούν.
Η
γνώση, όμως, μπορεί να προστατεύσει από δυνητικά σοβαρές καταστάσεις και να τις
επιτρέψει να απολαύσουν ευχάριστες στιγμές.
Όπως μας εξηγεί η Δρ. Λιάκου, πρόσφατη μελέτη που
παρουσιάστηκε στο φετινό συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας,
έχει δείξει ότι η έκθεση στο νερό της θάλασσας μπορεί να μεταβάλει την ποικιλία
και τη σύνθεση του ανθρώπινου μικροβιώματος του δέρματος, γεγονός που αυξάνει
τον κίνδυνο μόλυνσης. Για τις ανάγκες της έρευνας, επιστήμονες από το
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Irvine συνέλεξαν δείγματα βακτηριδίων από το
δέρμα ανθρώπων προτού κολυμπήσουν για 10 λεπτά στη θάλασσα, αφού είχαν
στεγνώσει μετά από το μπάνιο και κατόπιν μετά από 6 και 24 ώρες.
Πριν από την κολύμβηση, οι συμμετέχοντες είχαν
διαφορετικό μικροβίωμα. Αλλά μετά το κολύμπι, όλοι είχαν παρόμοιες κοινότητες
βακτηρίων στο δέρμα τους, οι οποίες διέφεραν απολύτως από εκείνες που είχαν
πριν κολυμπήσουν. Έξι ώρες μετά το κολύμπι, το μικροβίωμα του δέρματός τους
είχε αρχίσει να επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση, ενώ 24 ώρες αργότερα
τίποτα δεν θύμιζε τη βουτιά στη θάλασσα.
Μεταξύ άλλων, οι ερευνητές ανίχνευσαν στο δέρμα των
κολυμβητών βακτήρια του γένους Vibrio. Το γένος αυτό περιλαμβάνει το βακτήριο
που προκαλεί τη χολέρα. Έξι ώρες μετά το κολύμπι, τα συγκεκριμένα βακτήρια
ανιχνεύθηκαν στο δέρμα όλων των συμμετεχόντων, αλλά 24 ώρες μετά μόνο σε έναν.
Κατέληξαν, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι τα βακτήρια αυτά έχουν συγκεκριμένη έλξη
για προσκόλληση στο ανθρώπινο δέρμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα είναι
παθογόνα.
Παλαιότερες έρευνες έχουν επίσης δείξει ότι υπάρχει
συσχέτιση μεταξύ κολύμβησης στη θάλασσα και μολύνσεων εξαιτίας της κακής
ποιότητας των υδάτων σε πολλές παραλίες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε
λοιμώξεις του δέρματος, σε ωτίτιδες, καθώς και σε γαστρεντερικές και
αναπνευστικές νόσους.
Όμως, ούτε οι πισίνες, τα υδρομασάζ και τα
waterparks, αποτελούν λύση, καθώς δεν είναι απολύτως ασφαλή, ακόμα και αν
καθαρίζονται και απολυμαίνονται σχολαστικά. Κι αυτό διότι, σε αντίθεση με την
κοινή πεποίθηση, το χλώριο δεν σκοτώνει αμέσως όλα τα μικρόβια. Ορισμένα από
αυτά είναι πολύ ανθεκτικά σ’ αυτόν τον απολυμαντικό παράγοντα και μέχρι
πρότινος δεν ήταν γνωστό ότι προκαλούν ασθένειες στους ανθρώπους. Μόλις αυτά
εισέλθουν στο νερό, μπορεί να απαιτηθούν από λίγα λεπτά έως μερικές ημέρες για
να εξοντωθούν από το χλώριο.
«Παρότι, λοιπόν, το κολύμπι θεωρείται γενικά
ασφαλές, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα λοίμωξης μαλακών μορίων (δέρμα,
μαστός) μετά την επαφή με το θαλασσινό νερό, δεδομένου ότι αλλάζει, έστω και
παροδικά, η φυσιολογική χλωρίδα του δέρματος, δίνοντας τη δυνατότητα σε πιθανά
παθογόνους οργανισμούς να αποικίσουν το δέρμα και υπό κατάλληλες συνθήκες
(υγρασία και αυξημένη θερμοκρασία) να προκαλέσουν λοίμωξη. Παρόμοιος κίνδυνος
υφίσταται και από τα χλωριωμένα νερά των δεξαμενών κολύμβησης. Η μόλυνση της
τομής μετά από μαστεκτομή συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο αναπλαστικής απώλειας,
με μόλυνση του εμφυτεύματος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη
αντιβιοτική αγωγή, ανεπιθύμητες επιπρόσθετες χειρουργικές επεμβάσεις και μη
ικανοποιητικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό οι γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε
αφαίρεση μαστού με ή χωρίς ανακατασκευή του, ή σε κάποιας μορφής ογκοπλαστική
επέμβαση του μαστού, θα πρέπει να συμβουλεύονται τον χειρουργό τους προτού
αποφασίσουν να κολυμπήσουν», καταλήγει η Δρ. Παρασκευή Λιάκου.