Υψηλός είναι ο βαθμός ικανοποίησης των ασθενών που
υποβάλλονται σε δεύτερη πλαστική επέμβαση για τη διόρθωση ατελειών της μύτης
τους. Η αποτυχία αποκατάστασης της λειτουργικότητας ή το απροσδόκητο αισθητικό
αποτέλεσμα της πρώτης ρινοπλαστικής τους οδηγεί στην απόφαση να ενδώσουν σε μια
επανεγχείρηση, παρά την αναστάτωση και την παρέκκλιση από το πρόγραμμά τους.
Και, σύμφωνα με έρευνες, τα αποτελέσματα τους δικαιώνουν για την επιλογή τους,
αρκεί να έχουν αποσαφηνιστεί ακριβώς οι κοινοί στόχοι ασθενούς και χειρουργού
κατά τον σχεδιασμό της ρινοπλαστικής αναθεώρησης.
«Η ρινοπλαστική θεωρείται ως μία από τις πιο
δύσκολες και απρόβλεπτες επεμβάσεις που πραγματοποιούνται στο πρόσωπο. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν πολλά αλληλοεξαρτώμενα ανατομικά στοιχεία
και τρισδιάστατες δυνάμεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά τη διάρκεια της
χειρουργικής επέμβασης. Επιπλέον, οι χειρουργοί πρέπει να αντιμετωπίζουν
ταυτόχρονα τόσο τις αισθητικές όσο και τις λειτουργικές προσδοκίες του
ασθενούς. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα ποσοστά ικανοποίησης
των ασθενών μετά από ρινοπλαστική είναι χαμηλότερα σε σύγκριση με άλλες
αισθητικές χειρουργικές επεμβάσεις προσώπου. Ωστόσο, στοιχεία δείχνουν ότι
ακόμα και όσοι υποβάλλονται σε επαναληπτική ρινοπλαστική μένουν ευχαριστημένοι
από το αποτέλεσμα, αρκεί την επέμβαση να την εκτελεί ένας έμπειρος
ρινοπλαστικός και να έχει συμφωνηθεί εξ αρχής το αισθητικό αποτέλεσμα», μας
εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Κι αυτό διότι η επαναληπτική ρινοπλαστική είναι
γενικά πιο σύνθετη από την πρώτη επέμβαση, επειδή οι ιστοί έχουν ήδη
τραυματιστεί και έχουν διαταραχθεί οι ισορροπίες. Επιπλέον, οι ασθενείς είναι
γενικά στρεσαρισμένοι εξ αιτίας της αρχικής ρινοπλαστικής, γεγονός που συμβάλει
στην πολυπλοκότητα των ψυχολογικών πλευρών ενός ήδη ιδιαίτερου και απαιτητικού
στόχου και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η σωστή επιλογή των ασθενών για την
εξασφάλιση της καλής έκβασης της επέμβασης και της υψηλής ικανοποίησης.
Σύμφωνα με τον Δρ. Μοιρέα, η αξιολόγηση της
επιτυχίας μιας ρινοπλαστικής αποτελεί μια περιοχή έρευνας η οποία είναι
ιδιαίτερα παραμελημένη. Οι περισσότερες έρευνες οι οποίες γίνονται μετά από ένα
χειρουργείο αφορούν αντικειμενικές παραμέτρους όπως τεχνικές, επιπλοκές,
ανθρωπομετρικές τιμές ενώ οι μετρήσεις με τις οποίες κατά παράδοση ασχολούνται
οι μελέτες, όπως η θνησιμότητα και η νοσηρότητα, σημαίνουν πολύ λίγα στη
ρινοπλαστική. Γι’ αυτό το λόγο ερευνητές από το Ahi Evran University,
ενδιαφέρθηκαν για το πραγματικό υποκειμενικό αποτέλεσμα, την ικανοποίηση του
ασθενή, τόσο μετά την αρχική ρινοπλαστική όσο και μετά την επανεπέμβαση.
Στη μελέτη τους περιέλαβαν 78 ασθενείς, εκ των
οποίων οι 54 (19 άνδρες και 35 γυναίκες) πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Η μέση
ηλικία τους ήταν τα 33,5 έτη. Η ομάδα ελέγχου απαρτιζόταν από 21 άνδρες και 33
γυναίκες με μέση ηλικία τα 30,5 έτη, που υποβλήθηκαν σε μία μόνο ρινοπλαστική.
Στους ασθενείς δόθηκε ένα ερωτηματολόγιο που λάμβανε υπόψη τους κύριους
παράγοντες που μπορούν να καθορίσουν την ικανοποίηση του ασθενούς μετά από
ρινοπλαστική: τον βαθμό ικανοποίησης για το ρινικό σχήμα και τη λειτουργία· την
κοινωνική, οικογενειακή και επαγγελματική αποδοχή· και τον βαθμό αυτοπεποίθησης
και επιθυμίας αλλαγής της μορφής της μύτης.
Και στις δύο ομάδες, όλες οι μετεγχειρητικές βαθμολογίες
ικανοποίησης ήταν υψηλότερες από αυτές που σημειώθηκαν προεγχειρητικά.
Διαπιστώθηκε ότι η ηλικία ήταν ένας παράγοντας που επηρέασε τον βαθμό
ικανοποίησης μετά από τη δεύτερη επέμβαση και παρατηρήθηκε ότι οι νεότεροι
ασθενείς έτειναν να ικανοποιούνται περισσότερο.
Από τα ευρήματα της μελέτης τους, οι ερευνητές
συμπέραναν ότι όλοι οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε δεύτερη ρινοπλαστική ήταν
πολύ ικανοποιημένοι, με τις βαθμολογίες να είναι συγκρίσιμες με αυτές των
ασθενών που έκαναν μόνο σε μία ρινοπλαστική. Επισήμαναν, όμως, ότι τα
αποτελέσματα υπογραμμίζουν τη σημασία της κατανόησης του μετεγχειρητικού στόχου
και της συγκατάθεσης σε αυτόν κατά τον σχεδιασμό της επαναληπτικής
ρινοπλαστικής, ειδικά από τους νέους και τους άνδρες ασθενείς.
«Η συνεννόηση μεταξύ του ασθενή και του χειρουργού
και η κατανόηση αφενός των επιθυμιών και αφετέρου των περιθωρίων που υπάρχουν
βάσει της ανατομίας και των δεδομένων της προηγούμενης επέμβασης, είναι
καταλυτικοί παράγοντες για την ικανοποίηση του ασθενή από την νέα του εμφάνιση.
Το πρόβλημα ξεκινάει από την παρερμηνεία των λεχθέντων προεγχειρητικά, καθώς
μέχρι πρότινος δεν υπήρχε τρόπος οπτικοποίησης του αποτελέσματος. Σήμερα, ο
ασθενής μπορεί, βλέποντας την εικόνα του σε μια οθόνη υπολογιστή, να καταστήσει
σαφείς τις προσδοκίες του στον χειρουργό. Το ίδιο μπορεί να πράξει και ο
χειρουργός: οι προτεινόμενες από αυτόν λύσεις γίνονται εικόνα που πριν
εκτελεστούν εγκρίνονται από τον ασθενή. Πρόκειται για μια πολύ απλή διαδικασία
κατά την οποία γίνεται αρχικά η λήψη της
τρισδιάστατης φωτογραφίας του ασθενούς και κατόπιν, με τη βοήθεια των ειδικών
λογισμικών, προβάλλεται η προσομοίωση του αποτελέσματος της ρινοπλαστικής σε
τρισδιάστατη εικόνα. Το Vectra 3D/M3 System είναι το μοναδικό σύστημα 3D
προσομοίωσης ρινοπλαστικής, που πέραν αυτής μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε
άλλες επεμβάσεις, όπως γενειοπλαστική, προφιλοπλαστική και λιποαναρρόφηση.
Έτσι, ο ασθενής βλέπει την εμφάνισή του με το επιλεγμένο σχήμα μύτης, δίνει τη
συγκατάθεσή του, οπότε είναι και σίγουρος για το αποτέλεσμα.
Η επανεπέμβαση της ρινοπλαστικής όπως και η πρώτη
επέμβαση μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εποχή του χρόνου με μόνη προϋπόθεση το
περιβάλλον στο οποίο κινείται ο ασθενής τις πρώτες 3-4 εβδομάδες να έχει μια
φυσιολογική θερμοκρασία, η οποία να μην προκαλεί δυσφορία. Τα μπάνια στην
θάλασσα επιτρέπονται μετά την αφαίρεση του νάρθηκα, αποφεύγοντας ασφαλώς τις
βουτιές από ύψος για να μην προκύψει κάκωση», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.