Στις απώτερες επιπλοκές της κογχοτομής
περιλαμβάνεται το σύνδρομο κενής μύτης, μια σχετικά σπάνια διαταραχή που
επηρεάζει την ρινική αναπνοή και την όσφρηση, παρότι παραμένουν ιδιαίτερα
ανοιχτές οι ρινικές δίοδοι.
«Η μύτη χωρίζεται από το ρινικό διάφραγμα στην
αριστερή και δεξιά ρινική θαλάμη. Στο εσωτερικό λοιπόν της μύτης βρίσκουμε προς
τα έσω το διάφραγμα και προς τα έξω κάποιους μακρόστενους σχηματισμούς οι
οποίοι ονομάζονται ρινικές κόγχες. Η κάθε κόγχη είναι ένα μικρού μεγέθους οστό
το οποίο καλύπτεται από βλεννογόνο όπως και όλα τα τοιχώματα στο εσωτερικό της
μύτης. Συνηθέστερα οι κόγχες στην κάθε ρινική θαλάμη είναι τρείς, η άνω, η μέση
και η κάτω και οι οποίες εκτελούν διάφορες λειτουργίες με έναν αρκετά πολύπλοκο
τρόπο. Οι βασικότερες είναι η θέρμανση, η εφύγρανση, ο καθαρισμός και η ρύθμιση της ροής του εισπνεόμενου αέρα.
Δεδομένου, λοιπόν, του ζωτικού ρόλου τους, η οποιαδήποτε επέμβαση σ’ αυτές
είναι πιθανό να επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις», μας εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός
προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας. «Παρότι το μέγεθος τους φυσιολογικά
μεταβάλλεται, υπάρχουν και περιπτώσεις που η αύξηση του μεγέθους των μέσων αλλά
και των κάτω ρινικών κογχών, που είναι και οι μεγαλύτερες σε μέγεθος, είναι
ουσιαστικά μόνιμη. Η υπερτροφία τους - δηλαδή η αύξηση του πάχους του
βλεννογόνου τους - αποτελεί σύνηθες εύρημα και συχνό αίτιο δυσχέρειας της
αναπνοής από τη μύτη. Στην εμφάνιση αυτής της παθολογίας συντελούν αλλεργικοί
παράγοντες, φάρμακα αλλά και δυσλειτουργίες στην αυτόνομη ρύθμιση των
αγγειοκινητικών λειτουργιών της μύτης. Άλλη αιτία είναι η κατάχρηση
αποσυμφορητικών σκευασμάτων. Επίσης, μπορεί να είναι αποτέλεσμα χρόνιας
ρινοκολπίτιδας, κοκκιωματώδους νόσου, ρινικού τραύματος και ακτινοθεραπείας»,
συμπληρώνει.
Σε κάποιους ασθενείς η χρήση φαρμάκων μπορεί να
βοηθήσει στη μείωση του μεγέθους των κογχών και στη βελτίωση της αναπνοής.
Συχνά, όμως, χρειάζεται ο ασθενής να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση,
προκειμένου να ανακουφιστεί από τα συμπτώματα της υπερτροφίας, η οποία μπορεί
να συνδυαστεί με ευθειασμό του ρινικού διαφράγματος, όταν οι δύο παθήσεις
συνυπάρχουν.
Για την υπερτροφία των ρινικών κογχών η χειρουργική
αντιμετώπιση δεν αποτελεί την απόλυτη λύση. Συχνά, η επέμβαση είναι απαραίτητο
να συνδυαστεί με την ανοσοθεραπεία, προκειμένου τα αποτελέσματα να είναι
μόνιμα, στις περιπτώσεις που τα αίτια της υπερτροφίας είναι αλλεργικά. «Μόνο η
ακριβής διευκρίνιση της αιτίας της δυσχέρειας ρινικής αναπνοής, η οποία θα
πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικά από έμπειρο ωτορινολαρυγγολόγο, μπορεί
να διασφαλίσει ότι ο ασθενής θα απολαύσει τα μέγιστα οφέλη της θεραπείας στην
οποία υποβάλλεται», επισημαίνει.
Η υπερδιόρθωση, δηλαδή η αφαίρεση μεγάλου τμήματος
κόγχης, ή η υποδιόρθωση, η ελάχιστη παρέμβαση στις κόγχες, είναι οι συχνότερες
αιτίες μετεγχειρητικών επιπλοκών.
Αλλαγές στην αεροδυναμική της ρινικής κοιλότητας, ο
τραυματισμός των νευρικών απολήξεων και μηχανοϋποδοχέων κατά την κογχοτομή
είναι κυρίαρχοι αιτιολογικοί παράγοντες εμφάνισης ενός συνδρόμου, που
ονομάζεται σύνδρομο κενής μύτης.
«Ο όρος περιγράφει ουσιαστικά τα συμπτώματα
δευτεροπαθούς ατροφικής ρινίτιδας, από τα οποία υποφέρουν άτομα που έχουν
υποβληθεί σε ολική ή υφολική κογχοτομή της κάτω ρινικής κόγχης. Οι δομικές αλλαγές
μπορούν να προκαλέσουν μια σειρά από συμπτώματα. Η αναπνοή των ασθενών από
ρινική γίνεται στοματική, συχνά βιώνουν ξηρότητα του βλεννογόνου με σχηματισμό
κρουστών, παράδοξη ρινική απόφραξη, πόνο στη μύτη, στο πρόσωπο ή/και στο
κεφάλι, ρινική αιμορραγία, ζάλη ρινική καταρροή και οπισθορρινικές εκκρίσεις.
Έχουν την αίσθηση ότι ο αέρας που εισπνέουν είναι πολύ ξηρός ή πολύ κρύος,
παρουσιάζουν διαταραχές όσφρησης και γεύσης, διαταραχές ύπνου, (αδυναμία ύπνου
ή υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας), κούραση, μειωμένη συγκέντρωση,
μελαγχολία, τα οποία επηρεάζουν δραστικά την ποιότητα ζωής τους», εξηγεί
περαιτέρω.
Η διάγνωση του συνδρόμου της κενής μύτης μπορεί να
είναι δύσκολη, γιατί δεν υπάρχουν αντικειμενικές εξετάσεις που να επαληθεύουν
την ύπαρξή του. Συνήθως η διάγνωση γίνεται αποκλείοντας άλλες καταστάσεις που
μπορούν να έχουν παρόμοια συμπτώματα. Μια επιπρόσθετη δυσκολία για τη διάγνωση
είναι και το ότι τα συμπτώματα του συνδρόμου κενής μύτης μπορεί να εμφανιστούν
εβδομάδες ή και μήνες μετά την κογχοτομή.
Ο περιορισμός των συμπτωμάτων από αυτά μπορεί να
επέλθει μόνο με χειρουργική επανακατασκευή του εσωτερικού της μύτης, αλλά και
του ρινικού σκελετού γενικότερα. Όπως μας διευκρινίζει ο Δρ. Μοιρέας, ο
χειρουργός στοχεύει στην ανακατεύθυνση του ρεύματος αέρα προς τον βλεννογόνο
που δεν έχει υποστεί μεγάλη βλάβη κατά την αρχική επέμβαση, στην αύξηση της
ρινικής αντίστασης και στη διατήρηση της υγρασίας του βλεννογόνου, μέσω μείωσης
της ροής του αέρα. Δηλαδή, στοχεύει στην
ανάπλαση της εσωτερικής ανατομίας των ρινικών τοιχωμάτων, τον περιορισμό
του μεγέθους του αεραγωγού ώστε να δημιουργηθεί ρινική αντίσταση, η οποία
διατηρεί την εφύγρανση της ρινικής κοιλότητας, την αναγέννηση του ρινικού
βλεννογόνου και τη βελτίωση αιμάτωσης της ρινικής κοιλότητας. Κατά τη
χειρουργική επέμβαση, γίνεται χρήση μοσχευμάτων, προκειμένου να αυξηθεί το
μέγεθος της κόγχης και να τροποποιηθούν και άλλα μεγέθη, όπως το εύρος της
ρινικής βαλβίδας, η γωνία εισόδου του αέρα στην μύτη κ.λπ. Για το λόγο αυτό
έχουν δοκιμαστεί διάφορα μοσχεύματα, όπως οστά, χόνδροι, μύες, λίπος, ορισμένα
συνθετικά βιολογικά υλικά και πλούσιες σε αιμοπετάλια ενέσεις πλάσματος
(PRP-Platelet Rich Plasma). Ανάλογα με το μέγεθος και το σημείο της βλάβης
υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις και ορισμένες φορές πρέπει να γίνουν
ιδιαίτερα μεγάλες διορθωτικές παρεμβάσεις προκειμένου να υπάρχει κάποια
ουσιαστική βελτίωση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα ότι, δυστυχώς,
είναι πολύ εύκολο κατά τη διάρκεια ενός χειρουργείου για υπερτροφία κογχών,
ευθειασμό διαφράγματος ή λειτουργική ρινοπλαστική να γίνει υπερβολική αφαίρεση
των ρινικών κογχών, με πολύ σοβαρά προβλήματα για τον ασθενή. Αυτά είναι
ιδιαίτερα δύσκολο ακόμη και από πολύ έμπειρους ρινοχειρουργούς να
αντιμετωπιστούν, σε δεύτερο χρόνο, με μια επανεπέμβαση. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να γνωρίζει ο πάσχων ότι μια
επαναληπτική χειρουργική επέμβαση στις ρινικές κόγχες -όταν ο ασθενής εμφανίζει
σύνδρομο κενής μύτης (empty nose syndrome)- δεν εξασφαλίζει την πλήρη εξάλειψη
των συμπτωμάτων του συνδρόμου, ούτε και επαναφέρει την προηγούμενη κατάσταση.
«Συμπερασματικά επειδή είναι ιδιαίτερα εύκολο κατά
τη διάρκεια ενός χειρουργείου στη μύτη να γίνουν υπερβολικές αφαιρέσεις και να
οδηγηθεί ο ασθενής στο σύνδρομο κενής μύτης, η επιλογή του κατάλληλου-έμπειρου
χειρουργού-ωτορινολαρυγγολόγου είναι πολύ σημαντική και στην πρώτη επέμβαση,
πόσο μάλλον σε πιθανή προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων του συνδρόμου»,
καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.