Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι πολύ συχνή και
οδηγεί στη γέννηση χιλιάδων βρεφών κάθε χρόνο στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα πιο
πρόσφατα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής
(ΕΑΙΥΑ), περισσότεροι από 25.000 κύκλοι εξωσωματικής πραγματοποιούνται ετησίως
στη χώρα μας, με τον έναν στους τρεις να οδηγεί σε κύηση.
Ποιες είναι, όμως, οι ενδείξεις για εξωσωματική
γονιμοποίηση; Και πότε πρέπει να απευθύνεται ένα ζευγάρι στον γιατρό;
«Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της
Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), ένα ζευγάρι πρέπει να
απευθύνεται στον γιατρό εάν δεν γίνει εφικτή μία εγκυμοσύνη έπειτα από
συστηματικές προσπάθειες», απαντά ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ.
Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και
ιδρυτικό μέλος του Institute of Life. «Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στις γυναίκες
ηλικίας κάτω των 35 ετών, η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη εάν περάσουν 12
μήνες συστηματικού σεξ χωρίς προφυλάξεις, δίχως να επιτευχθεί σύλληψη. Στις
μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες, η ιατρική συμβουλή πρέπει να επισπεύδεται.
Συνιστάται έπειτα από 6 μήνες συχνών ερωτικών επαφών χωρίς προφυλάξεις, διότι η
ηλικία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για
υπογονιμότητα στη γυναίκα».
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα ζευγάρια πρέπει
να περιμένουν 6 ή 12 μήνες πριν απευθυνθούν στον γιατρό. Υπάρχουν πολλές
περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να ζητούν ιατρική βοήθεια πολύ νωρίτερα και
για τις οποίες ενδέχεται να χρειασθεί εξωσωματική γονιμοποίηση.
Ύποπτα συμπτώματα
Ορισμένες ενδείξεις και συμπτώματα, λ.χ., πρέπει να
εγείρουν υπόνοιες ότι υπάρχει πρόβλημα υπογονιμότητας και να οδηγήσουν τον/την
ασθενή στον γιατρό για έλεγχο.
Στις γυναίκες τα ύποπτα συμπτώματα για
υπογονιμότητα είναι η ακατάστατη έμμηνος ρύση, η επώδυνη ή «βαριά» περίοδος, η
απουσία εμμήνου ρύσεως, διάφορες ενδείξεις ορμονικών διαταραχών (π.χ. επίμονη
ακμή, μειωμένη ερωτική επιθυμία, αυξημένη τριχοφυΐα σε ασυνήθιστα μέρη του
σώματος, λέπτυνση των μαλλιών, ανεξήγητη αύξηση του σωματικού βάρους) και ο
πόνος κατά την σεξουαλική επαφή.
Αντίστοιχα στους άνδρες, ύποπτες για υπογονιμότητα
είναι οι αλλαγές στην ερωτική επιθυμία, ο πόνος ή διόγκωση των όρχεων, οι
δυσκολίες στη διατήρηση της στύσης, τα προβλήματα εκσπερμάτισης και οι μικροί,
σκληροί όρχεις.
Ενδομητρίωση και σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
Υπάρχουν επίσης αρκετές παθήσεις οι οποίες είναι
γνωστό ότι μακροπρόθεσμα μπορεί να πλήξουν τη γονιμότητα. «Κλασικά παραδείγματα
τέτοιων παθήσεων στις γυναίκες είναι η ενδομητρίωση και το σύνδρομο
πολυκυστικών ωοθηκών», λέει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Το σύνδρομο των πολυκυστικών
ωοθηκών αποτελεί την πιο συχνή αιτία γυναικείας υπογονιμότητας, ενώ από τις
γυναίκες με ενδομητρίωση οι περίπου τέσσερις στις δέκα αντιμετωπίζουν πρόβλημα
υπογονιμότητας».
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών παρατηρείται
στο 10-15% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Προκαλεί ασταθή εμμηνόρροια,
υπερπαραγωγή ανδρογόνων (είναι οι ορμόνες του ανδρικού φύλου) ή/και πολλές
κύστεις στις ωοθήκες. Το συχνότερο πρόβλημα γονιμότητας που αντιμετωπίζουν οι
πάσχουσες από αυτό είναι η διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας. Επιπλέον, τα
αυξημένα επίπεδα των ανδρογόνων όπως η τεστοστερόνη μπορεί να επηρεάσουν
αρνητικά την ποιότητα των ωαρίων.
Αντίστοιχα, η ενδομητρίωση μπορεί να επηρεάσει τη
γονιμότητα με πολλούς τρόπους. Μπορεί, λ.χ., να διαταράξει την ανατομία της
πυέλου, να προκαλέσει συμφύσεις, να δημιουργήσει ουλές στις σάλπιγγες ή
φλεγμονή στις δομές της πυέλου, καθώς και να διαταράξει τη λειτουργία του
ανοσοποιητικού συστήματος. Μερικές φορές οδηγεί στην δημιουργία κύστεων
(λέγονται ενδομητριώματα) μέσα στις ωοθήκες, ενώ άλλες επιφέρει ενδοκρινική
δυσλειτουργία (π.χ. αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας, μη φυσιολογική ανάπτυξη ωοθυλακίων,
ανεπάρκεια του ωχρού σωματίου). Μπορεί επίσης να μειώσει την ικανότητα
εμφύτευσης των εμβρύων στο έδαφος της μήτρας και να οδηγήσει σε αυτόματες
αποβολές.
Αυτοάνοσα, ινομυώματα και πρόωρη ωοθηκική
ανεπάρκεια
Άλλες παθήσεις που σχετίζονται με μειωμένη
γονιμότητα είναι ορισμένα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης
λύκος, ο διαβήτης τύπου 1, η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, το αντιφωσφολιπιδικό
σύνδρομο και η κοιλιοκάκη.
Οι παθήσεις αυτές μπορεί να προκαλέσουν ωοθηκική
ανεπάρκεια, να δυσκολέψουν την εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα αλλά και να
αυξήσουν τον κίνδυνο αποβολής. Στους άνδρες μπορεί να προκαλέσουν ανεπάρκεια
των όρχεων, με συνέπεια να μειώσουν τη γονιμότητά τους. Ειδικά ο ερυθηματώδης
λύκος και ο διαβήτης τύπου 1 μπορεί επίσης να προκαλέσουν φλεγμονή στα αιμοφόρα
αγγεία (αγγειίιτιδα) η οποία με τη σειρά της μπορεί να πλήξει τη γονιμότητα
ανδρών και γυναικών.
Ακόμα και τα ινομυώματα της μήτρας μπορεί να
δημιουργήσουν πρόβλημα, παρεμποδίζοντας λ.χ. τη σύλληψη ή οδηγώντας σε πολλαπλές
αποβολές ή πρόωρη έναρξη του τοκετού. Το ίδιο και η πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια
που προσβάλλει γυναίκες ηλικίας κάτω των 40 ετών, προκαλώντας εξάντληση ή
υπολειτουργία των ωοθυλακίων. Από τις γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια,
μόνο το 10% κατορθώνουν να μείνουν έγκυοι με φυσικό τρόπο.
Άλλες ενδείξεις
«Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η εξωσωματική
γονιμοποίηση αρχικά επινοήθηκε για γυναίκες με προβλήματα στις σάλπιγγες»,
τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Οι λοιμώξεις της πυέλου, τα σεξουαλικά
μεταδιδόμενα νοσήματα, οι εγχειρήσεις στην πύελο αλλά και βαριές καταστάσεις,
όπως η περιτονίτιδα, μπορεί να οδηγήσουν στη δημιουργία συμφύσεων στις
σάλπιγγες και σε ελαττωματική λειτουργία των σαλπίγγων. Επιπλέον, η εισβολή
βακτηρίων και ιών μπορεί να προκαλέσει φλεγμονές όπως η σαλπιγγίτιδα, που
μπορεί να συνοδεύεται από συλλογή υγρού ή/και πύου. Τα προβλήματα αυτά έχουν ως
συνέπεια να καταστρέφονται τα τριχίδια των σαλπίγγων που είναι υπεύθυνα για τη
μεταφορά του ωαρίου και του εμβρύου μετά τη γονιμοποίηση, με αποτέλεσμα να
διαταράσσεται η γονιμότητα».
Η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί επίσης να
ενδείκνυται για γυναίκες που είχαν δύο ή περισσότερες συνεχόμενες αποβολές,
καθώς και για άνδρες και γυναίκες με ιστορικό καρκίνου για τον οποίο
υποβλήθηκαν σε χημειοθεραπεία ή/και ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πυέλου,
έχοντας όμως πρώτα καταψύξει ωοθηκικό ή ορχικό ιστό (κρυοσυντήρηση).
Η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί επίσης να είναι η
λύση και για τα ζευγάρια με ανεξήγητη υπογονιμότητα, όταν έχουν αποτύχει όλες
οι άλλες μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Μπορεί επίσης να βοηθήσει να αποκτήσουν υγιές παιδί
ζευγάρια με ιστορικό σοβαρών κληρονομούμενων νοσημάτων. Σε τέτοια περίπτωση,
γίνεται προεμφυτευτική γενετική διάγνωση στα παραγόμενα έμβρυα, ώστε να
μεταφερθούν στη μήτρα της γυναίκας μόνο τα υγιή.
Τέλος, η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να είναι
λύση και για τις γυναίκες οι οποίες επιθυμούν να καθυστερήσουν την απόκτηση
παιδιού και επιλέγουν την κρυοσυντήρηση ωαρίων σε νεότερη ηλικία για μελλοντική
χρήση.