Σημαντική
μείωση του ποσοστού των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας του καρκίνου
του προστάτη προσφέρει ο έλεγχος του PSA στο αίμα των ανδρών. Στο συμπέρασμα
αυτό κατέληξε άλλη μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε περισσότερους από 20.000
άνδρες, ενισχύοντας την άποψη των επιστημόνων που υποστηρίζουν την αξία της
εξέτασης και προβληματίζοντας όσους διαφωνούν.
«Ο
προστάτης είναι ένας αδένας που βρίσκεται ακριβώς μπροστά από την ουροδόχο
κύστη των ανδρών και ο ρόλος του είναι να παράγει και να παρέχει ένα μέρος του
υγρού που υπάρχει στο σπέρμα. Οι μύες του βοηθούν στην αποβολή του κατά τη
διάρκεια της εκσπερμάτισης. Περιβάλλει δε την ουρήθρα και εξαιτίας αυτού τα
προβλήματα του αδένα μπορεί μερικές φορές να επηρεάσουν τον τρόπο ούρησης.
Μεταξύ αυτών των προβλημάτων είναι και ο καρκίνος. Πρόκειται για τον πιο συχνό
καρκίνο στους άνδρες και τη δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου τους από τη νόσο. Η
μέση ηλικία διάγνωσης κυμαίνεται μεταξύ 70 - 74 ετών, ενώ η εμφάνισή της σε
άνδρες κάτω των 50 ετών είναι σπάνια. Υψηλότερα είναι δε τα ποσοστά σε άνδρες
που ζουν σε δυτικές χώρες, γεγονός που υποδηλώνει τον συσχετισμό της με
παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή», μας εξηγεί ο εξειδικευθείς στη
Λαπαροσκοπική και Ρομποτική Χειρουργική,
Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης, MD, MSc, DIC (Imperial College), PhD, FEBU, Αs. Member European Association of
Urology Guidelines Office.
Όπως
σημειώνει, η εξέταση για τον έλεγχο των επιπέδων PSA στο αίμα στοχεύει στην
ανίχνευση του καρκίνου σε ένα πρώιμο στάδιο, που επιδέχεται θεραπευτικής
αγωγής, και στη μείωση της συνολικής και ειδικής θνησιμότητας. Ωστόσο, από τα
στοιχεία έχει αποδειχθεί ότι η εξέταση δεν είναι πάντα έγκυρη. Επιπλέον, μπορεί
να έχει βλαπτικές επιπτώσεις, όπως η υπερ-διάγνωση και η υπερ-θεραπεία. Την
τελευταία δεκαετία έχει παρατηρηθεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, μείωση του ποσοστού
των ανθρώπων που υποβάλλονται σε προληπτικές εξετάσεις για τον εντοπισμό του σε
αρχικά στάδια. Η μείωση αυτή μπορεί να οφείλεται στις διαφορετικές συστάσεις
από τους φορείς στους ουρολόγους.
Η
πληρέστερη κατανόηση των επιπτώσεων του ελέγχου του PSA, ήταν και ο κύριος
σκοπός της έρευνας της Maria Franlund, διδάκτορος ουρολογίας του Πανεπιστημίου
του Γκέτεμποργκ της Σουηδίας και επικεφαλής τμήματος στο Πανεπιστημιακό
Νοσοκομείο Sahlgrenska. Τα στοιχεία προήλθαν από μια μεγάλη πληθυσμιακή μελέτη
που ξεκίνησε στο Γκέτεμποργκ το 1995, η οποία θεωρείται μοναδική ποικιλοτρόπως
και επί του παρόντος είναι η μακροβιότερη. Δέκα χιλιάδες άνδρες επιλέχθηκαν
τυχαία και υποβάλλονταν σε εξέταση PSA κάθε δύο χρόνια και δειγματοληψία
κυττάρων αν διαπιστώνονταν αυξημένα επίπεδα PSA. Άλλοι 10.000 εντάχθηκαν στην
ομάδα ελέγχου.
Μετά
από 22 χρόνια παρακολούθησης, περίπου 300 άνδρες είχαν πεθάνει από καρκίνο του
προστάτη. Διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος ήταν κατά 30% χαμηλότερος για τους άνδρες
που είχαν υποβληθεί σε ελέγχους. Υψηλότερο κίνδυνο θανάτου είχαν όσοι ξεκίνησαν
τον προληπτικό έλεγχο μετά την ηλικία των 60, άνδρες που διαγνώστηκαν μετά την
αποχώρηση από τη μελέτη (ηλικίας περίπου 70 ετών και άνω), και όσοι είχαν
προσκληθεί, αλλά δεν συμμετείχαν καθόλου. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι
στους άνδρες με δυσλειτουργία ούρησης ο κίνδυνος καρκίνου του προστάτη ήταν
χαμηλότερος από ότι στους άνδρες χωρίς συμπτώματα.
«Επειδή
οι αυξημένες τιμές PSA μπορεί να είναι αποτέλεσμα άλλων παθήσεων του προστάτη
(π.χ. προστατίτιδα) ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η ανεύρεσή τους οδηγεί μεγάλο
αριθμό ατόμων σε αναίτιες βιοψίες ή θεραπείες, έχοντας τον κίνδυνο των
παρενεργειών. Όμως, στα πλεονεκτήματα της καθιέρωσης ενός προγράμματος τακτικών
ελέγχων του PSA είναι ότι με μια πολύ απλή αιματολογική εξέταση δίνεται η
δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη. Έχοντας υποβληθεί στην
εξέταση, οι άνδρες γνωρίζουν την κατάστασή τους, δηλαδή ότι πιθανότατα δεν
πάσχουν από καρκίνο του προστάτη, είτε ότι πάσχουν οπότε έχουν την ευκαιρία να
διερευνήσουν περαιτέρω και να αντιμετωπίσουν τη νόσο. Σημειωτέον δε ότι η
θνησιμότητα από καρκίνο του προστάτη έχει μειωθεί από τότε που ανακαλύφθηκε η
συγκεκριμένη εξέταση», επισημαίνει ο Δρ. Καραβιτάκης.
Στις
περιπτώσεις που εντοπίζεται πρώιμος καρκίνος του προστάτη, θα εκτιμηθούν τα
οφέλη και οι κίνδυνοι οποιασδήποτε θεραπευτικής επιλογής. Εξάλλου, υπάρχουν
αργά αναπτυσσόμενοι καρκίνοι του προστάτη που δεν προκαλούν συμπτώματα ούτε
μειώνουν το προσδόκιμο ζωής. Η ενεργός παρακολούθηση, που περιλαμβάνει τακτικές
εξετάσεις για τον έλεγχο της μη επιδείνωσης του καρκίνου, σε ορισμένους ασθενείς
αρκεί κι έτσι αποφεύγονται οι παρενέργειες άλλων, πιο δραστικών θεραπευτικών
επιλογών.
Όμως, ο
καρκίνος μπορεί να εξελιχθεί και να κριθεί ότι η αποτελεσματικότερη θεραπεία
είναι η αφαίρεσή του. «Η χειρουργική επέμβαση επιλέγεται για τη θεραπεία του καρκίνου
του προστάτη όταν δεν έχει κάνει μεταστάσεις. Ο κύριος τύπος χειρουργικής είναι
η ριζική προστατεκτομή. Σε αυτή, ο χειρουργός αφαιρεί ολόκληρο τον αδένα συν
μερικούς ιστούς γύρω του, συμπεριλαμβανομένων των σπερματοδόχων κύστεων. Μια
ριζική προστατεκτομή μπορεί να γίνει είτε με ανοιχτή προσέγγιση είτε
λαπαροσκοπικά. Η λαπαροσκοπική προσέγγιση που μπορεί να γίνει με ή χωρίς την
υποβοήθηση της ρομποτικής πλατφόρμας χρησιμοποιεί μικρότερες τομές και ειδικά
μακρά χειρουργικά εργαλεία για την απομάκρυνση του προστάτη. Τα τελευταία
χρόνια έχει κερδίσει έδαφος έναντι των ανοιχτών επεμβάσεων λόγω της μικρότερης
απώλειας αίματος και του πόνου, της βραχύτερης νοσηλείας (συνήθως όχι
περισσότερο από μία ημέρα) και τους ταχύτερους χρόνους ανάρρωσης. Σε κάθε προσέγγιση
σημαντικός παράγοντας επιτυχίας είναι η ικανότητα και η εμπειρία του
χειρουργού», διευκρινίζει ο Δρ. Καραβιτάκης.
Εκτός
από τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να απαιτηθούν κι άλλες θεραπείες, όπως
ακτινοθεραπεία, ορμονοθεραπεία, χημειοθεραπεία και υψηλής έντασης εστιασμένος
υπέρηχος.
Όπως
σημειώνει ο Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης, οι περισσότερες ιατρικές οργανώσεις
ενθαρρύνουν τους άνδρες άνω των 50 ετών να συζητούν τα πλεονεκτήματα και τα
μειονεκτήματα του προληπτικού ελέγχου για τον καρκίνο του προστάτη με τον
γιατρό τους. Η απόφαση θα πρέπει να λαμβάνεται νωρίτερα εάν υπάρχει
οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του προστάτη ή άλλοι παράγοντες κινδύνου.