Οι βλεφαρίδες δεν είναι ένα απλό... διακοσμητικό
του προσώπου. Προστατεύουν τα μάτια από τα αιωρούμενα σωματίδια που μπορεί να
εμποδίσουν την όραση ή να προκαλέσουν τραυματισμό ή λοίμωξη. Ωστόσο είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζουμε γι’ αυτές
ή για την απώλειά τους.
Όπως εξηγεί ο χειρουργός-οφθαλμίατρος Δρ.
Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του
Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου
Νέας Υόρκης, NYU Medical School, οι βλεφαρίδες αναπτύσσονται, πέφτουν και
αντικαθίστανται με έναν φυσικό κύκλο που διαρκεί 6-10 εβδομάδες.
«Είναι φυσιολογικό να χάνει ένας άνθρωπος μία έως
πέντε βλεφαρίδες την ημέρα», λέει. «Μερικές φορές όμως παρατηρείται πολύ
μεγαλύτερη απώλεια, η οποία επιστημονικά είναι γνωστή ως μαδάρωση. Η μαδάρωση
μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα ενός υποκείμενου νοσήματος στα μάτια ή σε άλλο
σημείο του σώματος. Μπορεί επίσης να σχετίζεται με λοιμώξεις, διατροφικές
διαταραχές, λήψη φαρμάκων και πολλούς άλλους παράγοντες».
Ο τρόπος ζωής είναι ένας από τους συχνότερους
παράγοντες κινδύνου για πτώση μόνο των βλεφαρίδων και όχι ταυτοχρόνως της
τριχοφυΐας στο κεφάλι ή από τα φρύδια. «Η χρήση ψεύτικων βλεφαρίδων και
προϊόντων μακιγιάζ που δεν αφαιρούνται σωστά κάθε βράδυ, καθώς και τα ψαλιδάκια
περιποίησης βλεφαρίδων (θερμαινόμενα ή μη) μπορεί να προκαλέσουν βλάβες στις
βλεφαρίδες και να επιταχύνουν την πτώση τους», εξηγεί ο Δρ. Κανελλόπουλος.
«Πτώση των βλεφαρίδων μπορεί να προκληθεί και από αλλεργία στη μάσκαρα ή στην
κόλλα με την οποία στερεώνονται οι ψεύτικες βλεφαρίδες. Μάλιστα η κακή χρήση
της μάσκαρα, ιδιαίτερα της αδιάβροχης που αφαιρείται δύσκολα, αποτελεί κύρια
αιτία λέπτυνσης των βλεφαρίδων. Επιπλέον, η κατάχρηση της μάσκαρα μπορεί να
προκαλέσει σκλήρυνση και ακαμψία των βλεφαρίδων, με συνέπεια να σπάνε εύκολα».
Η ηλικία είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας
κινδύνου για πτώση των βλεφαρίδων. Καθώς μεγαλώνουμε, τα μαλλιά γενικώς
αρχίζουν να γίνονται πιο λεπτά και ξηρά, και ο ρυθμός απώλειάς τους μπορεί να
επιταχυνθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τις βλεφαρίδες. Παρότι, όμως, η λέπτυνση
και αραίωση των μαλλιών είναι πιο συνηθισμένη στη μέση ηλικία και αργότερα
(ειδικά στις γυναίκες, κυρίως μετά την εμμηνόπαυση), η αυξημένη πτώση των
βλεφαρίδων μπορεί να αρχίσει από την ηλικία των 30 ετών.
Οι βλεφαρίδες πέφτουν επίσης όταν αποφραχθούν οι
σμηγματογόνοι αδένες κοντά στη βάση τους, με συνέπεια την ανάπτυξη χρόνιας
φλεγμονής και προβλημάτων με τους θυλάκους τους. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται
βλεφαρίτιδα και, εκτός από μαδάρωση προκαλεί επίσης κνησμό ή αίσθημα καύσου,
που συνοδεύεται από κοκκίνισμα ή πρήξιμο των βλεφάρων.
«Υπάρχουν επίσης ορισμένα φάρμακα που μπορεί να
προκαλέσουν ως ανεπιθύμητη ενέργεια πτώση των βλεφαρίδων», συνεχίζει ο ειδικός.
«Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται ορισμένα αντιπηκτικά, ορισμένα φάρμακα για τη
ρύθμιση της χοληστερόλης, κάποια σκευάσματα για τον θυρεοειδή, φάρμακα για τη
νόσο Πάρκινσον κ.ά.».
Λιγότερο συχνές αιτίες πτώσης των βλεφαρίδων είναι
η χρόνια κριθή (κριθαράκι) και το χαλάζιο. Και τα δύο είναι συνηθισμένες
φλεγμονώδεις καταστάσεις των αδένων των βλεφάρων, για τις οποίες απαιτείται
αξιολόγηση από τον οφθαλμίατρο ιατρό.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, η εντοπισμένη απώλεια των
βλεφαρίδων μπορεί να αποτελεί ένδειξη καρκινικού όγκου στο δέρμα του βλεφάρου.
«Οι συνηθέστεροι όγκοι των βλεφάρων είναι τα βασικοκυτταρικά καρκινώματα»,
εξηγεί ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Αντιπροσωπεύουν το σχεδόν 90% των όγκων στην
περιοχή και ευτυχώς σχεδόν πάντοτε ιώνται. Δεύτερος συχνότερος καρκίνος των
βλεφάρων είναι τα ακανθοκυτταρικά καρκινώματα, που επίσης έχουν εξαιρετικά
ποσοστά ίασης. Τα μελανώματα των βλεφάρων, που είναι ο πιο επιθετικός όγκος,
ευτυχώς είναι πολύ σπάνια (κάτω από 3% των κρουσμάτων καρκίνου στα βλέφαρα)».
Η ροδόχρους ακμή, που είναι μια δερματοπάθεια η
οποία προσβάλλει το σχεδόν 5% του πληθυσμού, επίσης μπορεί να προκαλέσει πτώση
των βλεφαρίδων, επειδή προκαλεί στους πάσχοντες πολλαπλά, υποτροπιάζοντα
χαλάζια.
Μερικές φορές η πτώση των βλεφαρίδων αποτελεί
ένδειξη προβλήματος στον θυρεοειδή αδένα. Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις
συνήθως δεν περιορίζεται στις βλεφαρίδες αλλά συνοδεύεται από τριχόπτωση στο
κεφάλι και στα φρύδια. Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να προκαλέσουν τόσο ο
υποθυρεοειδισμός όσο και ο υπερθυρεοειδισμός. Άλλες ενδοκρινικές (ορμονικές)
παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν πτώση των βλεφαρίδων είναι η ανεπάρκεια των
επινεφριδίων, ο υποπαραθυρεοειδισμός κ.λπ.
Γενικευμένη απώλεια των βλεφαρίδων, μαζί με απώλεια
μαλλιών και φρυδιών, μπορεί να προκαλέσει και η αλωπεκία, ορισμένες χρόνιες
φλεγμονώδεις νόσοι (π.χ. ψωρίαση, δισκοειδής ερυθηματώδης λύκος κ.λπ.), το
χρόνιο στρες, διατροφικές ανεπάρκειες (π.χ. ανεπάρκεια ψευδαργύρου, βιοτίνης ή
σιδήρου), ορμονικές αλλαγές (π.χ. στην εμμηνόπαυση) και ορισμένες θεραπείες για
τον καρκίνο (π.χ. χημειοθεραπεία).
Υπάρχουν, τέλος, πολλές λοιμώξεις που επίσης μπορεί
να οδηγήσουν σε μαδάρωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέπρα και διάφορες
λοιμώξεις που προκαλούνται από παράσιτα και ιούς.
«Είναι σαφές ότι η πτώση των βλεφαρίδων μπορεί να
έχει πολλές αιτίες που κυμαίνονται από αθώες και εύκολα αντιμετωπίσιμες έως
πολύ σοβαρές», τονίζει ο Δρ. Κανελλόπουλος. «Επομένως, δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε
ως αισθητικό πρόβλημα, αλλά ως μία διαταραχή που καλό είναι να αξιολογείται από
τον οφθαλμίατρο, ώστε να εντοπίζεται η πιθανή αιτία και να χορηγείται η
κατάλληλη αγωγή. Η ιατρική αξιολόγηση είναι ιδιαιτέρως σημαντική όταν η πτώση
αφορά και τα δύο μάτια, όταν συνοδεύεται από πίεση γύρω από τα μάτια ή/και όταν
συνοδεύεται από διαταραχή της όρασης. Το ίδιο και όταν συνοδεύεται από αλλαγές
στο δέρμα των βλεφάρων, όπως ο κνησμός, το κοκκίνισμα και το ξεφλούδισμα. Όταν
η πτώση των βλεφαρίδων συνοδεύεται από απώλεια των φρυδιών και των μαλλιών,
συνήθως πρέπει να αξιολογείται και από έναν δερματολόγο ιατρό».