Ο
θάνατος είναι ένα γεγονός, γύρω από το
οποίο υπάρχουν πολλά ερωτήματα, χωρίς σαφείς απαντήσεις. Όμως έρχεται η ώρα που
τα παιδιά ζητούν επίμονα απ’ τους γονείς τους
να λύσουν τις εύλογες απορίες τους.
Κι αυτή η ώρα είναι δύσκολη… Τι απαντάμε, λοιπόν, σε ένα παιδί που μας
ρωτά για το θάνατο; Η αλήθεια είναι η καλύτερη επιλογή, όμως, η αλήθεια του
καθενός μπορεί να διαφέρει.
«Ο
θάνατος είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής μας. Το πρώτο άγχος των παιδιών
είναι αυτό της εγκατάλειψης από τους γονείς τους. Στη συνέχεια έρχεται το άγχος
του θανάτου των γονέων και έπειτα το άγχος του προσωπικού θανάτου, το οποίο
διαρκεί μέχρι τη στιγμή που αυτός έρχεται. Αυτό το άγχος τα παιδιά το βιώνουν
με μεγάλη ένταση όταν πάσχουν από καταθλιπτικές διαταραχές ή όταν βιώνουν
απώλεια κάποιου παιδιού από το στενό τους περιβάλλον. Αυτό που έχει καθοριστική
σημασία είναι να αντιμετωπίζουμε κι εμείς οι ίδιοι το άγχος του θανάτου με
ωριμότητα, ώστε να το μεταφέρουμε και στα παιδιά μας», αναφέρει η
παιδοψυχίατρος, κα Φρίντα Κωνσταντοπούλου.
Όπως
εξηγεί, τα παιδιά έρχονται ούτως ή άλλως σε επαφή με το θάνατο, ακόμη και όταν
οι μεγάλοι δεν το συνειδητοποιούν. Θα τον βιώσουν όταν πεθάνει το κατοικίδιό
τους, όταν θα δουν να σκοτώνουμε ένα έντομο, μπορεί να ακούσουν γι’ αυτόν στην
τηλεόραση ή σε συζητήσεις. «Μέχρι την ηλικία των 5 ετών τα παιδιά πιστεύουν ότι
ο θάνατος είναι αναστρέψιμος, ότι κάποιος πεθαίνει και θα επανέλθει. Στη
σχολική ηλικία έχουν αρχίσει και συνειδητοποιούν ότι είναι μη αναστρέψιμος και
είναι πιο ενοχικά όταν κάποιος δικός τους φεύγει από τη ζωή. Σε αυτές τις
ηλικίες, παρατηρούνται και τα περισσότερα περιστατικά με εφιάλτες μετά από έναν
θάνατο. Στην εφηβεία υπάρχει μία
φυσιολογική αναζήτηση της έννοιας του θανάτου και διαμόρφωση άποψης»,
σημειώνει.
Μια
δύσκολη ερώτηση, στην οποία κάποια στιγμή όλοι οι γονείς θα κληθούν να
απαντήσουν. Αν πει κανείς στο παιδί ότι πεθαίνουμε όταν γερνάμε, είναι ψέμα και
αυτό θα αποκαλυφθεί αργά ή γρήγορα, όταν το παιδί θα μάθει ότι κάποιος έφυγε
από τη ζωή σε νεαρή ηλικία. Τότε θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό που του είπε ο
γονιός του είναι ψέμα και το άγχος του θα μεγαλώσει. Ποια είναι, όμως, η
αντικειμενική αλήθεια; «Ότι η ζωή είναι ένας κύκλος που κάποια στιγμή κλείνει.
Ελπίζουμε και ευχόμαστε να ζήσουμε πολλά χρόνια, να κάνουμε τα πράγματα που θα
θέλαμε να κάνουμε και να πεθάνουμε όταν γεράσουμε, όπως είναι το φυσιολογικό
και το σύνηθες. Όμως, γνωρίζουμε καλά ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα», σχολιάζει
η ειδικός.
Πού
πάμε όταν πεθαίνουμε;
Άλλος
ένας «γρίφος», ο οποίος εδώ και αιώνες αναζητά λύση. Σε αυτό το σημείο,
καθοριστικό ρόλο στην απάντηση που θα δώσουν οι γονείς στα παιδιά τους είναι οι
θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις. Η θρησκεία είναι πολύ
ανακουφιστική στο θέμα του θανάτου.
Είναι προφανές ότι εάν ένας άνθρωπος πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή, εάν
πιστεύει στην κόλαση και τον παράδεισο ή στη μετενσάρκωση, τότε αυτό θα μεταφέρει
και στο παιδί του.
Πώς
ανακοινώνουμε έναν θάνατο
Η
στιγμή που κάποιος «αγαπημένος» φεύγει από τη ζωή είναι μια δύσκολη στιγμή για
όλους, κυρίως όμως για τα παιδιά τα οποία δεν είναι εξοικειωμένα με το τέλος
της ζωής.
«Καλό
είναι να φέρνουμε τα μικρά παιδιά σε επαφή με το θάνατο μέσα από βιβλία που
δίνουν αφορμές για να ανοίξει μία τέτοια κουβέντα (π.χ. το παιδάκι είχε ένα
σκυλάκι, το οποίο πέθανε) και αυτό μπορεί να γίνει ακόμη και αν δεν έχει συμβεί
κάτι ανάλογο στο περιβάλλον τους. Φυσικά, δεν πρέπει να μιλάμε συχνά για το
δύσκολο αυτό θέμα και όταν τα παιδιά δεν θέλουν ή δεν είναι έτοιμα να ακούσουν
τους δίνουμε χρόνο», αναφέρει η κα Κωνσταντοπούλου.
Εάν
συμβεί κάποιο δυσάρεστο γεγονός χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια σχετική
συζήτηση, καταρχάς, θα πρέπει τα παιδιά να ενημερωθούν. Οποιοδήποτε ψέμα δεν
έχει νόημα, καθώς είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί.
Εάν
πρόκειται για ηλικιωμένο άνθρωπο, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι έζησε πολλά
χρόνια, έκανε αυτά που ήθελε, ήταν για πολλά χρόνια κοντά μας, αλλά ήρθε η ώρα
που ο κύκλος της ζωής του ολοκληρώθηκε.
Εάν
πρόκειται για έναν νέο άνθρωπο ή για ένα παιδί, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα,
όμως, η αλήθεια είναι και πάλι η καλύτερη επιλογή.
«Απαγορευμένες»
εκφράσεις
Πολλές
φορές, για να μεταφέρουμε μία σκληρή αλήθεια στα παιδιά, χρησιμοποιούμε
«εξηγήσεις» που τελικά μπορεί να τα βλάψουν περισσότερο. Εκφράσεις όπως «τον
τιμώρησε ο Θεός» ή «τον αγάπησε ο Θεός και τον πήρε» πρέπει να αποφεύγονται
καθώς δημιουργούν περισσότερο άγχος στα παιδιά. Ειδικά η φράση «είναι στον
ουρανό και μας βλέπει» είναι απαγορευτική, διότι προκαλεί μεγάλο άγχος ή ακόμα
και φόβο στα παιδιά, τα οποία έχουν την αίσθηση ότι κάποιος συνεχώς τα
παρακολουθεί.
Επίσης, εκφράσεις όπως «έφυγε» ή «κοιμήθηκε» καλό
είναι να μην χρησιμοποιούνται. Ειδικά το «κοιμήθηκε» ενδέχεται να δημιουργήσει
σε ορισμένα παιδιά τον φόβο ότι αν κοιμηθούν μπορεί να μην ξυπνήσουν ποτέ.
Ακόμη και το «έφυγε», όμως, μπορεί να προκαλέσει άγχος στο παιδί όταν κάποιος
(π.χ. ο γονιός) φεύγει, ότι δεν θα ξαναγυρίσει.
Τέλος,
η φράση «αρρώστησε και πέθανε» θα πρέπει να συνοδεύεται από τη διευκρίνιση ότι
επρόκειτο για βαριά ασθένεια, γιατί διαφορετικά κάθε φορά που αρρωσταίνουν τα
ίδια ή κάποιο πρόσωπο που αγαπούν, θα φοβούνται ότι θα πεθάνουν.
Ναι ή
όχι στην κηδεία;
Όταν
έχει φύγει κάποιος από το στενό τους περιβάλλον, τα παιδιά, καλό είναι να
ερωτώνται εάν επιθυμούν να παρευρεθούν στην κηδεία του, η οποία είναι
προτιμότερο να αναφέρεται ως «αποχαιρετισμός». Για παράδειγμα, η έκφραση
«θέλεις να έρθεις στην κηδεία της γιαγιάς/παππού να τον/την αποχαιρετίσουμε;»,
είναι μία καλή προσέγγιση.
«Η
εξόδιος τελετή είναι και η συνειδητοποίηση από το παιδί του θανάτου του
ανθρώπου που πέθανε, έτσι ώστε να μην περιμένει μάταια κάποια στιγμή να τον
ξαναδεί. Είναι ένα φυσιολογικό μυστήριο και είναι μέσα στη ζωή. Δεν μπορούμε να
αφήνουμε τα παιδιά έξω από τα δυσάρεστα», αναφέρει η ειδικός.
Τα
στάδια
Τα
στάδια του πένθους που περνάει κανείς σε περίπτωση απώλειας κάποιου αγαπημένου
του προσώπου είναι τα ίδια για μικρούς και μεγάλους και περιλαμβάνουν την
άρνηση, το θυμό, το «παζάρεμα», τη θλίψη/κατάθλιψη και την αποδοχή. Η διάρκειά
τους δεν είναι συγκεκριμένη καθώς κάθε άτομο χρειάζεται το δικό του χρόνο για
να διαχειριστεί το δυσάρεστο γεγονός. Εντούτοις, όταν μένει κανείς στο στάδιο της
άρνησης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, είναι ένα ανησυχητικό σημάδι. Ο
θυμός είναι ένα έντονο στάδιο στα παιδιά, καθώς πιστεύουν ότι κάποιος (π.χ. ο
γιατρός, ο γονιός ή και το ίδιο το παιδί ) ευθύνεται για το θάνατο του
αγαπημένου τους προσώπου.
Το
παιδί πρέπει να καταλάβει ότι είναι φυσιολογικό και να στεναχωριέται και να
κλάψει, αλλά ότι ο θάνατος είναι κάτι που δεν το ορίζουμε εμείς.
Οι
ενοχές
Επειδή
τα παιδιά μετά από έναν θάνατο στο στενό τους περιβάλλον έχουν συχνά ενοχές και
πιστεύουν ότι φταίνε τα ίδια (π.χ. γιατί στεναχωρούσαν τον θανόντα, είχαν
μαλώσει μαζί του, του είχαν θυμώσει κοκ), είναι πάρα πολύ σημαντικό οι μεγάλοι
της οικογένειας να τα απενοχοποιήσουν.
«Θα
πρέπει να τους γίνει κατανοητό ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε δικαίωμα να έχουμε
θετικές και αρνητικές σκέψεις, ακόμα και για τους ανθρώπους που αγαπάμε πολύ.
Και όλοι οι άνθρωποι το κάνουμε. Να καταλάβουν ότι μπορούμε να θυμώσουμε και να
μιλήσουμε απότομα ακόμη και σε αγαπημένα μας πρόσωπα.
Εάν το
παιδί, μετά από έναν θάνατο, αρχίσει να παρουσιάζει δυσκολίες, όπως μείωση των
ακαδημαϊκών του επιδόσεων και απομόνωση ή τα ερωτήματα υπαρξιακού ενδιαφέροντος
διαταράσσουν την καθημερινότητά του, καλό είναι να διερευνηθεί η συμπεριφορά
του από έναν ειδικό», υπογραμμίζει η κα Κωνσταντοπούλου.