Η χρήση των α1-αδρενεργικών αναστολέων (αλφουζοσίνη και
ταμσουλοσίνη) ενδεχομένως να μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς με επίσχεση ούρων
που οφείλεται σε απόφραξη λόγω καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη. Στο
συμπέρασμα αυτό κατέληξε μια διεθνής μελέτη, που διενεργήθηκε από το γραφείο
συγγραφής των κατευθυντήριων οδηγιών (guidelines) της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας και στην οποία σημαντικό
ρόλο είχε ο χειρουργός Δρ. Μάρκος
Καραβιτάκης. Είναι αξιοσημείωτο ότι η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε στο
σημαντικότερο επιστημονικό ουρολογικό περιοδικό της Ευρώπης, το European Urology (Karavitakis et al, Eur Urol, Feb 2019), και παρουσιάστηκε από τον ίδιο στο Πανευρωπαϊκό
Ουρολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη.
«Η επίσχεση ούρων είναι η αδυναμία ενός ασθενούς να αδειάσει
πλήρως ή μερικώς την ουροδόχο κύστη με εκούσια ούρηση. Η επίσχεση ούρων μπορεί
να είναι οξεία (αιφνίδια) ή χρόνια. Η οξεία μορφή της πάθησης εμφανίζεται
τελείως ξαφνικά και είναι πολύ σοβαρή, ενώ η χρόνια κατακράτηση ούρων σημαίνει
ότι υφίσταται για κάποιο διάστημα. Στην πρώτη περίπτωση η ιατρική επέμβαση
είναι επιβεβλημένη και επείγουσα, σε αντίθεση με τη χρόνια μορφή. Η ακριβής
συχνότητα εμφάνισης επίσχεσης ούρων στο γενικό πληθυσμό παραμένει ασαφής, με
διάφορες εκτιμήσεις να υποδεικνύουν από 2,2 έως 6,8 συμβάντα / 1000 ανθρωπο-έτη
ασθενών (patientyears). Ένα ανθρωπο-έτος
ασθενών αντιστοιχεί στο ισοδύναμο ενός ασθενούς ο οποίος παίρνει το φάρμακο για
ένα χρόνο», μας εξηγεί ο εξειδικευθείς στη Λαπαροσκοπική και Ρομποτική
Χειρουργική, Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης,
MD, MSc, DIC (Imperial College),
PhD, FEBU, Αs. Member European Association of Urology Guidelines Office.
Τα αίτια
της επίσχεσης
ούρων ποικίλουν. Το
πρόβλημα μπορεί να προκύψει όταν κάτι εμποδίζει την ελεύθερη ροή των ούρων μέσω
της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας, π.χ. ύπαρξη ουρολίθων, από τη χρήση
ορισμένων φαρμάκων, όπως αντιυπερτασικά, αντιισταμινικά, αντισπασμωδικά και
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, που μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας του
μυός της ουροδόχου κύστης, αλλά και από την παρουσία λοίμωξης και οιδήματος.
Επίσης, τα φάρμακα που χορηγούνται για την πραγματοποίηση μιας χειρουργικής
επέμβασης μπορεί να γίνουν αιτία επίσχεσης ούρων μετεγχειρητικά. Το πρόβλημα
μπορεί να προκύψει και από τη μη σωστή λειτουργία της ουροδόχου κύστης, λόγω
ύπαρξης προβλήματος επικοινωνίας μεταξύ εγκεφάλου, ουροδόχου κύστης και
ουρήθρας. Όμως, η πιο συνηθισμένη αιτία της πάθησης στους άνδρες είναι η
υπερπλασία του προστάτη, ο οποίος είναι τόσο μεγάλος που πιέζει την ουρήθρα.
Η συνήθης πρακτική για την αντιμετώπιση της οξείας
μορφής, είναι η τοποθέτηση ενός καθετήρα στην ουρήθρα για την απομάκρυνση των
ούρων από την ουροδόχο κύστη. Η θεραπεία της χρόνιας μορφής ή της οξείας μορφής
που γίνεται σταδιακά χρόνια εξαρτάται από την αιτία. Για τους άνδρες με
υπερπλασία προστάτη μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορισμένα φάρμακα. Επίσης, μπορεί
να επιλεχθεί η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του προστάτη ή τη μείωση
του μεγέθους του. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος
που δεν είναι επεμβατικές, όπως τα μικροκύματα και τα λέιζερ.
Δεδομένης της ποικιλομορφίας των προτύπων πρακτικής για
την αντιμετώπιση αυτών των περιστατικών, η επιστημονική ομάδα του γραφείου
συγγραφής των κατευθυντήριων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας πραγματοποίησε
μια μετα-ανάλυση όλων των διαθέσιμων στη βιβλιογραφία δεδομένων για τη
διαχείριση των συγκεκριμένων ασθενών, οι οποίοι είτε είχαν υποβληθεί σε
φαρμακολογικές είτε σε μη φαρμακολογικές θεραπείες που περιλαμβάνονται, όμως,
στις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας.
Η έρευνα διεξήχθη μέχρι τις 22 Απριλίου 2018, με στοιχεία
που ελήφθησαν από τις βάσεις δεδομένων CENTRAL, MEDLINE, Embase, ClinicalTrials.gov και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Αυτή η συστηματική
ανασκόπηση περιελάμβανε τυχαιοποιημένες και προοπτικές συγκριτικές μελέτες. Οι
ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα δεδομένα για τη διαχείριση ασθενών με επίσχεση
ούρων εξαιτίας καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη με φαρμακολογικές ή μη
φαρμακολογικές θεραπείες είναι περιορισμένα. Μόνο οι α1-αναστολείς (αλφουζοσίνη
και ταμσουλοσίνη) έχουν αξιολογηθεί σε περισσότερες από μία τυχαιοποιημένες κλινικές
μελέτες. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα έδειξαν ότι οι α1-αναστολείς παρείχαν
σημαντικά υψηλότερα ποσοστά επιτυχούς δοκιμής αφαίρεσης καθετήρα σε σύγκριση με
το εικονικό φάρμακο. Οι μη φαρμακολογικές θεραπείες έχουν αξιολογηθεί μόνο
σποραδικά σε τυχαιοποιημένες και προοπτικές συγκριτικές μελέτες, οπότε τα αποδεικτικά στοιχεία δεν θα
μπορούσαν να καταδείξουν τα οφέλη και τις αρνητικές επιπτώσεις.
«Δεδομένου ότι οι περισσότεροι ασθενείς που έχουν επιτυχή
δοκιμασία αφαίρεσης καθετήρα δεν παρουσιάζουν άλλο οξύ επεισόδιο επίσχεσης ούρων
βραχυπρόθεσμα, η χορήγηση ενός α1-αναστολέα θεωρείται πολύτιμη θεραπεία. Έχει
αναφερθεί ότι πάνω από το 80% των ασθενών που δεν έλαβαν καμία θεραπεία μετά
από ένα τέτοιο επεισόδιο υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση εντός 5 ετών. Κατά
συνέπεια, η φαρμακολογική παρέμβαση πρέπει να εξετάζεται όχι μόνο ως βοήθημα
για την αύξηση της πιθανότητας επιτυχούς δοκιμασίας αφαίρεσης καθετήρα, αλλά
και ως μέσο για τη μείωση του κινδύνου επανεμφάνισης οξέως επεισοδίου επίσχεσης
ούρων, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω παρεμβάσεις μακροπρόθεσμα.
Στοιχεία από πέντε μελέτες, οι οποίες αξιολόγησαν τη μακροχρόνια χρήση
α1-αναστολέων, έδειξαν ότι οι ασθενείς που έλαβαν αυτή τη θεραπεία είχαν
σημαντικά μικρότερο κίνδυνο επαναλαμβανόμενων οξέων επεισοδίων επίσχεσης ούρων. Η χρήση αναστολέων 5α αναγωγάσης ως
συνδυαστική θεραπεία με τους α1-αναστολείς είναι ακόμα αμφιλεγόμενη. Η
επείγουσα χειρουργική επέμβαση στον προστάτη είναι μια άλλη θεραπευτική επιλογή
για αυτά τα περιστατικά, ωστόσο με υψηλότερο κίνδυνο διεγχειρητικών ή/και
μετεγχειρητικών επιπλοκών και θνησιμότητας, συγκριτικά με την προγραμματισμένη
χειρουργική επέμβαση. Ως εκ τούτου, η επιλογή της χειρουργικής επέμβασης είναι
η θεραπεία επιλογής για τους περισσότερους άνδρες που αποτυγχάνουν της
δοκιμασίας αφαίρεσης καθετήρα», καταλήγει ο Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης.