Μια από τις πιο δύσκολες επεμβάσεις ακόμα και για
τους πιο έμπειρους ρινοπλαστικούς είναι η δημιουργία και η διατήρηση της
συμμετρίας των ρουθουνιών με το υπόλοιπο πρόσωπο. Ακόμα δυσκολότερη είναι η
επίτευξή της όταν έχει προηγηθεί άλλη ρινοπλαστική κι αυτό μπορεί να οφείλεται
στον τραυματισμένο ιστό, την απώλεια χόνδρου στήριξης κατά την αρχική
ρινοπλαστική και στις αποτυχημένες προσπάθειες σμίκρυνσης των ρουθουνιών.
«Τα μεγάλα ρουθούνια ή η φαρδιά ρινική βάση μπορεί
να υποβαθμίσουν αισθητικά μια κατά τα άλλα ελκυστική μύτη, εάν το μέγεθός τους
δεν βρίσκεται σε ισορροπία τόσο με τη μύτη όσο και με το υπόλοιπο πρόσωπο. Το
σχήμα των ρουθουνιών εξαρτάται πρωτίστως από τον χόνδρο της ρινικής άκρης, το
δέρμα που την καλύπτει και τη θέση του ρινικού διαφράγματος και δευτερευόντως
από το ύψος των υποκείμενων οστών της άνω γνάθου, τους παρειακούς μύες και το
λίπος. Παρόλο που τα ρουθούνια έχουν μύες που μπορεί να τα διευρύνουν, αυτοί
είναι πολύ λεπτοί και συνήθως δεν επηρεάζουν το σχήμα σε σημαντικό βαθμό. Με τη
ρινοπλαστική μπορεί να αφαιρεθούν, να προστεθούν ή ακόμη να ανασχηματισθούν και
επανατοποθετηθούν χόνδροι στην περιοχή του ακρορινίου. Έτσι το σχήμα των
ρουθουνιών αλλάζει, είτε άμεσα μετεγχειρητικά, είτε σταδιακά για κάποιους μήνες
κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επούλωσης», μας εξηγεί ο πλαστικός χειρουργός
προσώπου – ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Η διόρθωση του σχήματος των ρουθουνιών και του
πλάτους που έχει η ρινική βάση γίνεται με χειρουργική επέμβαση, που
πραγματοποιείται υπό τοπική ή γενική αναισθησία. Το κατάλληλο μετεγχειρητικό
μέγεθός τους εξαρτάται από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου.
«Η ρινική βάση και το σχήμα των ρουθουνιών είναι
σημαντικά χαρακτηριστικά που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά το σχεδιασμό και την
εκτέλεση αισθητικών και λειτουργικών ρινοπλαστικών. Αρχικά θα πρέπει να γίνουν
πλήρως κατανοητές οι προσδοκίες του ασθενή, να καταγραφεί το πλήρες ιστορικό και να γίνει αξιολόγηση
του εσωτερικού και του εξωτερικού της μύτης. Η ενημέρωση για τη διαδικασία και
η ανάλυση των αισθητικών και λειτουργικών προσδοκιών καθιστά την όλη εμπειρία
ευχάριστη για τον ασθενή. Με τη βοήθεια
μάλιστα ενός συστήματος απεικόνισης ρινοπλαστικής μπορεί να δει σε τρισδιάστατη
εικόνα το αποτέλεσμα που μπορεί να αναμένει μετά από την πλαστική επέμβαση στη
μύτη του. Μέσω αυτού του λογισμικού η επικοινωνία μεταξύ ασθενή και γιατρού
είναι αποτελεσματικότερη. Κι αυτό διότι δίνεται η δυνατότητα οπτικοποίησης του
αποτελέσματος. Έτσι ο ασθενής μπορεί να εξηγήσει τις επιθυμίες του στον
χειρουργό, βλέποντας πώς θα είναι μετεγχειρητικά το πρόσωπό του και ο
χειρουργός να προτείνει τις λύσεις που είναι κατάλληλες για τον συγκεκριμένο
ασθενή, σύμφωνα με ανατομικά και αισθητικά κριτήρια. Μετά από τη συνεργασία
τους και την οριστικοποίηση του αναμενόμενου αποτελέσματος ο ασθενής δεν
νοιώθει το παραμικρό άγχος για την εμφάνισή του όπως αυτή θα έχει διαμορφωθεί μετά την πλαστική επέμβαση», διευκρινίζει ο
Δρ. Μοιρέας.
Όπως μας εξηγεί περαιτέρω, κατά τη διάρκεια της
επέμβασης απαιτείται κατά περίπτωση να αφαιρεθούν κάποια τμήματα χόνδρων όταν
θέλουμε σμίκρυνση, να τροποποιηθούν οι ήδη υπάρχοντες ιστοί όταν θέλουμε αλλαγή
στο σχήμα ή και να προστεθούν κάποια μοσχεύματα όταν θέλουμε για παράδειγμα να
ενισχύσουμε κάποια αδύναμη κορυφή η οποία δεν μπορεί να κρατήσει ένα καλό και
λειτουργικό σχήμα. Ο χειρουργός μπορεί να επέμβει είτε από το εσωτερικό μέρος
του ρουθουνιού, οπότε μετεγχειρητικά δεν υπάρχουν ορατές ουλές, είτε από το
εξωτερικό με μια μικρή τομή ανάμεσα στα ρουθούνια η οποία επουλώνεται
εντυπωσιακά καλά. Διαχωρίζοντας το ακρορίνιο στα επιμέρους τμήματά του, ο
ρινοπλαστικός μπορεί να διαμορφώσει, με ρεαλιστική και αρμονική προσέγγιση, τη
ρινική βάση, το πλευρικό τοίχωμα και το ρινικό διάφραγμα. Η σμίκρυνση ή η
αύξηση μιας ή όλων αυτών των περιοχών οδηγεί σε αλλαγές στη ρινική άκρη, στο
σχήμα και τον προσανατολισμό του ρουθουνιού.
Εξατομικευμένοι είναι και οι χρόνοι αποθεραπείας.
Σε ανοικτή ρινοπλαστική η μικρή τομή ανάμεσα στα ρουθούνια συγκλείνεται με τη
βοήθεια - τριών συνήθως - μικροσκοπικών ραμμάτων που αφαιρούνται μετά από πέντε
έως επτά ημέρες. Εάν παρουσιαστεί οίδημα, υποχωρεί εντός δύο-τριών εβδομάδων.
Οι χειρουργημένοι ασθενείς μπορούν να επανέλθουν στις καθημερινές
δραστηριότητές τους μία ημέρα μετά τη χειρουργική επέμβαση και να γυμναστούν
δύο εβδομάδες μετά.
«Περίπου το 10% των ρινοπλαστικών αφορούν στη
στένωση των ρουθουνιών, ειδικά σε περιοχές της υφηλίου με πιο θερμό και υγρό
κλίμα, στις οποίες, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Plos Genetics, οι
άνθρωποι έχουν πιο φαρδιές μύτες. Το συγκεκριμένο πρόβλημα μπορεί να
αντιμετωπιστεί μεμονωμένα, ή να συνδυαστεί και με άλλες αισθητικές ή/και
λειτουργικές επεμβάσεις στη μύτη, προκειμένου το νέο σχήμα της να ταιριάζει
καλύτερα με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου και να ελευθερωθεί η
αναπνοή του ασθενή. Επίσης, η νέα εμφάνιση ενδεχομένως να απαιτεί και τη
διόρθωση του πηγουνιού, δεδομένου ότι εάν υπάρχει δυσαναλογία του με τη μύτη
χαλάει η αρμονία του προσώπου», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.