Σε κατάγματα καταπόνησης και οιδήματα στο
υποχόνδριο οστό οδηγούν, ορισμένες φορές, η οστεοαρθρίτιδα, η υπερβολική χρήση
και οι τραυματισμοί της άρθρωσης του γόνατος. Στους ηλικιωμένους και ειδικά
στις γυναίκες οι βλάβες αυτές προκαλούν πολλές φορές πόνο και γίνονται αιτία
φυσικών κινητικών περιορισμών.
«Η οστεοαρθρίτιδα είναι μια πάθηση που επηρεάζει
συνολικά την άρθρωση. Αντιμετωπίζεται ως μια πολυπαραγοντική νόσος, που στην
άρθρωση του γόνατος σχετίζεται με τον χόνδρο, το οστό, τον μηνίσκο, τους
συνδέσμους, τον αρθρικό ιστό και το μυϊκό σύστημα. Τα οστικά οιδήματα (bone
marrow lesions) που μπορεί να προκύψουν εξαιτίας της, υποδεικνύουν αλλοιωμένο
υποχόνδριο οστό, χωρίς ωστόσο να καταγράφεται κάταγμα στην ακτινογραφία. Είναι
βλάβες που προκαλούν πόνο, παραμόρφωση της αρθρικής επιφάνειας και πρόοδο της
οστεοαρθρίτιδας. Όπως φαίνεται από μελέτες, για τη θεραπεία τους επιλέγεται όλο
και συχνότερα η ολική αρθροπλαστική του γόνατος. Μάλιστα, οι ασθενείς
αντιμετωπίζουν έως και εννεαπλάσιες πιθανότητες να υποβληθούν σε επέμβαση
αντικατάστασης της άρθρωσης εντός τριετίας από τη πρόκλησή τους. Υπάρχει,
συνεπώς, ενδιαφέρον για θεραπείες που αφορούν στο υποχόνδριο οστό, οι οποίες
στοχεύουν στη διατήρηση της άρθρωσης, δεδομένης της αύξησης των ποσοστών
εμφάνισης της νόσου, η οποία οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού», εξηγεί ο
ορθοπαιδικός χειρουργός, επικεφαλής του Τμήματος Επανορθωτικής & Ελάχιστα
Επεμβατικής Χειρουργικής Ισχίου - Γόνατος της Osteon Orthopedic & Spine
Clinic Δρ. Βασίλειος Σακελλαρίου.
Άλλη μία κατηγορία ανθρώπων που παρουσιάζει συνεχή
φθορά της άρθρωσης του γόνατος εξαιτίας της υπερχρήσης είναι οι αθλητές, για
τους οποίους η ταχεία ανάκαμψη από τον τραυματισμό είναι απολύτως αναγκαία.
Αυτό συμβαίνει διότι το οστό που βρίσκεται κάτω από
τον χόνδρο εκτίθεται σε υψηλά φορτία, ειδικά κατά τη διάρκεια άσκησης, όταν οι
επιταχύνσεις που προκαλούνται από τους μυς αυξάνουν το φορτίο του σωματικού
βάρους πολλές φορές. «Φυσιολογικά, το υποχόνδριο οστό δέχεται αυτά τα φορτία
χωρίς να προκαλείται βλάβη, διότι οι μηνίσκοι επιτρέπουν την κατανομή του
φορτίου του μηριαίου οστού σε μια ευρύτερη περιοχή της άνω επιφάνειας της
κνήμης. Η ικανότητα του υποχόνδριου οστού να φέρει φορτίο χωρίς να προκύπτει
βλάβη μπορεί να υπονομευθεί από υπερχρήση και τραυματισμούς. Για παράδειγμα, η
ρήξη μηνίσκου που οδηγεί σε μερική μηνισκεκτομή θα μειώσει την περιοχή επαφής
της άρθρωσης μεταξύ του μηριαίου και της κνήμης, αυξάνοντας έτσι την καταπόνηση
στο υποχόνδριο οστό τόσο στην κνήμη όσο και στο μηριαίο κονδύλιο.
Τα μικροκατάγματα που προκύπτουν φυσικά στη
σπογγώδη ζώνη του οστού (η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό του παρέχοντας
κατανομή των επιβαρύνσεων και ενεργειακή αποθήκευση και απορρόφηση),
αποκαθίστανται διατηρώντας την αντοχή του οστού, δεδομένου ότι τα οστά
αυτοεπισκευάζονται και αναδιαμορφώνονται συνεχώς. Αυτή η διαδικασία δεν επαρκεί
όταν υψηλότερα φορτία υπερβαίνουν την ικανότητα του οστού να τα επισκευάσει,
οπότε προκύπτουν τα κατάγματα καταπόνησης, τα οποία ανιχνεύονται απεικονιστικά.
Στην αρχή είναι ασυμπτωματικά, αλλά καθώς εξελίσσονται ο ασθενείς πονούν»,
διευκρινίζει ο Δρ. Σακελλαρίου.
Η ανακούφιση του πόνου του ασθενούς και η
αποκατάσταση της λειτουργίας της άρθρωσης είναι ο θεραπευτικός στόχος. Αυτός
μπορεί να επιτευχθεί με την εφαρμογή μιας νέας συντηρητικής επέμβασης, που
ονομάζεται πλαστική του υποχόνδριου οστού (subchondroplasty), η οποία αφορά
στην έγχυση μιας ανόργανης ένωσης φωσφορικού ασβεστίου, που μιμείται τη χημική δομή του ανθρώπινου
οστού. Με αυτήν επιδιώκεται η “σφράγιση” του κατάγματος, καθώς με την πάροδο
του χρόνου το υλικό αυτό μπορεί να απορροφηθεί και το οστό να ανασυσταθεί. Η
διαδικασία συνήθως διαρκεί 20 λεπτά και οι ασθενείς δεν χρειάζονται να
νοσηλευτούν. Παρότι η πλειονότητά τους μπορεί να βαδίσει αμέσως μετά την
ολοκλήρωση της θεραπείας, συστήνεται η χρήση πατερίτσας για 1-2 εβδομάδες ώστε
να μειωθεί η τάση στο οστό.
Από τη θεραπευτική αυτή προσέγγιση ωφελούνται όσοι
έχουν προχωρημένη οστεοαρθρίτιδα, η οποία έχει επιφέρει απώλεια χόνδρου και
αλλοίωση των οστών, αλλά και όσοι
πάσχουν από οστεοπόρωση. Υποψήφιοι για πλαστική του υποχόνδριου οστού είναι οι
ασθενείς που ο οστικός πόνος επιμένει για τουλάχιστον 3 μήνες, δημιουργώντας
προβλήματα στην καθημερινότητα τους, κατόπιν δοκιμής άλλων συντηρητικών
θεραπειών που, όμως, δεν έχουν αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Δεν συνιστάται σε ασθενείς με Δείκτη Μάζας Σώματος
μεγαλύτερο από 40 και για άτομα με σοβαρή κακή ευθυγράμμιση της άρθρωσης του
γόνατος, Στους ασθενείς που αποφασίζεται να προχωρήσουν σε πλαστική του
υποχόνδριου οστού προτείνεται να έχουν
ένα κατά το δυνατόν υγιές σωματικό βάρος και να αλλάξουν μερικές συνήθειές τους
που αφορούν στον τρόπο ζωής τους, προκειμένου να αποφευχθούν επαναλαμβανόμενα
προβλήματα που θα μπορούσαν να απαιτήσουν περαιτέρω θεραπείες.
«Ο στόχος της πλαστικής του υποχόνδριου οστού είναι
να βελτιωθεί η δομική ποιότητα του προσβεβλημένου υποχόνδριου οστού ώστε να
προληφθεί η κατάρρευση των οστών και η πρόοδος της αρθρίτιδας, προκειμένου
άνθρωποι που διάγουν μια δραστήρια ζωή ή αθλητές να αποφύγουν πιο σοβαρές
χειρουργικές επεμβάσεις. Για εκείνους δε που αυτή η θεραπεία δεν κριθεί
αποτελεσματική, η αρθροπλαστική γόνατος εξακολουθεί να αποτελεί μια εξαιρετική
επιλογή. Μελέτες έχουν δείξει ότι η προγενέστερη αρθροσκοπική αποκατάσταση με
ταυτόχρονη έγχυση υποκατάστατων φωσφορικού ασβεστίου σε μικροκατάγματα γύρω από
το γόνατο δεν θέτει σε κίνδυνο την έκβαση μιας επακόλουθης αρθροπλαστικής ούτε
αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών», καταλήγει ο Δρ. Βασίλειος Σακελλαρίου.