Η παροιμιώδης φράση, που συχνά προφέρεται στην
καθημερινή γλώσσα, σε πολλούς εξ αυτών που την επικαλούνται, νομίζω ότι
αγνοείται από πού προήλθε και τι ακριβώς προσδιορίζει. Πολλές φορές κατά
καιρούς, έχω ρωτήσει μερικούς ανθρώπους, που την αναφέρουν και όλοι ανεξαιρέτως
μου δήλωσαν, ότι δεν γνωρίζουν από πού προήλθε και όπως κατάλαβα οι
περισσότεροι, δεν μπορούσαν να με κατατοπίσουν τι ακριβώς ήθελαν να εννοήσουν ή
και να επισημάνουν.
Η παροιμιώδη φράση, από ότι με έχουν διαβεβαιώσει
λέγεται προς αυτόν που σκοτώθηκε, άσκοπα, χωρίς λόγο.
Η παράδοση αναφέρει ότι κάποτε μια παντρεμένη
γυναίκα, από κάποιο χωριό της Πελοποννήσου, δεχόταν συχνές ερωτικές προτάσεις
από ένα νεαρό ανύπανδρο συγχωριανό της. Έπειτα από συνεχόμενη πολιορκία,
αποδέχθηκε τις ερωτικές επιθυμίες και αποφάσισε να συνευρεθούν για τα
περαιτέρω.
Λαογραφική καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Εκείνη την εποχή ήταν τέλη Αυγούστου και στο χωριό
ήταν αδύνατον να συνευρεθούν, διότι ήταν επικίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί. Έτσι
μια ημέρα, βρήκε ένα τρόπο και του είπε να πάει από πρωί νύκτα στο κτήμα της να
κρυφθεί μέσα στο αμπέλι της και να την περιμένει. Αυτή θα ξεκινούσε αργότερα
από το σπίτι της να πάει στο κτήμα για να κόψει σταφύλια και εκεί θα τον
συναντούσε.
Αυτός με μεγάλη χαρά αποδέχθηκε και την άλλη μέρα
αχάραγο, πριν τον πάρει είδηση κανένα μάτι, ξεκίνησε, πήγε στο κτήμα της και
τρύπωσε μέσα στο αμπέλι. Εκεί την περίμενε κρυμμένος μέσα στις φυλλωσιές του
αμπελιού. Όμως για κακή του τύχη, ο άνδρας της φιλενάδας του, δεν την άφησε να
πάει αυτή στο αμπέλι λέγοντάς της, ότι θα πάει αυτός. Πήρε το τουφέκι του
επειδή ήταν και κυνηγός και πρωί-πρωί ξεκίνησε για το κτήμα.
Αφού έκαμε διάφορες δουλειές, μόλις βάρεσε για τα
καλά ο ήλιος και άρχιζε η ζέστη, μπήκε στην καλύβα του πήρε το καλαθάκι του και
τράβηξε κατά το αμπέλι να κόψει σταφύλια. Μόλις αντιλήφθητε ο φίλος της γυναίκα
του, να μπαίνει ο άντρας της στο αμπέλι και να ψάχνει για σταφύλια, για να μην
γίνει αντιληπτός μετακινούταν κάτω από τα κλήματα. Το αμπέλι είχε γύρω- γύρω
φυσική φράχτη από κλαδιά και βάτα και ήταν αδύνατον να ξεφύγει.
Σε κάποια στιγμή κάτι αντιλήφθηκε ο ιδιοκτήτης, και
νομίζοντας ότι έχει μπει στο αμπέλι του κάποιο σκυλί για να φάει σταφύλια (αν και
ο σκύλος είναι κρεατοφάγος, τα σταφύλια είναι μια από τις ιδιαίτερες
προτιμήσεις του), έβγαλε από τον ώμο το τουφέκι του και προχωρούσε εκεί που
είδε την κίνηση και καθώς πλησίαζε, είδε ένα κάτι να κινείται κάτω από τα
κλήματα και τότε έριξε μια ντουφεκιά να σκοτώσει το σκυλί, που νόμιζε ότι ήταν
κάτω από τα κλήματα.
Μόλις πυροβόλησε, άκουσε τα ανθρώπινα βογγητά και
καθώς πλησίασε ανακάλυψε τι έγινε. Αυτός τα έχασε, δεν ήξερε τι να κάμει. Τότε
δεν έχασε την ψυχραιμία του, πήρε ένα ξινάρι και έσκαψε ένα μεγάλο λάκκο
ενδιάμεσα στα κλήματα τον έθαψε, έστρωσε τα χώματα πάλι όπως ήσαν και έπειτα
γύρισε στο σπίτι του χωρίς να αναφέρει τίποτα. Μόλις ανακαλύφθηκε ότι χάθηκε ο
λεγάμενος, τότε άρχισαν οι έρευνες, αλλά δεν βρήκαν πουθενά ίχνη του.
Μετά από πολλά χρόνια, όταν γέρασε ο φονιάς και
πλησίαζε ο θάνατός του, λέγεται ότι ψυχομαχούσε πολλές ημέρες, αλλά δεν έβγαινε
η ψυχή του. Οι δικοί αντιλαμβανόμενοι το μαρτύριό του, καλέσανε και φέρανε τον
παπά. Αυτός βλέποντας ότι πλησιάζει το τέλος του, θεώρησε ότι έπρεπε να
εξομολογηθεί, για το φονικό που είχε πράξει και τον ακολουθούσαν οι τύψεις του.
Και εφόσον εξομολογήθηκε μετά από λίγο πέθανε.
Ο παπάς του χωριού, μετά την κηδεία, γνωστοποίησε
στους συγχωριανούς του για την μυστηριώδη εξαφάνιση του εν λόγω νέου, που είχε
γίνει από πριν χρόνια στο χωριό τους και ανέφερε: «Πήγε ο μαύρος σαν το σκυλί
στ’ αμπέλι».
Και τοιουτοτρόπως η λαϊκή γλώσσα αποθανάτισε και
διέδωσε την παροιμιώδη φράση του παπά. «Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι».
Να σημειώσω ότι όταν σκότωναν ή ψοφούσε κάποιο ζώο,
το έθαβαν επί τόπου, κυρίως για λόγους υγιεινής.