Η διαδερμική νεφρολιθοτριψία
απαλλάσσει από τις πέτρες στα νεφρά γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα,
προσφέροντας καλύτερη ποιότητα ζωής στους ασθενείς, συγκριτικά με άλλες
λιγότερο ή περισσότερο επεμβατικές θεραπείες. Αυτός είναι ο λόγος που η μεγάλη
πλειονότητα των ουρολόγων σήμερα εκπαιδεύονται και εκτελούν αυτή τη θεραπευτική
μέθοδο σε μεσαίου αλλά και μεγάλου μεγέθους λίθους.
«Η
νεφρολιθίαση είναι μια πολύ συχνή πάθηση. Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν ότι
ένας στους δέκα ανθρώπους θα την
εμφανίσει στη διάρκεια της ζωής του, με
τα ποσοστά να παρουσιάζουν άνοδο τις τελευταίες δεκαετίες τόσο στους άνδρες όσο
και στις γυναίκες. Όταν ένας ασθενής παρουσιάσει
ένα επεισόδιο λιθίασης, έχει πιθανότητα 10% να εμφανίσει και ένα δεύτερο μέσα
σε ένα χρόνο, ενώ η πιθανότητα υποτροπής στα επόμενα 10 χρόνια είναι έως και
70%. Πρόκειται για μια δυνητικά
επικίνδυνη νόσο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές και γι’ αυτό η
θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά αμέσως
μόλις διαπιστωθεί η ύπαρξή της», επισημαίνει ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος Γ.
Κατσένης.
Η
πέτρα στα νεφρά είναι μία σκληρή μάζα που σχηματίζεται λόγω υψηλών
συγκεντρώσεων αλάτων στα ούρα. «Τα ούρα
περιέχουν διάφορες διαλυμένες άχρηστες ουσίες. Η παρουσία πάρα πολλών ουσιών σε
πολύ λίγο υγρό, οδηγούν σε σχηματισμό κρυστάλλων, οι οποίοι προσελκύουν άλλα
στοιχεία. Η ένωση όλων αυτών μεταξύ τους οδηγούν στο σχηματισμό της πέτρας, η
οποία συνεχίζει να μεγαλώνει αν δεν αποβληθεί με τα ούρα. Ανάλογα με τις ουσίες
που περιέχονται στα ούρα σε μεγαλύτερες ποσότητες από το φυσιολογικό,
δημιουργούνται λίθοι ασβεστίου, φωσφορικού μαγνησίου, ουρικού οξέος, μεικτοί,
λίθοι κυστίνης, ξανθίνης και
βλεννοπρωτεΐνης. Ο πιο συχνός τύπος είναι οι λίθοι ασβεστίου», μας εξηγεί ο Δρ.
Κατσένης.
Ο
σχηματισμός τους οφείλεται σε γενετικούς
και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι συχνότερες αιτίες περιλαμβάνουν την πόση
μικρής ποσότητας νερού, την υπερβολική ή καθόλου άσκηση, την παχυσαρκία, τη
χειρουργική επέμβαση απώλειας βάρους και την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων
αλατιού.
Τις
περισσότερες φορές οι νεφρόλιθοι αποβάλλονται από τον οργανισμό μέσω της
ούρησης, χωρίς να προκληθούν ιδιαίτερα συμπτώματα.
Οι αρχικές συστάσεις των
ειδικών για την απομάκρυνσή τους είναι η λήψη μεγάλων ποσοτήτων νερού και η
χρήση φαρμακευτικής αγωγής, προκειμένου να αλλάξει η οξύτητα των ούρων και να
αποφευχθεί ο εκ νέου σχηματισμός λίθων. Υπάρχουν και περιπτώσεις, όμως, που η
πέτρα δεν μετακινείται προς το κατώτερο ουροποιητικό σύστημα, μεγαλώνει και
υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει απόφραξη σε κάποιο σημείο του.
Όπως
μας εξηγεί περαιτέρω ο Δρ. Κατσένης, όταν η πέτρα είναι μεγάλη ή όταν εμποδίζει
τη ροή των ούρων, ή όταν υπάρχουν ενδείξεις λοίμωξης ο ασθενής θα πρέπει να
υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεσή της. Η κλασική αντιμετώπιση
ήταν η ανοιχτή νεφρολιθοτομή, η οποία απαιτεί μεγάλες τομές, ο κίνδυνος
λοιμώξεων είναι μεγάλος, όπως και η περίοδος ανάρρωσης. Στις μέρες μας οι
ουρολόγοι την επιλέγουν σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν άλλες, λιγότερο
επεμβατικές μέθοδοι έχουν αποτύχει. Τέτοιες είναι η εξωσωματική
λιθοτριψία και η διαδερμική νεφρολιθοτριψία (διαδερμική νεφρολιθοτομή).
Οι επιστήμονες προσπαθώντας να προσφέρουν καλύτερες επιλογές
στους ασθενείς πραγματοποιούν μελέτες για την αποτελεσματικότητα αυτών των
μεθόδων. Έχουν διαπιστώσει ότι τόσο για μεγάλους όσο και για μετρίου μεγέθους
λίθους η διαδερμική νεφρολιθοτριψία υπερτερεί. Για παράδειγμα μια μελέτη που
πραγματοποιήθηκε από τους Samuel Deem, Brian De Fade, Asmita Modak, Mary
Emmett, Fred Martinez και Julio Davalos με σκοπό τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της
διαδερμικής νεφρολιθοτομής (PNL) και της εξωσωματικής λιθοτριψίας με κρουστικά
κύματα (ESWL) για μετρίου μεγέθους (1-2 cm)
νεφρικούς λίθους στον άνω και κάτω πόλο του νεφρού, σε σχέση με τον
ρυθμό διάλυσης, την νοσηρότητα και την ποιότητα ζωής μετά απ’ αυτή, διαπίστωσε
ότι η PNL απαλλάσσει σε μεγαλύτερο ποσοστό τους ασθενείς από τις πέτρες. Πιο
συγκεκριμένα, η διαδερμική νεφρολιθοτομή απάλλαξε κατά 95% τους ασθενείς από
την πέτρα σε 1 εβδομάδα και κατά 85% σε 3 μήνες, ενώ η εξωσωματική λιθοτριψία
με κρουστικά κύματα παρουσίασε
κατακερματισμό της πέτρας κατά
17% σε 1 εβδομάδα και κατά 33% σε 3 μήνες. Το 67% των ασθενών που
υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ESWL έπρεπε να επαναλάβουν την εξωσωματική
λιθοτριψία, ενώ σε όσους είχαν υποβληθεί σε PNL δεν χρειάστηκε δεύτερη θεραπεία
διότι είχαν κατακερματιστεί όλες οι πέτρες. Επίσης, οι ασθενείς της πρώτης
ομάδας ανέφεραν αργότερα καλύτερη συνολική φυσική και ψυχική υγεία, και
καλύτερη ποιότητα ζωής.
Αυτός είναι ο λόγος που ολοένα και
μεγαλύτερος αριθμός ουρολόγων προτιμά αυτή τη θεραπευτική μέθοδο. Μια
αμερικανική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το πανεπιστήμιο της Αϊόβα, σε πάνω
από 1100 ουρολόγους διαπίστωσε ότι τα τρία τέταρτα (73%)
αυτών εκτελούσαν τη διαδερμική νεφρολιθοτομή. Προσέτι, πιο εξοικειωμένοι με τη μέθοδό ήταν οι νεότεροι
ουρολόγοι, όσοι δηλαδή είχαν εκπαιδευτεί τα τελευταία χρόνια, ακόμη και αν
εφάρμοζαν τη μέθοδο για μικρό χρονικό διάστημα. Σε παρόμοιο συμπέρασμα κατέληξε
και μια άλλη μελέτη από το Johns Hopkins. Όπως δήλωσαν οι ερευνητές, η
πλειονότητα των μεγαλύτερων σε ηλικία ουρολόγων δεν εκτελεί διαδερμική νεφρολιθοτριψία.
Παρατήρησαν δε σημαντική αύξηση της χρήσης της μεθόδου την τελευταία δεκαετία.
«Η
διαδερμική νεφρολιθοτριψία πραγματοποιείται μέσω μιας
μικρής τρύπας στο δέρμα στο ύψος της μέσης, με τη βοήθεια ακτινολογικού
μηχανήματος απ’ όπου εισάγεται το νεφροσκόπιο. Το εργαλείο αυτό
κατακερματίζει τις πέτρες και τις αφαιρεί. Η θεραπεία πραγματοποιείται υπό
γενική αναισθησία και ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο συνήθως για 2 ημέρες,
μέχρι να αφαιρεθούν ο καθετήρας που έχει τοποθετηθεί στην ουροδόχο κύστη και
ένας σωλήνας παροχέτευσης από το νεφρό. Το μεγάλο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι
η αποτελεσματικότητά της, καθώς συνήθως δεν απαιτείται επανάληψη της
θεραπείας», τονίζει ο Δρ. Νικόλαος Κατσένης.
Η
πρόληψη, ωστόσο, μπορεί να μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες εμφάνισης λίθων
στα νεφρά. Η κατανάλωση νερού (όχι καφέ, τσαγιού και αναψυκτικών) σε ποσότητα
που επιτρέπει την παραγωγή πάνω από 2 λίτρα ούρων ημερησίως και η σωστή
διατροφή βοηθά στην αποφυγή σχηματισμού τους. Προληπτικά δρα η κατανάλωση
φρούτων και λαχανικών, τα οποία κάνουν τα ούρα λιγότερο όξινα, η σταθερή
πρόσληψη ασβεστίου και ο περιορισμός του νατρίου και της βιταμίνης C. Τέλος, ευεργετικός είναι και ο
περιορισμός της κατανάλωσης ζωικών προϊόντων.