Η φυσιολογική διαδικασία γήρανσης μπορεί να
επηρεάσει τις ρινικές δομές, επιδεινώνοντας ένα στραβό διάφραγμα με την πάροδο
του χρόνου. Πολλές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει αυτές τις αλλαγές, δίνοντας τη
δυνατότητα στους ειδικούς να λαμβάνουν ορθότερες αποφάσεις κατά τη διάρκεια
λειτουργικών ή αισθητικών ρινοπλαστικών, κατά το μέρος που αυτές αφορούν στο
χόνδρινο τμήμα αυτού. Παρότι οι εν λόγω δομικές αλλαγές δεν είναι πάντα
εμφανείς, οι επιπτώσεις τους ταλαιπωρούν αισθητά όσους έχουν σοβαρά αποκλίνον
ρινικό διάφραγμα.
«Κανονικά, το κεντρικό χόνδρινο τμήμα της μύτης που
τη χωρίζει σε δύο μέρη (τις ρινικές θαλάμες) είναι ίσιο και τη διαιρεί κατά
βάση ομοιόμορφα. Σε πολλούς, όμως, ανθρώπους παρεκκλίνει. Παρότι στην
πλειονότητα αυτών η κατάσταση, που ονομάζεται σκολίωση ρινικού διαφράγματος,
δεν δημιουργεί προβλήματα, είναι δυνατόν να προκαλέσει σημαντικές αναπνευστικές
δυσκολίες και άλλες επιπλοκές. Οι συνηθέστερες είναι η ξηροστομία, το ροχαλητό
και οι υπνικές άπνοιες», επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου – ΩΡΛ Δρ.
Γεώργιος Μοιρέας και προσθέτει: «Η αδυναμία επαρκούς πρόσληψης οξυγόνου μέσω
της ρινικής αναπνοής υποχρεώνει τους ασθενείς να αναπνέουν συχνά από το στόμα.
Αυτό δημιουργεί ξηροστομία, αλλά και προβλήματα ύπνου. Αποτέλεσμα της κακής ποιότητας
ύπνου είναι η υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, η οποία μπορεί να καταστεί
ακόμα και επικίνδυνη για τη ζωή. Επίσης,
το ανώμαλο σχήμα των ρινικών διόδων που οφείλεται στην ύπαρξη στραβού
διαφράγματος μπορεί να προκαλέσει ξήρανση των εσωτερικών επιφανειών της μύτης
και τελικά να γίνει αιτία ρινορραγιών. Άλλες επιπτώσεις είναι η προσωπαλγία
λόγω της πίεσης που μπορεί να ασκεί το διάφραγμα στο πλάγιο τοίχωμα της μύτης,
οι συχνές φλεγμονές στη μύτη αλλά και στα αφτιά, η δυσλειτουργία της ευσταχιανής
σάλπιγγας και η διαταραχή της όσφρησης». Επιπλέον, όσοι έχουν στραβό διάφραγμα
αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αναπνευστική δυσχέρεια όταν έχουν συνάχι λόγω
αλλεργικής ρινίτιδας ή κρυολογήματος».
Όπως μας εξηγεί ο Δρ. Μοιρέας, μια απλή ένδειξη της
ύπαρξης στραβού διαφράγματος είναι η σχεδόν απόλυτη παρεμπόδιση της ροής του
αέρα από το ένα ρουθούνι. «Στον φυσιολογικό ρινικό κύκλο εναλλάσσεται, σε
τακτική βάση, το μπούκωμα των ρουθουνιών, δηλαδή αναπνέουμε καλύτερα για 2-3
ώρες από το ένα ρουθούνι και τις επόμενες καλύτερα από το άλλο. Όταν υπάρχει
διατάραξη αυτού του κύκλου και από τη μία ρινική θαλάμη είναι συχνότερα ή
σχεδόν πάντα αδύνατη η δίοδος του αέρα, τότε είναι πολύ πιθανό να υπάρχει
σκολίωση ρινικού διαφράγματος. Η απλή αυτή διαπίστωση μπορεί να οδηγήσει τον
ασθενή να αναζητήσει ιατρική επιβεβαίωση». Η διάγνωση της πάθησης είναι απλή
και τίθεται μετά τη λήψη του ιατρικού ιστορικού, την κλινική εξέταση και
ενδοσκόπηση. Σπανίως αλλά μπορεί να απαιτηθεί απεικονιστικός έλεγχος, αλλά και
πιο εξειδικευμένες εξετάσεις, όπως ρινομανομετρία.
Τις περισσότερες φορές η σκολίωση ρινικού
διαφράγματος οφείλεται σε διαταραχές κατά την ανάπτυξη, κάποιο ρόλο έχει η
κληρονομική προδιάθεση, ενώ συχνά το πρόβλημα προκύπτει μετά από τραυματισμό,
ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια παιχνιδιών ή ενασχόλησης με κάποιο άθλημα. Μπορεί,
μάλιστα, ο τραυματισμός να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας, οπότε να περάσει αρχικά
απαρατήρητος. Δεδομένου δε ότι ο χόνδρος είναι μαλακότερος και πιο εύκαμπτος
από το οστό, μπορεί να υποστεί βλάβη χωρίς τα προφανή σημάδια που συνοδεύουν τα
κατάγματα των οστών.
«Σιγά-σιγά αυτός ο αρχικά απαρατήρητος τραυματισμός
μπορεί να δώσει συμπτώματα. Έχει αποδειχθεί ότι με την πάροδο των ετών τόσο η
ποιότητα όσο και η αντοχή του ρινικού χόνδρου φθίνει. Αρκετές μελέτες σε ζώα έχουν
δείξει ότι με τη γήρανση υπάρχει συνεχής μείωση της θειικής χονδροϊτίνης και
αλλαγές στη σύνθεση του σύμπλοκου βλεννοπολυσακχαριτών. Επίσης, πρόσφατες
μελέτες έχουν καταδείξει διάφορες εξαρτώμενες από την ηλικία μεταβολές στις
βιοχημικές και βιομηχανικές ιδιότητες του ανθρώπινου ρινικού διαφραγματικού
χόνδρου. Εάν συνυπολογίσουμε ότι η φυσική ενυδάτωση και λίπανση του ανθρωπίνου
σώματος με το πέρασμα των ετών σιγά-σιγά ελαττώνονται, είναι φυσικό, σε
συνδυασμό με τη χειροτέρευση της πραγματικής κατάστασης του σκολιού ρινικού
διαφράγματος και των υπολοίπων χόνδρινων δομών της μύτης να οδηγούν σε
σημαντική επιδείνωση των συμπτωμάτων», επισημαίνει ο Δρ. Μοιρέας.
Αν και υπάρχουν θεραπείες για ορισμένα από τα
συμπτώματα του στραβού διαφράγματος, η διόρθωση του προβλήματος απαιτεί
χειρουργική επέμβαση. Σύμφωνα με τον Δρ. Μοιρέα, ο ευθειασμός του ρινικού
διαφράγματος πραγματοποιείται στις μέρες μας με νέες χειρουργικές μεθόδους, ο
δε σύγχρονος εξοπλισμός εγγυάται την απουσία μετεγχειρητικού πόνου. Υποψήφιοι
είναι όλοι οι ενήλικες ανεξαρτήτου ηλικίας που υποφέρουν από τα συμπτώματα που
προκαλεί η πάθηση. «Η επέμβαση διαρκεί συνήθως 40 λεπτά, ενώ όταν έχει
προηγηθεί άλλη επέμβαση στη μύτη και απαιτείται λήψη μοσχευμάτων 1,5 ώρα
περίπου. Πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία μέσω μιας μικρής τομής μέσα στο
ρουθούνι, η οποία δεν είναι εμφανής μετεγχειρητικά. Μετά τον ευθειασμό του σκολιού ρινικού
διαφράγματος ή μετακίνησή του στη μέση γραμμή, γίνεται καυτηρίαση των κάτω
ρινικών κογχών αμφοτερόπλευρα ή μερική κογχοτομή (αφαίρεση ενός τμήματος της
κόγχης). Μετά από την επέμβαση δεν υπάρχει ούτε οίδημα, ούτε μώλωπες και εάν
τοποθετηθεί ρινικός πωματισμός αυτός είναι πολύ ελαφρύς και αφαιρείται εύκολα
την επόμενη ημέρα. Εξιτήριο λαμβάνει ο ασθενής 6 ώρες μετά την επέμβαση»,
διευκρινίζει.
«Ο ευθειασμός του διαφράγματος σχεδόν πάντα
συνδυάζεται με αντιμετώπιση και της συνοδού υπερτροφίας των κάτω ρινικών
κογχών. Για την αντιμετώπιση της υπνικής άπνοιας και του ροχαλητού μπορεί να
συνδυαστεί με αδενοτομή, αμυγδαλεκτομή, φαρυγγο-υπερώιο πλαστική ή εκτομή
σταφυλής. Αν συνυπάρχουν πολύποδες ή προβλήματα των παραρρινίων συνοδεύεται με
ενδοσκοπική χειρουργική ρινός και παραρρινίων. Σε συνδυασμό με κάποιες άλλες
επεμβάσεις όπως φαρυγγο-υπερώιο πλαστική το εξιτήριο μπορεί να δοθεί την
επομένη το πρωί. Βεβαίως, η διόρθωση της σκολίωσης μπορεί να συνδυαστεί και με
αισθητική ρινοπλαστική», καταλήγει ο Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.