Η
επέμβαση για την αφαίρεση της χολής στις έγκυες γυναίκες ενέχει κινδύνους τόσο
για τη γυναίκα όσο και εμμέσως για το μωρό, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που
δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού του Αμερικανικού Κολλεγίου
Χειρουργών. Παρά τις κατευθυντήριες οδηγίες της SAGES (Society of American Gastrointestinal
and
Endoscopic
Surgeons)
που υποστηρίζουν ότι όλες οι έγκυες γυναίκες με συμπτωματικούς χολόλιθους
πρέπει να υποβάλλονται σε λαπαροσκοπική χολοκυστοεκτομή, τα νέα δεδομένα θέτουν
υπό αμφισβήτηση αυτήν την πρακτική.
«Η
χολοκυστεκτομή είναι μια πολύ απλή χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση της
χοληδόχου κύστεως, ενός οργάνου που βρίσκεται κάτω από το ήπαρ στην επάνω δεξιά
πλευρά της κοιλιακής χώρας. Σ’ αυτό αποθηκεύεται η χολή, ένα υγρό που βοηθά
στην πέψη των λιπαρών τροφών. Η επέμβαση συστήνεται σε ασθενείς που βιώνουν
πόνο, ναυτία, εμετό και μερικές φορές πυρετό,
εξαιτίας της παρεμπόδισης της ροής της χολής, από την παρουσία κάποιας
πέτρας. Φυσιολογικά, η επέμβαση πραγματοποιείται σε 30 λεπτά, δεν εγκυμονεί
κινδύνους και ο χειρουργημένος ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του την
ίδια ημέρα, εφόσον η επέμβαση γίνεται λαπαροσκοπικά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο
και για τις έγκυες γυναίκες», μας εξηγεί ο γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος - Διευθυντής της
χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών - Ιατρικού Περιστερίου και
Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής (www.axiarchos.gr).
Η
δημιουργία των λίθων οφείλεται στην παρατεταμένη παραμονή της χολής στη
χοληδόχο κύστη, και αποτελούνται κυρίως από
χοληστερόλη, χολερυθρίνη, ασβέστιο και βλέννα. Μεγαλύτερες πιθανότητες
ανάπτυξης χολόλιθων έχουν οι ηλικιωμένοι,
οι γυναίκες ιδιαίτερα μετά τα 40, όσοι είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, οι
διαβητικοί και όσοι υποβάλλονται σε δραστικές δίαιτες και χάνουν πολύ γρήγορα
τα περίσσια κιλά τους. Τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων είτε λόγω εγκυμοσύνης (όπου
παράγεται επιπλέον προγεστερόνη) είτε λόγω λήψης αντισυλληπτικών ή άλλων
ορμονοθεραπειών επίσης ευνοούν τη δημιουργία χολόλιθων εξαιτίας της μείωσης της
κινητικότητας της χοληδόχου κύστεως και λόγω στάσης αλλά και αλλαγής της
σύνθεσης της χολής.
Όταν,
λοιπόν, ο σχηματισμός των λίθων προκύπτει κατά την εγκυμοσύνη, και εξαιτίας της
παρουσίας τους προκαλούνται συμπτώματα είναι στην κρίση του χειρουργού εάν θα
πρέπει να αφαιρέσει την κύστη ή όχι. Σύμφωνα με τα ευρήματα της πρόσφατης αυτής
μελέτης, το 98% των χολοκυστεκτομών πραγματοποιήθηκε μετά τον τοκετό, παρά τις
επίσημες οδηγίες. Οι ερευνητές εξήγησαν αυτό το ποσοστό υποστηρίζοντας ότι οι
χειρουργοί και οι μαιευτήρες γνώριζαν ότι η καλύτερη προσέγγιση για τις έγκυες
ασθενείς ήταν να περιμένουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Κι αυτό διότι, όπως
επιβεβαιώθηκε από την έρευνά τους η χολοκυστεκτομή κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης θέτει σε κίνδυνο τη μητέρα και το παιδί όταν αυτό γεννηθεί πρόωρα.
Συγκεκριμένα,
οι ερευνητές μελέτησαν μια μεγάλη βάση δεδομένων γυναικών στην Καλιφόρνια που
υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική ή ανοικτή χολοκυστοεκτομή μεταξύ 2005 και 2014 για
χολόλιθους ή άλλες καλοήθεις ασθένειες των χοληφόρων. Συνέκριναν 403 έγκυες
γυναίκες που υποβλήθηκαν στην επέμβαση έως και 90 ημέρες πριν από τον τοκετό με
17.490 γυναίκες που αφαιρέθηκε η κύστη τους έως και τρεις μήνες μετά απ’ αυτόν.
Αν
και οι περισσότερες ασθενείς που υποβάλλονται σε μια ελάχιστα επεμβατική
(λαπαροσκοπική) χολοκυστεκτομή μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι την ίδια μέρα,
η ανάλυση έδειξε ότι όταν πραγματοποιήθηκε χολοκυστεκτομή κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, ήταν πιο πιθανό να απαιτηθεί νοσηλεία (85% έναντι 63%) Δηλαδή, οι
γυναίκες που δεν περίμεναν τον τοκετό ήταν πιο πιθανό να βιώσουν μεγαλύτερης
διάρκειας νοσηλεία. Φάνηκε επίσης να είναι πιο πιθανό να διενεργηθεί ανοικτή
χειρουργική επέμβαση (13% έναντι 2%) και να επανεισαχθούν στο νοσοκομείο εντός
του επόμενου μήνα από την επέμβαση. Οι επιπτώσεις στη μητέρα ήταν σημαντικές,
καθώς βρέθηκαν υψηλότερα ποσοστά
εκλαμψίας και αιμορραγίας όταν η χολοκυστεκτομή έγινε κατά τη διάρκεια
της εγκυμοσύνης. Ειδικότερα, το ποσοστό εκλαμψίας για τις γυναίκες που
υποβλήθηκαν σε αυτή τη θεραπεία κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης ήταν 1%
υψηλότερο από εκείνο των γυναικών που περίμεναν μέχρι τον τοκετό. Οι
αιμορραγίες και τα ποσοστά πρόωρου τοκετού ήταν 3% και 12% υψηλότερα,
αντίστοιχα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που υποβλήθηκαν σε
επέμβαση κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου είχαν διπλάσιες πιθανότητες να
γεννήσουν πρόωρα και σχεδόν δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν
ανεπιθύμητες επιπτώσεις.
«Πέραν
όλων αυτών των αρνητικών επακόλουθων της χολοκυστεκτομής κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης -τη μεγαλύτερη νοσηλεία, το υψηλότερο κόστος, τις αυξημένες
πιθανότητες επανεισαγωγής στο νοσοκομείο για διάφορους λόγους- το σημαντικότερο
όλων είναι ότι ο πρόωρος τοκετός σχετίζεται με νεογνική θνησιμότητα και
πολλαπλές ανεπιθύμητες συνέπειες για το μωρό. Γι’ αυτό όσες γυναίκες επιδιώκουν
μια εγκυμοσύνη θα πρέπει να ελέγξουν τη χοληδόχο κύστη τους για ύπαρξη λίθων
και να ενημερώνονται από τον χειρουργό τους για τις επιλογές που έχουν. Εάν,
ωστόσο, ο σχηματισμός τους προκύψει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τα
συμπτώματα είναι έντονα και συχνά, θα συναποφασιστεί από τον χειρουργό και τον
γυναικολόγο εάν θα πρέπει να υποβληθεί η ασθενής αμέσως σε επέμβαση ή εάν θα
μπορούσε να περιμένει μέχρι τον τοκετό. Εάν επιβάλλεται η πραγματοποίησή της, η
λαπαροσκοπική προσέγγιση είναι ασφαλέστερη, όταν γίνεται από έμπειρους
χειρουργούς», καταλήγει ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος.