Βελτίωση των οδυνηρών συμπτωμάτων της
οστεοαρθίτιδας γόνατος υπόσχονται οι ενδαρθρικές ενέσεις στους ασθενείς που οι
από του στόματος αγωγές είναι ανώφελες. Τα τελευταία χρόνια αποτελούν μια
επιλογή προεγχειρητικής θεραπείας που έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ιατρών και
ασθενών, αφού μελέτες συνεχώς επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητά τους.
«Το ποσοστό των ανθρώπων που υποφέρουν από πόνο στο
γόνατο παρουσιάζει συνεχώς άνοδο, με τις πρόσφατες εκτιμήσεις να δείχνουν ότι
σχεδόν το 50% των ατόμων άνω των 50 ετών τον βιώνουν σε ετήσια βάση και το ένα
τρίτο αυτών επισκέπτονται τους ιατρούς τους για θεραπεία. Η άνοδος αυτή μπορεί
να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως η αύξηση του πληθυσμού, η γήρανσή
του, καθώς και η επιδημία παχυσαρκίας. Η οστεοαρθρίτιδα είναι η συνηθέστερη
αιτία αυτού του πόνου στον συγκεκριμένο πληθυσμό και η συνηθέστερη αιτία
χρόνιας αναπηρίας σε οποιαδήποτε ηλικία», σύμφωνα με τον χειρουργό ορθοπαιδικό,
επικεφαλή του Τμήματος Επανορθωτικής & Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής
Ισχίου - Γόνατος της Osteon Orthopedic
& Spine Clinic Δρ.
Βασίλειο Σακελλαρίου.
Η οστεοαρθρίτιδα είναι μία από τις 100 και πλέον
διαφορετικές μορφές αρθρίτιδας στις οποίες είναι επιρρεπείς οι άνθρωποι. Αν και
θεωρείται ως νόσος των ηλικιωμένων, είναι πιθανό να την εμφανίσουν άνθρωποι
κάθε ηλικίας. Πρόκειται για μία επώδυνη πάθηση κι αυτό γιατί χάνεται η
προστασία της άρθρωσης, δηλαδή ο χόνδρος που την περιβάλλει. Όπως μας εξηγεί ο
Δρ. Σακελλαρίου, στην οστεοαρθρίτιδα του γόνατος ο αρθρικός χόνδρος φθείρεται
σταδιακά, μειώνεται ο προστατευτικός χώρος μεταξύ των οστών και δεν καλύπτεται
πλέον το υποχόνδριο οστούν. Αποτέλεσμα αυτής της μείωσης είναι η τριβή των
οστών. Ο οργανισμός, προσπαθώντας να προστατεύσει την άρθρωση, παρουσιάζει
αύξηση του ιστού των οστών (οστεόφυτα), ο αρθρικός θύλακας γίνεται παχύτερος
και χάνει την ελαστικότητά του και ο αρθρικός υμένας φλεγμαίνει. Με την πάροδο
του χρόνου η άρθρωση παρουσιάζει πλήρη εκφύλιση και περιορισμό της
κινητικότητάς του, οπότε ο ασθενής πονάει και παρουσιάζει δυσκαμψία, όχι μόνο
κατά την κίνηση και φόρτιση της άρθρωσης, αλλά και σε κατάσταση ανάπαυσης.
Οι πρώτες επιλογές για την αντιμετώπιση της
πάθησης, όταν αυτή βρίσκεται σε αρχικά στάδια, είναι η απώλεια βάρους για τους
υπέρβαρους ασθενείς, η άσκηση και η φυσικοθεραπεία. Ωστόσο, αυτά τα μέτρα δεν
αποδίδουν πάντα, οπότε συνταγογραφούνται αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη χάπια.
Πέραν αυτών, όμως, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία θεραπευτικών επιλογών για την
αντιμετώπισή της. Σε πιο προχωρημένα στάδια, οι ειδικοί διαθέτουν εναλλακτικές,
ενέσιμες θεραπείες για τη διαχείριση του πόνου.
Μεταξύ αυτών είναι η κορτιζόνη, ένα στεροειδές που
εγχέεται με μία λεπτή βελόνα απευθείας στην άρθρωση του γόνατος. Εμποδίζει την
αύξηση της φλεγμονής και εν συνεχεία
ανακουφίζει την άρθρωση από τον πόνο που προκαλεί η πάθηση. Αυτή η θεραπευτική
επιλογή, παρότι είναι η πιο δημοφιλής, έχει περιορισμένη διάρκεια. Η δράση των
ενέσεων κορτιζόνης κυμαίνεται μεταξύ 3-4 μηνών, όταν όμως αυτή μειωθεί η
φλεγμονή επανεμφανίζεται, οπότε και τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν. Η δε
έγχυση πρέπει να γίνεται από έμπειρο ορθοπαιδικό, διότι για να είναι
αποτελεσματική πρέπει να χορηγηθεί στο σωστό σημείο. Επίσης, πρέπει να
αξιολογηθεί η σχέση κινδύνου/οφέλους, δεδομένου ότι μπορεί να προκαλέσει
παρενέργειες.
Άλλη μια επιλογή ενδαρθρικών ενέσεων για την
αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας είναι οι ενέσεις υαλουρονικού οξέος. Σε
αντίθεση με την κορτιζόνη, το υαλουρονικό οξύ παράγεται από το σώμα.
Συγκεντρώνεται στις αρθρώσεις (όπως και σε άλλα σημεία), εν τούτοις, στους
ανθρώπους με οστεοαρθρίτιδα αυτό διασπάται, με αποτέλεσμα τον πόνο και τη
δυσκαμψία τους. Αποτελεί μια εναλλακτική για εκείνους που δεν ανακουφίζονται
από τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα ή που δεν δύνανται να τα λάβουν,
λόγω προβλημάτων στα νεφρά ή στο στομάχι. Εργαστηριακές και κλινικές έρευνες
υποδηλώνουν ότι το υαλουρονικό οξύ μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα από το να
λιπαίνει απλώς την άρθρωση. Μελέτες δείχνουν ότι η έγχυση υαλουρονικού οξέος
παρεμποδίζει τις προσταγλανδίνες και τις κυτοκίνες, οι οποίες προάγουν τη
φλεγμονή. Μπορεί επίσης να προκαλέσει αύξηση της ιδίας παραγωγής αυτής της
σημαντικής ουσίας, η οποία μπορεί με τη σειρά της να συμβάλει στη διατήρηση του
χόνδρου. Οι ευεργετικές επιδράσεις των ενέσεων υαλουρονικού οξέος διαρκούν
περίπου 5-6 μήνες. Μετά από αυτό το διάστημα η χορήγηση θα πρέπει να
επαναληφθεί.
Στις νεότερες θεραπείες περιλαμβάνονται και οι
ενέσεις PRP.
Όπως συμβαίνει και με το υαλουρονικό οξύ, η αυτόλογος μεσοθεραπεία PRP χρησιμοποιεί συστατικά που παράγονται από το
ανθρώπινο σώμα. Η διαφορά τους, όμως, είναι ότι το υλικό που εγχέεται στην
πρώτη περίπτωση είναι συνθετικό, ενώ στη δεύτερη φυσικό. Πιο συγκεκριμένα, PRP σημαίνει πλούσιο σε αιμοπετάλια πλάσμα και
βρίσκεται στο αίμα. Βοηθά το σώμα να επουλωθεί εξαιτίας των αυξητικών
παραγόντων που διαθέτει. Αυτοί συμβάλλουν στη μείωση της φλεγμονής γύρω από την
άρθρωση, αλλά και στην ενίσχυση και θρέψη του χόνδρου. Με απλά λόγια οι ενέσεις
PRP
προέρχονται από το αίμα του ασθενούς, το οποίο αφού ληφθεί φυγοκεντρίζεται.
Κατά τη διαδικασία αυτή τα αιμοπετάλια διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα κύτταρα
του αίματος και η συγκέντρωσή τους αυξάνεται. Στη συνέχεια εγχέεται στο γόνατο
ως θεραπευτικό μέσο. Στα πλεονεκτήματα της θεραπείας περιλαμβάνεται και η
σημαντική διάρκεια ζωής των αποτελεσμάτων της, δεδομένου ότι επαναλαμβάνεται
κάθε 6 μήνες.
Τέλος, νέες προοπτικές στην αντιμετώπιση της
οστεοαρθρίτιδας έχουν φέρει τα βλαστοκύτταρα. Αυτή η μορφή θεραπείας
χρησιμοποιεί βλαστοκύτταρα που λαμβάνονται από το αμνιακό υγρό. Μόλις
απομακρυνθούν από αυτό, προστατεύονται και καθαρίζονται σε εγκεκριμένο
εργαστήριο, πριν καταψυχθούν. Ωστόσο, σήμερα οι περισσότερες θεραπείες
βλαστοκυττάρων χρησιμοποιούν αυτόλογα μεσεγχυτικά στελεχιαία κύτταρα (MSCs), που λαμβάνονται από το μυελό ή το λίπος του
ασθενή ή βλαστοκύτταρα που έχουν προσφερθεί από άλλους ανθρώπους (αλλογενή MSCs). Η έρευνα μέχρι σήμερα δείχνει ότι οι θεραπείες
των βλαστοκυττάρων που χρησιμοποιούν τα κύτταρα του ίδιου του ασθενούς τείνουν
να είναι ασφαλείς για τη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας. Βέβαια, «όπως κάθε θεραπεία
ενέχει κινδύνους, ορισμένοι εξ αυτών οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα πρότυπα
ασφαλείας που χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία των βλαστοκυττάρων προτού
εγχυθούν. Η θεραπεία αυτή βρίσκεται σε αρχικά στάδια και ακόμα διεξάγεται
πλήθος μελετών για την αποτελεσματικότητά της», καταλήγει ο Δρ. Βασίλειος Σακελλαρίου.