Περισσότερες από τρεις στις δέκα υπογόνιμες
γυναίκες έχουν βλάβες ή δυσμορφίες στη μήτρα ή στις ωοθήκες τους, που
δυσκολεύουν ή καθιστούν απαγορευτική τη σύλληψη και την εγκυμοσύνη, εάν δεν
προηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία.
Όπως εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος
Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή
και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ, οι βλάβες στις σάλπιγγες μπορεί
να προκληθούν από εγγενές αίτιο (π.χ. σοβαρή σαλπιγγίτιδα, όπως η οζώδης
ισθμική σαλπιγγίτιδα) ή εξωγενές (π.χ. να είναι απόρροια της περιτονίτιδας, της
ενδομητρίωσης ή μιας εγχείρησης στην περιοχή της πυέλου).
Ωστόσο «ο κύριος παράγοντας υπογονιμότητας εξαιτίας
βλάβης στις σάλπιγγες είναι οι σαλπιγγίτιδες, με κύρια αίτια τα χλαμύδια και
τον γονόκοκκο», διευκρινίζει.
Υπολογίζεται ότι το σχεδόν 15% των ζευγαριών
αναπαραγωγικής ηλικίας αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας. Συχνές αιτίες
είναι προβλήματα στον άνδρα (45% των περιπτώσεων), διαταραχές στην ωορρηξία
(37%) και οι βλάβες στις σάλπιγγες (18%). Στο περίπου 20% των περιπτώσεων η
αιτία της υπογονιμότητας είναι πολυπαραγοντική, ενώ στο 10% συμβάλλοντας
παράγοντας είναι προβλήματα στην κοιλότητα της μήτρας. Τέτοια προβλήματα είναι
οι πολύποδες λόγω ενδομητρίωσης και τα ινομυώματα μήτρας.
Στην πραγματικότητα, οι ενδομητρικοί πολύποδες και
τα ινομυώματα αποτελούν μία από τις συνηθέστερες αιτίες αποτυχίας της
εξωσωματικής. Αναφέρονται στο 50% των γυναικών με επαναλαμβανόμενη αποτυχία
στην εμφύτευση του εμβρύου μετά την εμβρυομεταφορά.
Πώς μπορούν όμως να διαγνωστούν εγκαίρως, ώστε να
γίνει η κατάλληλη θεραπεία και να αυξηθούν οι πιθανότητες εγκυμοσύνης; «Η
ενδεδειγμένη εξέταση είναι η υστεροσαλπιγγογραφία, η οποία αποτελεί ένα
πολύτιμο εργαλείο κατά της υπογονιμότητας», απαντά ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Η υστεροσαλπιγγογραφία είναι μία διαγνωστική
εξέταση η οποία απεικονίζει λεπτομερώς τις σάλπιγγες, τη μήτρα και τις
παρακείμενες περιοχές. Η εξέταση γίνεται με την έγχυση μιας ειδικής χρωστικής
στην μήτρα. Η χρωστική είναι σε υγρή μορφή και η έγχυσή της γίνεται μέσω του
κόλπου.
Η μήτρα γεμίζει γρήγορα με τη χρωστική, η οποία
εξαπλώνεται και στις σάλπιγγες. Η χρωστική είναι ορατή στις ακτίνες Χ και έτσι
ο γιατρός, παρακολουθώντας την ροή της στα εσωτερικά γεννητικά όργανα της
γυναίκας, μπορεί να εντοπίσει τυχόν εμπόδια και να δει αν οι σάλπιγγες είναι
διαβατές ή αποφράσσονται π.χ. από συμφύσεις (είναι συσσωρεύσεις ουλώδους
ιστού).
«Με την υστεροσαλπιγγογραφία μπορούν επίσης να
αποκαλυφθούν ενδομητρικές συμφύσεις, καθώς και συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας.
Επειδή, όμως, ως εξέταση έχει υψηλή ευαισθησία (60-98%) αλλά χαμηλή ειδικότητα
(15-80%) στην ανίχνευση των δυσμορφιών της μήτρας, σε πολλές περιπτώσεις
ακολουθείται από υστεροσκόπηση, δηλαδή εξέταση της κοιλότητας της μήτρας με
ειδική κάμερα, για να οριστικοποιηθεί η διάγνωση», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Με την υστεροσαλπιγγογραφία αξιολογούνται επίσης η
δομή και το σχήμα της μήτρας και των σαλπίγγων. Η χρωστική προκαλεί μικρή
διάταση στα όργανα από τα οποία διέρχεται και, όταν σε λίγες μέρες αποβληθεί
από τον οργανισμό, μπορεί μαζί της να αποβληθούν και τυχόν συσσωρεύσεις βλέννας
και άλλων υπολειμμάτων της εμμήνου ρύσεως.
Παραλλαγή της υστεροσαλπιγγογραφίας με ακτίνες Χ
αποτελεί το υστεροσαλπιγγοϋπερηχογράφημα αντίθεσης (HyCoSy), το οποίο γίνεται
με παρόμοια τεχνική αλλά χωρίς ακτινοβολία. Αυτή η εξέταση έχει μεγάλη
ευαισθησία και ακρίβεια στην αναγνώριση των ανωμαλιών της μήτρας (π.χ. των
πολυπόδων).
Η υστεροσαλπιγγογραφία πραγματοποιείται σε
εξωνοσοκομειακή βάση και διαρκεί περίπου 10-15 λεπτά. Συνήθως εφαρμόζεται μετά
το τέλος της εμμήνου ρύσεως, αλλά πριν από την επόμενη ωορρηξία (ιδανικό
θεωρείται το διάστημα των 2-3 ημερών μετά το τέλος της περιόδου).
Επειδή, όμως, η εξέταση εμπεριέχει ακτινοβολία Χ,
πριν υποβληθεί η γυναίκα σε αυτήν πρέπει να βεβαιώνεται ότι δεν είναι έγκυος.
Η εξέταση είναι λίγο ενοχλητική, καθώς η ροή της
χρωστικής στη μήτρα μπορεί να προκαλέσει κράμπες, τόσο στη διάρκεια της
εξέτασης όσο και μετά το τέλος της. Επιπλέον, αν η χρωστική δεν μπορεί να
περάσει στις σάλπιγγες, ο γιατρός μπορεί να ασκήσει πίεση στη μήτρα σε μία
προσπάθεια να διεγείρει τη ροή της. Η πίεση αυτή μπορεί να προκαλέσει έντονη δυσφορία.
Γι’ αυτό το λόγο, ο γιατρός μπορεί να σας συστήσει
να πάρετε ένα απλό παυσίπονο φάρμακο μία ώρα πριν από την εξέταση. Σε ειδικές
περιπτώσεις μπορεί να χορηγήσει στη γυναίκα κάποιο ήπιο ηρεμιστικό ή ακόμα και
ήπια νάρκωση («μέθη»).
Πριν από την εξέταση ο γιατρός μπορεί ακόμα να
συστήσει λήψη αντιβιοτικού φαρμάκου, για να μειωθεί ο κίνδυνος πυελικής
λοίμωξης εξαιτίας της. Η πυελική λοίμωξη μετά την υστεροσαλπιγγογραφία είναι
σπάνια (παρατηρείται σε λιγότερο από το 1% των εξεταζομένων γυναικών), αλλά αποτελεί
την συνηθέστερη επιπλοκή της εξέτασης. Συνήθως εκδηλώνεται σε γυναίκες με
προηγούμενα νοσήματα των σαλπίγγων (π.χ. σαλπιγγίτιδα λόγω χλαμυδίων).
Άλλες, ακόμα σπανιότερες επιπλοκές είναι όψιμη
αλλεργική αντίδραση στην χρωστική και τραυματισμός της μήτρας. Το Αμερικανικό
Κολλέγιο Μαιευτήρων-Γυναικολόγων (ACOG) συνιστά να καλέστε τον γυναικολόγο σας
εάν παρατηρήσετε κάποιο από αυτά τα συμπτώματα:
* Κολπικό έκκριμα με έντονη μυρωδιά
* Έμετος
* Λιποθυμία
* Σοβαρός πόνος ή κράμπες στην κοιλιά
* Έντονη αιμορραγία από τον κόλπο
* Πυρετός ή ρίγη
Αντιθέτως, φυσιολογικά συμπτώματα μετά την εξέταση
είναι η εμφάνιση ενός κολλώδους κολπικού εκκρίματος, το οποίο μπορεί να
περιέχει σταγόνες αίματος. Το έκκριμα αυτό είναι η χρωστική με βλέννα που
αποβάλλεται από τον οργανισμό. Συνεπώς, φροντίστε να φοράτε μία σερβιέτα (αλλά
όχι ταμπόν) για λίγες ημέρες μετά την εξέταση.
Άλλα φυσιολογικά συμπτώματα είναι ελαφριά
αιμορραγία από τον κόλπο, κράμπες και ένα αίσθημα ναυτίας ή ζάλης.
«Τα ευρήματα της υστεροσαλπιγγογραφίας είναι
φυσιολογικά όταν η χρωστική ρέει ανεμπόδιστα στη μήτρα και τις σάλπιγγες, δεν
υπάρχουν συμφύσεις ή άλλα εμπόδια στις ωοθήκες, ούτε κάποιο εύρημα στη μήτρα»,
εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Αν υπάρξει οτιδήποτε μη-φυσιολογικό και αναλόγως με
την περίπτωση, θα προταθούν περαιτέρω εξετάσεις (π.χ. υστεροσκόπηση) ή θεραπεία
για την αντιμετώπισή του, ώστε να βελτιωθεί η γονιμότητα της γυναίκας».