Έναν νέο τρόπο εκτίμησης της εξέλιξης της
οστεοαρθρίτιδας και του κινδύνου υποβολής του ασθενή σε ολική αρθροπλαστική
γόνατος εκτιμούν ότι βρήκαν αυστραλοί ερευνητές από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας
και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Monash της Μελβούρνης.
Σύμφωνα με τη μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο
περιοδικό Rheumatology, οι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί ή παρουσιάζουν κίνδυνο
για οστεοαρθρίτιδα γόνατος μπορούν να εντοπιστούν από την μεταβολή της
ποσότητας του υγρού στο γόνατο. Συγκεκριμένα,
ανακάλυψαν ότι η φυσιολογική ποσότητα αρθρικού υγρού και η μεταβολή της
σε διάστημα ενός έτους σχετίζονται θετικά με την απώλεια όγκου του χόνδρου και
ακτινογραφική οστεοαρθρίτιδα σε διάστημα 4 ετών και με κίνδυνο για ολική
αντικατάσταση του γόνατος σε διάστημα 6 ετών.
«Η οστεοαρθρίτιδα είναι μια πολύ συχνή πάθηση που
εκδηλώνεται συνήθως σε άτομα άνω των 45 ετών. Αφορά στην εκφύλιση του χόνδρου,
η οποία επιτρέπει την επαφή των οστών της άρθρωσης. Όσο η πάθηση επιδεινώνεται,
προκαλεί στον ασθενή οίδημα, προοδευτικά επιδεινούμενο πόνο και απώλεια της
λειτουργικότητας της άρθρωσης. Υπολογίζεται ότι η πάθηση επηρεάζει το 7% του
παγκόσμιου πληθυσμού. Η ηλικία, το φύλο,
η παχυσαρκία, η υπερχρήση, η άρση βαρών από αθλητικές ή επαγγελματικές
δραστηριότητες και ο τραυματισμός της άρθρωσης αποτελούν παράγοντες κινδύνου
για την εμφάνιση της οστεοαρθρίτιδας», μας εξηγεί ο εξειδικευμένος στις
αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Αθανάσιος
Τσουτσάνης. Η πάθηση μπορεί να
προκαλείται εν μέρει από αρθρική φλεγμονή, η οποία εκδηλώνεται ως πάχυνση της
αρθρικής μεμβράνης και συλλογή υγρού, οδηγώντας σε πρήξιμο και έκταση των
συνδέσμων γύρω από την άρθρωση, οπότε αυτή γίνεται άκαμπτη και πονά. Ωστόσο,
υπάρχουν λίγες διαθέσιμες μελέτες σχετικά με την επίδραση της συλλογής υγρού
στην εξέλιξη της οστεοαρθρίτιδας του γόνατος.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο
Monash σε συνεργασία με συναδέλφους τους από τον Καναδά, επιδιώκοντας τον
εντοπισμό των ασθενών που βρίσκονται σε κίνδυνο ώστε να είναι εφικτή η
προσαρμογή των παρεμβάσεων για πιο αργή εξέλιξή της, ανέλυσαν δεδομένα 4.115
ανθρώπων με την πάθηση. Η ηλικία τους κυμαινόταν από 45 και 79 ετών (μέση
ηλικία 61,2), το 57,9% ήταν γυναίκες, με μέσο Δείκτη Μάζας Σώματος 28,6 kg/m2,
και μέσο όγκο συλλογής υγρού κατά την έναρξη 5,0 ml. Οι ερευνητές διαπίστωσαν
ότι υπήρξε θετική συσχέτιση μεταξύ του όγκου συλλογής υγρού και της μείωσης του
όγκου του έσω χόνδρου, της εξέλιξης της ακτινογραφικής οστεοαρθρίτιδας (εκείνης
που στην ακτινογραφία διακρίνονται αλλαγές στο οστό, οστεόφυτα, στένωση του μεσάρθριου
διαστήματος, αλλά δεν έχει δώσει ακόμα κλινικά συμπτώματα) και του κινδύνου για ολική αρθροπλαστική
γόνατος.
«Ο όγκος του υγρού στο γόνατο, που αξιολογήθηκε με
μαγνητική τομογραφία, συσχετίστηκε με τη δομική εξέλιξη της οστεοαρθρίτιδας του
γόνατος», συνοψίζουν οι συγγραφείς. Όσον αφορά τις κλινικές επιπτώσεις,
σημειώνουν ότι «η ποσότητα του υγρού στο γόνατο μπορεί να αποτελέσει μια μέθοδο
για τον εντοπισμό ατόμων που έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο πρόκλησης οστεοαρθρίτιδας
στο γόνατο».
«Η πλειονότητα των ασθενών με την πάθηση
αντιμετωπίζονται αρχικώς συντηρητικά, με φυσικοθεραπείες και ασκήσεις
ενδυνάμωσης των κάτω άκρων και κυρίως του τετρακέφαλου, με φαρμακευτική αγωγή,
με χορήγηση γλουκοζαμίνης και
χονδροϊτίνης και καψαϊκίνης (αν και δεν έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά
τους) και σε αποτυχία αυτών χειρουργικά, δηλαδή σε αντικατάσταση των
“χαλασμένων” επιφανειών της άρθρωσης του γόνατος», εξηγεί περαιτέρω ο Δρ.
Τσουτσάνης. «Ωστόσο, οι χειρουργικές επεμβάσεις αντικατάστασης γόνατος
επιλέγονται ολοένα και περισσότερο από τους δραστήριους ενήλικες των οποίων οι
αρθρώσεις έχουν υποστεί βλάβη».
Η ολική
αρθροπλαστική του γόνατος έχει καθιερωθεί πια εξαιτίας της αποτελεσματικότητάς
της. Η ζήτησή της αυξήθηκε ραγδαία τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αφού οι εξελίξεις
στην ελάχιστα επεμβατική χειρουργική επέμβαση, η διαχείριση του πόνου, η
αναισθησία, η προφύλαξη από θρόμβωση, η προφύλαξη με αντιβιοτικά, ο σχεδιασμός
και η κατασκευή των εμφυτευμάτων προσφέρουν επιτάχυνση της μετεγχειρητικής
ανάρρωσης και της διάρκειας της διαμονής σε νοσοκομείο μετά από την επέμβαση.
Την τελευταία δεκαετία, παρατηρείται, παγκοσμίως,
αύξηση στις χειρουργικές επεμβάσεις που υποστηρίζονται από ρομπότ, οι οποίες
αποδεικνύονται πιο ακριβείς και προσφέρουν συνήθως ταχύτερη ανάκαμψη. Όπως
αναφέρει ο Δρ. Τσουτσάνης, ετησίως σ’ όλον τον κόσμο υποβάλλονται σε
χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης γόνατος εκατομμύρια άτομα, ηλικίας 45 ετών
και άνω. Μέχρι το 2030, ο συνολικός αριθμός των επεμβάσεων αυτών αναμένεται να
φτάσει τα 3,5 εκατομμύρια ανά έτος. Η αρθροπλαστική γόνατος που εκτελείται για
τη αποκατάσταση της άρθρωσης που έχει εκφυλιστεί λόγω οστεοαρθρίτιδας - είτε
μερική είτε ολική - μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: με την κλασική μέθοδο (που
εκτελείται αποκλειστικά από τον χειρουργό βάσει της οπτικής εκτίμησης της
άρθρωσης και με άμεσους χειρισμούς) ή ρομποτικά (δηλαδή ο χειρουργός
χρησιμοποιεί αξονική τομογραφία και ρομποτικό βραχίονα για να εκτελέσει την
επέμβαση με πιο ακριβείς μετρήσεις).
Δηλαδή, παρά την εσφαλμένη αντίληψη
πολλών, ο χειρουργός είναι υπεύθυνος για την επέμβαση και όχι το ρομπότ. Πιο
συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται μια αξονική τομογραφία του γόνατος του ασθενούς
για τη δημιουργία ενός 3-D εικονικού μοντέλου της συγκεκριμένης ανατομίας του
γόνατος. Αυτό το μοντέλο φορτώνεται στο λογισμικό του ρομπότ και ο χειρουργός
το χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει ένα εξατομικευμένο χειρουργικό πλάνο.
Στην
ίδια την επέμβαση, ο χειρουργός καθοδηγεί τον ρομποτικό βραχίονα, βάσει πάντα
του ήδη καταρτισμένου σχεδίου.
Η ρομποτική χειρουργική, σύμφωνα με τον Δρ.
Αθανάσιο Τσουτσάνη, βοηθάει στον έλεγχο παραγόντων που καθιστούν μια επέμβαση
επιτυχημένη. Η εξέλιξη της ρομποτικής
τεχνολογίας προσφέρει ολοένα και πιο ακριβείς μετρήσεις, και συνεπώς ολοένα και
καλύτερα αναμενόμενα χειρουργικά αποτελέσματα.
Έτσι, οι ενημερωμένοι,
εξειδικευμένοι και πεπειραμένοι χειρουργοί μπορούν να προσφέρουν στους ασθενείς
τους αυτή την πρωτοποριακή επιλογή, βοηθώντας τους να επανενταχθούν στην ενεργό
ζωή σε πολύ συντομότερο χρόνο, χωρίς χρόνιο πόνο.