Στις 7 Απριλίου 1939 στρατεύματα του Μουσολίνι
κατέλαβαν την Αλβανία. Όλα έδειχναν πλέον πως η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα
ήταν θέμα χρόνου.
Στις 15 Αυγούστου του 1940 τορπιλίστηκε άνανδρα από
το ιταλικό υποβρύχιο Delfino, το εύδρομο ΕΛΛΗ του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού
στο λιμάνι της Τήνου.
Η συγκεκριμένη ενέργεια αποτέλεσε την κορύφωση των
ιταλικών προκλήσεων έναντι της Ελλάδας και της ουδετερότητας που είχε επιλέξει
ο Ιωάννης Μεταξάς.
Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε
έρθει σε πολύ δύσκολη θέση στην προσπάθεια του να ισορροπήσει μεταξύ των
διπλωματικών σχέσεων του με την Αγγλία και τη Ναζιστική Γερμανία. Παράλληλα
είχε ήδη προχωρήσει σε σημαντικές ενέργειες για την προετοιμασία πολέμου.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 στις 03.00, ο
Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι φθάνει στην οικία του Ιωάννη
Μεταξά στην Κηφισιά και του παραδίδει το ιταλικό τελεσίγραφο ζητώντας την
ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρατευμάτων και τον έλεγχο στρατηγικών σημείων της
χώρας.
Η απάντηση του Ιωάννη Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο «Alors, c'est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο») πέρασε στον τότε ελληνικό τύπο με τη λέξη ΟΧΙ εκφράζοντας με το καλύτερο τρόπο το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα απέναντι στις ιταλικές αξιώσεις και αναδεικνύοντας την αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού να δώσει την απάντηση του στο πεδίο της μάχης και να υπερασπιστεί τα σύνορα του.
Η απάντηση του Ιωάννη Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο «Alors, c'est la guerre» (γαλλικά:«Λοιπόν, έχουμε πόλεμο») πέρασε στον τότε ελληνικό τύπο με τη λέξη ΟΧΙ εκφράζοντας με το καλύτερο τρόπο το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα απέναντι στις ιταλικές αξιώσεις και αναδεικνύοντας την αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού να δώσει την απάντηση του στο πεδίο της μάχης και να υπερασπιστεί τα σύνορα του.
Το ιταλικό σχέδιο προέβλεπε σε πρώτη φάση του την αιφνιδιαστική κατάληψη της Ηπείρου και της Κέρκυρας. Στη συνέχεια κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας, προέλαση προς Θεσσαλονίκη – Αθήνα και εν τέλει κατάληψη όλης της χώρας.
Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, Διοικητής της VIII Μεραρχία Πεζικού ήταν πεπεισμένος πώς στα στενά του Καλπακίου (Ελαίας) ήταν το ιδανικό σημείο ανακοπής της προέλασης των ιταλικών στρατευμάτων προς τα Ιωάννινα. Το έλος του ποταμού Καλαμά θα αποτελούσε ένα αξεπέραστο φυσικό εμπόδιο τόσο για τα ιταλικά τεθωρακισμένα όσο και για τις δυνάμεις πεζικού του εχθρού. Οι σκέψεις του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχικές διαταγές του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αν και τελικά υποχώρησε και του άφησε ελευθερία πρωτοβουλιών. Ο Κατσιμήτρος προχώρησε από τον Απρίλιο του 1939 με λιγοστά μέσα και με την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής στην οργάνωση των αμυντικών έργων της τοποθεσίας. Έτσι η έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου βρίσκει τους άντρες της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο έτοιμους να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και τελικά να αποκρούσουν με απαράμιλλο ηρωισμό και αμυνόμενοι μέχρι εσχάτων, σύμφωνα και με την ημερήσια διαταγή που εξέδωσε ο διοικητής τους, την σφοδρή επίθεση του Ιταλικού Στρατού.
Στις 05.30 της 28ης Οκτωβρίου 1940, πριν από την
επίσημη εκπνοή του τελεσιγράφου των Ιταλών εκδηλώνεται η ιταλική επίθεση. Οι
ιταλικές φάλαγγες περνούν τα ελληνικά σύνορα και διεισδύουν στο ελληνικό
έδαφος, όμως οι άνδρες της VIII Μεραρχίας είχαν οργανώσει καλά την άμυνά τους.
Τα ελληνικά τμήματα προέβαλαν αντίσταση, ερχόμενα αντιμέτωπα με καταιγισμό
εχθρικών πυρών. Σύντομα για τις δύο Μεραρχίες Πεζικού (Φερράρα – Σιένα) και τη
μία Τεθωρακισμένη Μεραρχία (Κένταυροι) αποδείχτηκε πως θα είχαν δύσκολο έργο.
Τα ελληνικά τμήματα, αφού επέτυχαν να δυσκολέψουν τις κινήσεις του εχθρού και
να τον επιβραδύνουν συμπτύχθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία. Με το χάραμα
της πρώτης ημέρας του πολέμου ξεκίνησε ένας ανελέητος ιταλικός αεροπορικός
βομβαρδισμός. Οι Ιταλοί προετοιμάζονταν για την κύρια επίθεση κατά των
ελληνικών αμυντικών θέσεων στην περιοχή Καλαμά – Καλπακίου.
Έτσι, το πρώτο διήμερο του Νοεμβρίου του 1940 οι
Ιταλοί επιχείρησαν να μπουν στα στενά του Καλπακίου. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου
η ιταλική αεροπορία και πυροβολικό βομβάρδισαν με μανία τις ελληνικές θέσεις.
Το μεσημέρι η Μεραρχία Φερράρα προσπάθησε ανεπιτυχώς να σπάσει την άμυνα των
Ελλήνων. Οι ελληνικές δυνάμεις διατήρησαν ακέραιες τις θέσεις τους και
απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πεζικού καθηλώνοντας τα εχθρικά τμήματα και
ανακόπτοντας την επίθεση.
Ωστόσο, ιταλικά και αλβανικά στρατιωτικά τμήματα
επωφελούμενα από τη χιονοθύελλα και αιφνιδιάζοντας την ελληνική διμοιρία που
βρισκόταν στο ύψωμα της Γκραμπάλας, σημαντική στρατηγική θέση για την εξέλιξη
των επιχειρήσεων, κατάφεραν να το καταλάβουν. Οι εχθρικές δυνάμεις μπόρεσαν να
κρατήσουν τις θέσεις μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, όταν τελικά
ανακαταλήφθηκε το ύψωμα από τους Έλληνες.
Όμως οι Ιταλοί πέτυχαν με τη σειρά τους την
ανακατάληψη της Γκραμπάλας. Ακολούθησε μια λυσσαλέα διεκδίκηση του υψώματος και
από τις δύο πλευρές, μάχες σώμα με σώμα, αλλά τελικά τα ελληνικά τμήματα
κατάφεραν την οριστική κατάληψη και τον έλεγχο του υψώματος της Γκραμπάλας.
Παράλληλα την ίδια ημέρα μια εχθρική φάλαγγα αρμάτων που αποτελούνταν από 50-60
άρματα και 80 μοτοσικλετιστές επιτέθηκε στο Καλπάκι, ωστόσο τα πρόχειρα
αντιαρματικά εμπόδια και τα λασπωμένα από τη βροχή χωράφια αποδείχτηκαν
ανυπέρβλητο εμπόδιο. Έτσι, έγιναν εύκολη λεία για τα ελληνικά πυροβόλα. Εννέα
τεθωρακισμένα άρματα καταστράφηκαν και άλλα εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά
τους. Ο ελληνικός στρατός είχε τα πρώτα του λάφυρα.
Στις 4 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε
βομβαρδισμούς σε ολόκληρο το μέτωπο και την επόμενη μέρα εκδήλωσαν σφοδρή
επίθεση, αλλά και αυτή η προσπάθεια είχε ατυχή κατάληξη για τις ιταλικές
δυνάμεις αντιμετωπίζοντας για ακόμη μια φόρα την παθιασμένη και καλά οργανωμένη
άμυνα των Ελλήνων. Ήταν φανερό πως πια οι ιταλικές δυνάμεις είχαν περιέλθει σε
πολύ δύσκολη θέση. Οι Ιταλοί συνέχισαν τις προσπάθειές τους μέχρι την 8η
Νοεμβρίου, ώσπου φάνηκε πως ο ιταλικός ''περίπατος'' έπρεπε να λάβει πολύ
γρήγορα τέλος και τα ιταλικά τμήματα να υποχωρήσουν και να λάβουν αυτά
αμυντικές θέσεις. Το άρτιο σχέδιο του ανώτατου διοικητή Αλβανίας στρατηγού
Βισκόντι Πράσκα συντρίφθηκε από το ελληνικό σθένος και χάθηκε στα λασπωμένα
εδάφη και τις απρόσιτες βουνοκορφές της Πίνδου.
Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας κατά τη μάχη του
Καλπακίου (Ελαία-Καλαμά), από την 1η μέχρι την 5η Νοεμβρίου, ανήλθαν σε 3
αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες
τραυματίες. Οι περισσότερες από τις απώλειες αυτές οφείλονταν στους
βομβαρδισμούς της Ιταλικής Αεροπορίας κατά των θέσεων του πυροβολικού, καθώς
και στις τοπικές αντεπιθέσεις, οι οποίες έγιναν για την ανάκτηση εδαφών που
είχαν καταληφθεί από τον εχθρό. Οι απώλειες των ιταλικών δυνάμεων, σύμφωνα με
τα στοιχεία του στρατηγού Πράσκα, ανήλθαν από την έναρξη των πολεμικών
επιχειρήσεων μέχρι την 5η Νοεμβρίου σε 17 αξιωματικούς και 354 οπλίτες νεκρούς
και σε 65 αξιωματικούς και 1.134 οπλίτες τραυματίες. Ως αγνοούμενοι φέρονται 10
αξιωματικοί και 648 οπλίτες.
H συντριβή της ιταλικής επίθεσης την πρώτη βδομάδα
του πολέμου προσγείωσε απότομα την ιταλική ηγεσία και αναπτέρωσε το ηθικό των
αμυνομένων Ελλήνων. Λίγες μέρες αργότερα, ο ελληνικός στρατός πέρασε στην
αντεπίθεση, απωθώντας βαθύτερα στο έδαφος της Αλβανίας τους εισβολείς. Οι
Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου σε πόλεις όπως η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και οι
Άγιοι Σαράντα υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και συγκίνηση τα ελληνικά στρατεύματα.
Όμως το Έπος του 1940 δεν θα είχε γίνει πραγματικότητα χωρίς την πεισματώδη
αντίσταση στο Καλπάκι και στην Πίνδο. Οι νίκες αυτές αποδείχθηκαν κρισιμότατης
σημασίας για την έκβαση του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ουσιαστικά, κατέστησαν
σχεδόν μη αναστρέψιμη την κατάσταση για τους Ιταλούς από τις πρώτες κιόλας
μέρες. Οι αγώνες του ελληνικού στρατού και λαού στους επόμενους μήνες μέχρι την
γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941 και την οριστική κατάκτηση της Ελλάδας με
τη μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941 έκτισαν γερά θεμέλια στις συνειδήσεις όλων
των Ελλήνων. Το πνεύμα του Μετώπου αποτέλεσε τη "μαγιά" της Εθνικής
Αντίστασης στα μαύρα χρόνια της τριπλής Κατοχής.