Οι περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις για
ουρολογικούς καρκίνους σήμερα διενεργούνται με το ρομποτικό σύστημα daVinci,
σύμφωνα με την πρώτη μετα-ανάλυση που εξέτασε τις γενικές τάσεις στη χρήση της
ρομποτικής στην ουρολογική ογκολογία. Από τα αποτελέσματά της διαφάνηκε ότι η
συντριπτική πλειονότητα των επεμβάσεων για την αντιμετώπιση του καρκίνου του
προστάτη γίνεται ρομποτικά.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, από όλους τους
ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ριζική προστατεκτομή (RP), οι χειρουργοί εφάρμοσαν
ρομποτική τεχνική στο 85,4% των επεμβάσεων. Επίσης, με το ρομποτικό σύστημα
πραγματοποιήθηκε το 32,8% των ριζικών κυστεκτομών (RC) και το 66,1% των επεμβάσεων μερικής νεφρεκτομής (PN) το 2015. Αυτά τα
στοιχεία δείχνουν ότι η χρήση ρομποτικής χειρουργικής αυξήθηκε στις ΗΠΑ κατά 4,
11 και 110 φορές για τις επεμβάσεις RP, RC και PN, αντίστοιχα, σε σύγκριση με
το 2005.
«Ο καρκίνος
του προστάτη είναι ο συχνότερος καρκίνος στον άνδρα, καθώς αντιπροσωπεύει το
15% όλων των καρκίνων. Το 5% αυτών εμφανίζεται σε ανθρώπους ηλικίας μικρότερης
των 30 ετών, ενώ το 59% σε ηλικίες άνω των 79 ετών. Σύμφωνα με στατιστικές,
συχνότερα εμφανίζεται στην Αυστραλία, Βόρεια Αμερική, Δυτική και Βόρεια Ευρώπη,
ενώ στην Ασία, τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη η επίπτωση είναι μικρότερη,
αλλά αυξανόμενη. Από τη νόσο χάνουν τη ζωή τους περισσότεροι άνθρωποι στην
Αφρική, λιγότεροι στην Αμερική και ακόμη λιγότεροι στην Ασία. Η γενετική/φυλετική προδιάθεση υφίσταται,
κυρίως όταν έχει προκύψει σε 2 συγγενείς ηλικίας μικρότερης των 55 ετών»,
σημειώνει ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Γεώργιος Κυριάκου, διδακτικό μέλος
IRCAD/EITS της Ιατρικής Σχολής του Στρασβούργου. Ωστόσο, έχει φανεί από Ιάπωνες
που έχουν μετακινηθεί στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ ότι ενδεχομένως να υπάρχουν και
εξωγενείς/περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου, δεδομένης της αυξημένης
επίπτωσης του προστατικού καρκίνου σ’ αυτόν τον πληθυσμό, που είναι σχεδόν
παρόμοια με εκείνη των Αμερικανών. Η θεραπεία του καρκίνου του προστάτη είναι
χειρουργική (ωστόσο σε πολύ αρχικό στάδιο μπορεί να προταθεί μόνο
παρακολούθηση), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συστήνεται ακτινοθεραπεία ή
βραχυθεραπεία.
Όπως ανέφεραν οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Keck
του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες, από τις 105.300
χειρουργικές επεμβάσεις στον προστάτη, την ουροδόχο κύστη και το νεφρό που
πραγματοποιήθηκαν το 2005, η ρομποτική χρησιμοποιήθηκε στο 29,6% των
περιπτώσεων. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 69,2% των 88,198 χειρουργικών
επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν το 2015.
Μια άλλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το
Northwestern University Feinberg School of Medicine έδειξε την ίδια τάση. Οι
ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ρομποτικά υποβοηθούμενες λαπαροσκοπικές
προστατεκτομές εκτελούνται 5 φορές περισσότερο από ό,τι οι ανοιχτές ριζικές
προστατεκτομές, ποσοστό που αντιπροσωπεύει το 85% όλων των ριζικών
προστατεκτομών που εκτελέστηκαν από ουρολόγους το 2013 στις ΗΠΑ.
«Οι μελέτες αυτές δείχνουν ότι η ρομποτική
χειρουργική πρέπει να αποτελεί την πρώτη επιλογή σε πολλές ογκολογικές
επεμβάσεις. Ήδη έχει καθιερωθεί για την αντιμετώπιση του καρκίνου του προστάτη
κι αυτό γιατί προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα στους ασθενείς, με τη γρήγορη
ανάρρωση και την αποφυγή μετεγχειρητικών ουρολογικών προβλημάτων να αποτελούν τα σημαντικότερα. Τα άριστα
αποτελέσματα της ρομποτικής χειρουργικής επιτυγχάνονται επειδή επιτρέπει στους
χειρουργούς να εκτελούν τις επεμβάσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια, να
πραγματοποιούν καλύτερα την παρασκευή των ιστών και συνεπώς τον περιορισμό της
αιμορραγίας», επισημαίνει ο Δρ. Κυριάκου. «Ειδικότερα, όσοι χειρουργούνται
ρομποτικά, έχουν υψηλότερα ποσοστά εκρίζωσης της νόσου, υψηλότερα ποσοστά
εγκράτειας ούρων και διατήρησης της στυτικής ικανότητας», προσθέτει.
Αυτό κατέδειξε και η μετα-ανάλυση του Πανεπιστημίου
της Νότιας Καλιφόρνιας. Οι ρομποτικές χειρουργικές επεμβάσεις συνδέονται με
λιγότερη απώλεια αίματος, με λιγότερες περιεγχειρητικές επιπλοκές και μικρότερη
διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο σε σύγκριση με την ανοιχτή χειρουργική
επέμβαση, αλλά κοστίζει περισσότερο.
«Το τελικό κόστος ενδεχομένως να μην είναι
υψηλότερο όταν συνυπολογιστεί το ύψος των χρημάτων που εξοικονομείται από τα
λιγότερα νοσήλεια και η μικρότερη απώλεια εισοδήματος λόγω της συντομότερης
παραμονής στο νοσοκομείο και της ταχύτερης ανάρρωσης, και φυσικά, δεδομένου ότι
το κόστος δεν είναι μόνο οικονομικό, η λιγότερη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία,
η οποία είναι ανεκτίμητη», προσθέτει ο Δρ. Κυριάκου.
Η γνώση των παραγόντων που θα μπορούσαν να
οδηγήσουν σε καρκίνο του προστάτη είναι το μόνο όπλο προστασίας των ανδρών, το
οποίο θα μπορούσε να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου. Σύμφωνα με
τον Δρ. Κυριάκου, η αρτηριακή υπέρταση, η αυξημένη περιφέρεια μέσης (> 102
εκ.), ο διαβήτης και το κάπνισμα αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση
της νόσου. Έχει αποδειχθεί, επίσης, ότι τόσο η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ όσο και
η παντελής έλλειψή του σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο. Η παχυσαρκία αποτελεί
παράγοντα χαμηλού κινδύνου για εμφάνισης χαμηλής επιθετικότητας και υψηλού
κινδύνου για εμφάνιση υψηλής επιθετικότητας καρκίνου του προστάτη. Υψηλότερες
πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του προστάτη έχουν και ορισμένες πληθυσμιακές
ομάδες, όπως όσοι εργάζονται τη νύχτα και οι πιλότοι. Σύνδεση έχει βρεθεί ότι
υπάρχει μεταξύ γονόρροιας και καρκίνου του προστάτη.
Διατροφικά, μελέτες έχουν δείξει ότι τα χαμηλά ή
αντίθετα τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης-D
σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο προστατικού καρκίνου και κυρίως υψηλής
επιθετικότητας. Υπάρχει ασθενής συσχέτιση μεταξύ καρκίνου του προστάτη και
υψηλής πρόσληψης πρωτεϊνών. Επίσης, παρότι μια διατροφή υψηλή σε λίπη είναι
επιβλαβής όπως και τα τηγανητά, τα ωμέγα 3 λιπαρά οξέα δεν έχουν συσχετιστεί με
προστασία από τον συγκεκριμένο καρκίνο, όπως επίσης και το σελήνιο και η
βιταμίνη Ε. Το λυκοπένιο έχει καταδειχθεί ότι προστατεύει σε χαμηλό βαθμό από
τον καρκίνο του προστάτη.
Τέλος, η λήψη ορισμένων φαρμάκων αυξάνει τις
πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του προστάτη, όπως, για παράδειγμα, τα φάρμακα για υπερτροφία τύπου Proscar τα
οποία αυξάνουν λίγο την εμφάνιση πιο επιθετικού καρκίνου. Αντιθέτως, η λήψη
τεστοστερόνης λόγω υπογοναδισμού, και στατινών λόγω μεταβολικού συνδρόμου, δεν
εμφανίζουν συσχέτιση.