Οι
παχύσαρκοι ασθενείς μπορεί να μην είναι απολύτως απαραίτητο να χάσουν βάρος
πριν από την ολική αρθροπλαστική ισχίου ή γόνατος, όπως υποδεικνύει μελέτη από
την UMass Medical School. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ακόμα και οι σοβαρά
παχύσαρκοι άνθρωποι μπορούν να ωφεληθούν σχεδόν εξίσου με τους ασθενείς
φυσιολογικού βάρους, αφού η ανακούφιση από τον πόνο και η βελτίωση της
σωματικής λειτουργίας τους είναι παρόμοια.
«Ο
επιπολασμός των υπέρβαρων ασθενών αυξάνεται σταθερά στο γενικό πληθυσμό. Ήδη
πάνω από 1,9 δισεκατομμύρια ενήλικες ήταν υπέρβαροι το 2014 σύμφωνα με τον
Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και τουλάχιστον 600 εκατομμύρια από αυτούς ήταν
παχύσαρκοι. Η νόσος της παχυσαρκίας είναι γνωστό ότι αυξάνει σημαντικά τον
κίνδυνο εμφάνισης πολυάριθμων παθήσεων και σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα
είναι ισχυρός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη και οστεοαρθρίτιδας του
ισχίου και του γόνατος. Μάλιστα, για κάθε αύξηση του βάρους κατά 5 κιλά ο
κίνδυνος αυξάνεται κατά 30%. Οπότε, όσο υψηλότερος είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος
τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες για μελλοντική ανάγκη αντικατάστασης των
αρθρώσεων του ισχίου και του γονάτου», προειδοποιεί ο εξειδικευμένος στις
αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Αθανάσιος
Τσουτσάνης.
Προηγούμενη
έρευνα έχει δείξει ότι η παχυσαρκία συνδέεται με μικρή, αλλά αυξημένη
πιθανότητα μόλυνσης μετά από πλήρη αντικατάσταση του γόνατος, γεγονός που
μπορεί να αποθαρρύνει τους παχύσαρκους ασθενείς να χειρουργηθούν.
Όπως
δήλωσε όμως η Patricia Franklin, MD, MBA, MPH, καθηγήτρια ορθοπαιδικής και
φυσικής αποκατάστασης, κύρια ερευνήτρια του προγράμματος FORCE-TJR (Function and Outcomes Research for
Comparative Effectiveness in Total Joint Replacement) του ομοσπονδιακού
Οργανισμού για την Έρευνα και την Ποιότητα της Υγείας, η πρόσφατη έρευνα έδειξε
ότι, μετά από τη χειρουργική επέμβαση, οι παχύσαρκοι ασθενείς έχουν συγκρίσιμη
ανακούφιση από τον πόνο και παρόμοια λειτουργικά αποτελέσματα με τους
φυσιολογικού βάρους ασθενείς. «Οπότε, οι παχύσαρκοι ασθενείς θα πρέπει να γνωρίζουν
ότι αυτά τα οφέλη μπορεί να υπερτερούν των κινδύνων», δήλωσε.
Ειδικότερα,
προκειμένου οι ερευνητές να αξιολογήσουν το μέγεθος της ανακούφισης από τον
πόνο και τη βελτίωση της λειτουργικότητας των ασθενών, έλεγξαν τα
προεγχειρητικά και τα 6μηνα μετεγχειρητικά δεδομένα τους τα οποία αφορούσαν τη
λειτουργία, τον πόνο των αρθρώσεων και τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) από ένα
δείγμα 2.040 ασθενών που είχαν υποβληθεί σε ολική αρθροπλαστική ισχίου και
2.964 ασθενών που είχαν υποβληθεί σε πλήρη αντικατάσταση του γόνατος, από τον
Μάιο 2011 έως τον Μάρτιο του 2013. Η προεγχειρητική και μετεγχειρητική
λειτουργία και ο πόνος αξιολογήθηκαν ανάλογα με τον ΔΜΣ των συμμετεχόντων, οι
οποίοι κατηγοριοποιήθηκαν ως κάτω του φυσιολογικού ή με φυσιολογικό βάρος, ως
υπέρβαροι, παχύσαρκοι, σοβαρά παχύσαρκοι ή παθολογικά παχύσαρκοι. Κατά την
έναρξη της μελέτης διαπιστώθηκε ότι όσο περισσότερο βάρος είχαν οι ασθενείς
τόσο χειρότερος ήταν ο πόνος. Όμως, μετά την επέμβαση αυτοί οι ασθενείς έδειξαν
και τη μεγαλύτερη ανακούφιση από τον πόνο, με παρόμοια μέση μετεγχειρητική
βαθμολογία πόνου σε έξι μήνες σε όλα τα επίπεδα παχυσαρκίας.
Οι
ερευνητές, που δημοσίευσαν τα ευρήματά τους στο περιοδικό Journal of Bone and
Joint Surgery, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ενώ η παχυσαρκία συνδέεται με
μεγαλύτερο κίνδυνο επιπλοκών, δεν πρέπει να είναι αποτρεπτική και οι ασθενείς
θα πρέπει να υποβάλλονται σε ολική αρθροπλαστική για την ανακούφιση των
συμπτωμάτων.
Όπως
δήλωσε ο Wenjun Li, PhD, αναπληρωτής καθηγητής ιατρικής και κύριος συγγραφέας
της μελέτης, οι ασθενείς που μπορούν να χάσουν βάρος θα πρέπει να το κάνουν,
όμως πολλοί είτε δεν μπορούν ή θα απαιτηθεί πολύς χρόνος μέχρι να το πετύχουν,
κατά τη διάρκεια του οποίου θα επιδεινωθεί περαιτέρω η κατάσταση των αρθρώσεών
τους. «Αν μπορούν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση νωρίτερα, θα μπορούν να
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την παχυσαρκία μόλις αποκατασταθεί η
λειτουργία», σημείωσε.
Δεδομένου
ότι οι επεμβάσεις για την ολική αντικατάσταση ισχίου και γόνατος είναι
προαιρετικές, καθώς δεν απειλείται η ίδια η ζωή αλλά η ποιότητά της, είναι καλό
οι ασθενείς να επιδιώκουν την απώλεια βάρους. Όπως επισημαίνει ο Δρ.
Τσουτσάνης, επιλέγοντας έναν τρόπο εκγύμνασης για καύση θερμίδων που δεν
επιβαρύνει τις αρθρώσεις, όπως π.χ. κολύμβηση, και ακολουθώντας εξατομικευμένα
προγράμματα διατροφής οι ασθενείς μπορεί να χάσουν βάρος και να βελτιώσουν τους
δείκτες που προσδιορίζουν τη γενική κατάσταση της υγείας τους και που αποτελούν
παράγοντες επιπλοκών (π.χ. διαβήτης, υπέρταση, ή αποφρακτική υπνική άπνοια) για
κάθε είδους χειρουργική επέμβαση. Στο μεσοδιάστημα η ανακούφιση του πόνου
μπορεί να γίνεται με συντηρητικές μεθόδους, όπως με τη λήψη φαρμακευτικής
αγωγής και με φυσικοθεραπεία. Ωστόσο, για μερικούς ασθενείς που είναι πιο
επιτακτική η άμεση χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση της άρθρωσης,
είτε του γόνατος είτε του ισχίου, η συγκεκριμένη μελέτη δείχνει ότι τα οφέλη
μπορεί να υπερτερούν των κινδύνων, αφού η απαλλαγή από τον πόνο θα καταστήσει
ευκολότερη την κίνηση οπότε και τη δυνατότητα ταχύτερου αδυνατίσματος.
«Υπάρχουν μάλιστα εξαιρετικές και δοκιμασμένες ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι για
την ολική αρθροπλαστική γόνατος και ισχίου που μειώνουν στο ελάχιστο τον
κίνδυνο επιπλοκών και προσφέρουν τεράστια πλεονεκτήματα. Η AMIS είναι μια
πρόσθια ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική για την ολική αρθροπλαστική
ισχίου που βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών που υποβάλλονται σ’ αυτή και
επιταχύνει την ανάρρωσή τους, καθώς είναι η μόνη που περνά ανάμεσα από μυϊκούς
και νευρικούς ιστούς ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος τραυματισμού των μυών, των
τενόντων, των αγγείων και των νεύρων. Έτσι οι ασθενείς έχουν λιγότερη απώλεια
αίματος και μειωμένο μετεγχειρητικό πόνο, τα οποία στο σύνολό τους οδηγούν στον
περιορισμό του χρόνου νοσηλείας και στη μείωση του χρόνου επιστροφής στις
καθημερινές δραστηριότητες. Σε αντίθεση με άλλες προσπελάσεις ελάχιστης
επεμβατικότητας, η συγκεκριμένη δεν αφορά μόνο στην μικρότερη τομή, αλλά και
στην πραγματική αποφυγή τραυματισμού των δομών αυτών, γεγονός που την καθιστά
την πιο ατραυματική τεχνική, που μειώνει τις πιθανότητες χωλότητας αλλά και τις
μετεγχειρητικές εξαρθρώσεις», καταλήγει ο Δρ. Αθανάσιος Τσουτσάνης.