Ο όρος ραχιαλγία είναι η σύνθεση των λέξεων ράχη
και άλγος. Σημαίνει πόνος στην πλάτη και είναι συνώνυμη του όρου θωρακαλγία,
που αφορά στην πλάτη ή ξεκινά από αυτήν.
Η ράχη (πλάτη) έχει σημαντική αντοχή, τόσο στις
κακώσεις, όσο και στον πόνο, συγκριτικά με την μέση (οσφυαλγία) και με τον
αυχένα (αυχεναλγία). Παρόλα αυτά δεν είναι και τόσο σπάνια.
«Από τους θωρακικούς σπονδύλους ξεκινούν οι 12
πλευρές, που περιβάλλουν τον κορμό μας, θωρακίζοντας το νωτιαίο μυελό και άλλα
πολύ σημαντικά όργανα – σπλάχνα, όπως η καρδιά και οι πνεύμονες», εξηγεί ο
Γιώργος Η. Γουδέβενος, φυσικοθεραπευτής, Dr manual medicine, επιστημονικός
συνεργάτης Πανεπιστημίου Κρήτης.
«Παρότι, λοιπόν, είναι τόσο σοφά περιφραγμένη και
δομημένη, όταν αρχίσει να πονάει, ο πόνος είναι δυνατός και μπορεί να αντανακλά
και σε διάφορα όργανα, νεύρα και ιστούς, κάνοντας δύσκολη την διάγνωση και τον
εντοπισμό της αιτίας του πόνου».
Το συχνότερο ποσοστό εμφάνισης του πόνου είναι
συνήθως μηχανικής αιτιολογίας. Δηλαδή, πόνος λόγω της αδυναμίας στήριξης του
κορμού, της κύφωσης, πόνος που προέρχεται από καμπτική εργασία, από στρες, από
τροχαία ή εργατικά ατυχήματα και άλλες ορθοπαιδικού τύπου αιτίες, όπως κήλη
μεσοσπονδυλίου δίσκου, που μπορεί να προκαλέσει μεσοπλεύριες νευραλγίες.
Επίσης η σπονδυλαρθρίτιδα και άλλες εκφυλιστικές
αλλοιώσεις, όπως οστεόφυτα ή συνδεσμόφυτα και, φυσικά, μυϊκές κακώσεις, όπως
θλάσεις μυών ή οστεοπορωτικά κατάγματα, αποτελούν σημαντικό ποσοστό της
εμφάνισης πόνου στην ράχη, που αφορά στις μυοσκελετικές παθήσεις και κακώσεις,
που είτε μπορεί να εμφανιστούν μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό.
Η ραχιαλγία, όμως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν
αφορά μόνο στο δομικό-μυοσυνδεσμικό-οστικό μέρος, σύμφωνα με τον Dr Γουδέβενο.
«Μπορεί να υποκρύπτει κάποιες σπλαγχνικές και
οργανικές παθήσεις, οι οποίες πρέπει να διαγνωστούν, ώστε να μην παρασύρουν τον
πάσχοντα σε άσκοπες αγωγές, χάνοντας, έτσι, πολύτιμο χρόνο για το πραγματικό
οργανικό αίτιο», τονίζει ο ειδικός.
Οι παθήσεις που μπορεί να αντανακλούν στη ράχη
μπορεί να είναι διάφορες, όπως καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες, έλκος στομάχου,
κακοήθειες, νεοπλάσματα, λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης ή ακόμη και κάποια
αυτοάνοσα νοσήματα, όπως σπονδυλίτιδα, ρευματοειδής σπονδυλαρθρίτιδα κ.ά.
«Είναι σημαντικό για να καθορίσουμε και να
διαφοροποιήσουμε ότι ο πόνος αφορά μόνο στο μυοσκελετικό σύστημα και πως δεν
συνυπάρχει μια σοβαρότερη υποκείμενη πάθηση – κάκωση, θα πρέπει να έχει τεθεί διάγνωση μετά από
λεπτομερή κλινική και εργαστηριακή αξιολόγηση από τους ειδικούς γιατρούς.
Εφόσον, λοιπόν, είναι μηχανικής αιτιολογίας και
μόνο, τότε η ορθοπαιδική, η ρευματολογία και η φυσικοθεραπεία έχουν να
προσφέρουν πολλά στην ανακούφιση ή στην εξάλειψή της», πρόσθεσε ο
φυσικοθεραπευτής.
Οι κατηγορίες παθήσεων που αφορούν στην ραχιαλγία
ορθοπαιδικά είναι:
• Η
κύφωση - είτε λόγω κατασκευής, είτε λόγω στάσης, τόσο στα νέα παιδιά, όσο και
στους ενήλικες και στους ηλικιωμένους.
• Η
σπονδυλοαρθρίτιδα, συνήθως μετά τα 50.
• Τα
λεγόμενα σύνδρομα υπέρχρησης σε μικρούς και μεγάλους, όπως οι εργασίες του
σπιτιού, η συνεχής επαφή με τα PC στο γραφείο ή στο σπίτι, η άρση βάρους
παρατεταμένα.
• Η
έλλειψη άσκησης και αθλημάτων.
• Το
υπερβολικό στρες και η κακή ψυχοσυναισθηματική κατάσταση.
• Οι
μυϊκές θλάσεις ή κακώσεις μετά από ατυχήματα.
• Οι
οστικές βλάβες, όπως οστεόφυτα ή κατάγματα, είτε οστεοπορωτικά, είτε
τραυματικά.
• Η
ρηχή αναπνοή, που δεν δίνει την δυνατότητα στην διαστολή του θώρακα.
• Οι
κήλες μεσοσπονδυλίου δίσκου, με συνοδό μεσοπλεύρια νευραλγία.
• Ινομυαλγία.
«Η σύγχρονη φυσικοθεραπευτική αντιμετώπιση δίνει
πολύ συχνά λύσεις στο πρόβλημα της ραχιαλγίας. Με ειδικό εξοπλισμό μπορεί να
καταγράψει τη στάση, την κίνηση και την μορφολογία της σπονδυλικής στήλης, του
κέντρου βάρους του σώματος, καθώς και την δύναμη και την αντοχή των βαθέων
σταθεροποιών μυών της πλάτης, εντοπίζοντας τα «αδύνατα σημεία».
Έτσι μπορεί να σχηματιστεί ένα πρωτόκολλο
εξατομικευμένης φυσικοθεραπείας, έχοντας πολύ σύντομα θεαματικά αποτελέσματα.
Επίσης με ειδικές ασκήσεις - συμβουλές και οδηγίες μπορεί να διδάξει στον
ασθενή την αυτοδιαχείριση του προβλήματός του», κατέληξε ο κ. Γιώργος Η.
Γουδέβενος.