Περισσότεροι από 12.000
κύκλοι εξωσωματικής, κυρίως σε γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών,
πραγματοποιούνται κάθε χρόνο στη χώρα μας, με τον έναν στους τρεις να καταλήγει
σε εγκυμοσύνη. Οι υπόλοιποι όμως αποτυγχάνουν και κάθε αποτυχία δημιουργεί
αισθήματα απογοήτευσης και μερικές φορές απελπισίας στα ζευγάρια που
αναρωτιούνται αν αυτό σημαίνει πως χάθηκαν οι ελπίδες τους να αποκτήσουν παιδί.
«Οι συναισθηματικές
επιπτώσεις ενός αποτυχημένου κύκλου εξωσωματικής είναι πολύ μεγάλες, ιδιαίτερα
για τις γυναίκες», λέει ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π.
Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό
μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ. «Διεθνείς έρευνες έχουν δείξει ότι το επίπεδο
του άγχους και της κατάθλιψης που πολλές βιώνουν είναι εφάμιλλο με εκείνο που
αναπτύσσουν γυναίκες με σοβαρά προβλήματα υγείας, διότι γι’ αυτές η
υπογονιμότητά τους είναι τεράστιο πλήγμα».
Παρότι όμως είναι
φυσιολογικό να νιώθουν τα ζευγάρια απογοητευμένα μετά από μια αποτυχία, δεν
πρέπει να χάνουν τις ελπίδες τους. «Κατ’ αρχάς πρέπει να ξέρουν ότι το 70-80%
των γυναικών επιτυγχάνουν εγκυμοσύνη μετά από 3-4 κύκλους εξωσωματικής», λέει ο
Δρ. Βασιλόπουλος. «Από τις υπόλοιπες, οι περισσότερες θα μείνουν έγκυοι έπειτα
από περισσότερους κύκλους και λίγες
είναι όσες δεν θα καταφέρουν να αποκτήσουν ποτέ δικό τους παιδί».
Ποια είναι, όμως, τα βήματα
που πρέπει να γίνουν μετά από μία αποτυχία; «Το πρώτο που πρέπει να κάνει το
ζευγάρι είναι να δώσει χρόνο στον εαυτό του να πενθήσει», απαντά ο ειδικός.
«Είναι φυσιολογικό να αισθάνεται θλίψη και απογοήτευση, ίσως ακόμα και θυμό,
και να αναρωτιέται τι πήγε στραβά, αν ευθύνεται κάτι που έκανε και αν πρέπει να
ξαναπροσπαθήσει. Επομένως χρειάζεται μερικές εβδομάδες για να επεξεργαστεί αυτά
τα συναισθήματα, αλλά προσπαθώντας να μην κατηγορεί τον εαυτό του για ό,τι
συνέβη, διότι τις περισσότερες φορές η εξωσωματική αποτυγχάνει για λόγους που
δεν βρίσκονται στον έλεγχο του ζευγαριού».
Οι λόγοι αυτοί είναι πολλοί
και διαφορετικοί, αλλά ένας από τους σημαντικότερους είναι η ηλικία η οποία
μπορεί να πλήξει την ποιότητα τόσο των ωαρίων όσο και των σπερματοζωαρίων.
Σύμφωνα με την βρετανική
Αρχή Ανθρώπινης Γονιμοποίησης & Εμβρυολογίας (HFEA), όταν οι γυναίκες
κάνουν εξωσωματική με δικά τους φρέσκα ωάρια οι πιθανότητες επιτυχίας ανά κύκλο
εξωσωματικής και ανά έμβρυο που μεταφέρεται στη μήτρα είναι 29% για όσες έχουν
ηλικία κάτω από 35 ετών, 23% για όσες έχουν ηλικία 35-37 ετών, αλλά λιγότερες
από 15% για τις μεγαλύτερες ηλικίες, με το ποσοστό αυτό μετά τα 40 έτη να είναι
μονοψήφιο. Αν όμως η εξωσωματική μετά τα 40 γίνει με ωάρια της γυναίκας που
είχαν καταψυχθεί σε νεότερη ηλικία ή με ωάρια που έχουν ληφθεί από νεότερη
δότρια, το ποσοστό επιτυχίας φθάνει το 31%.
«Η ποιότητα των ωαρίων και
των σπερματοζωαρίων είναι καθοριστική για την ποιότητα του εμβρύου που θα
δημιουργηθεί και η ηλικία είναι μεγάλος εχθρός της», τονίζει ο Δρ.
Βασιλόπουλος.
Ακόμα, όμως, κι αν τα ωάρια
και τα σπερματοζωάρια είναι άριστης ποιότητας, τα έμβρυα που θα δημιουργηθούν
έχουν 25% πιθανότητες να φέρουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες που θα εμποδίσουν την
εμφύτευσή τους στο τοίχωμα της μήτρας ώστε να επιτευχθεί εγκυμοσύνη. Παρότι
υπάρχουν τρόποι προεμφυτευτικής γενετικής διάγνωσης, καμία μέθοδος δεν μπορεί
να ανιχνεύσει όλες τις πιθανές και απίθανες χρωμοσωμικές ανωμαλίες.
Και μετά, είναι η ίδια η
διαδικασία της εμφύτευσης των εμβρύων στη μήτρα, η οποία δεν είναι πλήρως
κατανοητή ούτε προβλέψιμη. «Αυτό που ξέρουμε είναι ότι οι πιθανότητες επιτυχούς
εμφύτευσης των εμβρύων μειώνονται αν το τοίχωμα της μήτρας (ενδομήτριο) είναι
πολύ λεπτό (έχει πάχος κάτω από 7 χιλιοστά) ή αν υπάρχουν ανωμαλίες στη μήτρα
όπως τα ινομυώματα, οι πολύποδες ή ουλώδης ιστός (συμφύσεις)», εξηγεί ο Δρ.
Βασιλόπουλος. «Ασφαλώς και εκ των προτέρων λαμβάνονται μέτρα εναντίον των
γνωστών προβλημάτων στη μήτρα, αλλά και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι μετά τις
θεραπείες γι’ αυτά θα αποκατασταθεί πλήρως το πρόβλημα. Στον αντίποδα, βέβαια,
έχουμε πολλά περιστατικά γυναικών οι οποίες έμειναν έγκυοι παρά αυτά τα
προβλήματα».
Σε πολλές περιπτώσεις,
όμως, δεν υπάρχει κανένας από τους παραπάνω παράγοντες που να εξηγεί την
αποτυχία της εξωσωματικής και αυτό μπορεί να επιτείνει τον προβληματισμό των
ζευγαριών.
«Αυτό που συνιστούμε στα
ζευγάρια είναι να περιμένουν μερικούς μήνες μετά την αποτυχημένη εξωσωματική
και μόλις νιώσουν έτοιμα να ξανασυζητήσουμε το ενδεχόμενο νέας προσπάθειας, αν
θα κάνουμε κάτι διαφορετικό και πόσες πιθανότητες επιτυχίας υπάρχουν», τονίζει
ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Ας μην ξεχνάμε ότι η εξωσωματική, πέρα από θεραπευτική,
είναι κυρίως μία διαγνωστική μέθοδος. Έτσι, ανάλογα με το στάδιο της
διαδικασίας στο οποίο υπήρξε πρόβλημα (ανταπόκριση ωοθηκών, αριθμός ωαρίων,
αριθμός και ποιότητα εμβρύων, εμφύτευση ή όχι;) θα γίνουν οι απαραίτητες
περαιτέρω διαγνωστικές εξετάσεις ή αν κριθεί απαραίτητο επεμβατικές
προσεγγίσεις (π.χ. υστεροσκόπηση)».
Εάν αποφασιστεί νέα
εξωσωματική, το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει έως ότου αυτή γίνει θα
εξαρτηθεί όχι μόνο από την ψυχολογία του ζευγαριού, αλλά και από το αν
πραγματοποιήθηκε φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών κατά τον αποτυχημένο κύκλο,
το φαρμακευτικό πρωτόκολλο που χρησιμοποιήθηκε και το αν υπήρξε πλεόνασμα
εμβρύων τα οποία καταψύχθηκαν. «Κατά μέσον όρο συνιστώνται 3-4 μήνες αναμονής
εάν υπήρξε φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών και 1-2 μήνες αν δεν υπήρξε.
Ωστόσο συνήθως δεν υπερβαίνουμε τους τέσσερις κύκλους σε ένα έτος»,
διευκρινίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Σημειώνεται πως όταν η
εξωσωματική γίνεται μέσω ασφαλιστικών ταμείων που υπάγονται στον ΕΟΠΥΥ, πρέπει
να μεσολαβούν τουλάχιστον 4 μήνες ανάμεσα σε δύο προσπάθειες, ενώ καλύπτονται
έως και τέσσερις προσπάθειες συνολικά, εφόσον η γυναίκα περάσει από επιτροπή,
σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του οργανισμού.