Η
ρινοπλαστική είναι μία από τις πιο δημοφιλείς πλαστικές επεμβάσεις και ο
αριθμός των επεμβάσεων που διενεργούνται κάθε χρόνο αυξάνεται διαρκώς.
Σύμφωνα
με στοιχεία της Διεθνούς Εταιρείας Αισθητικής Πλαστικής Χειρουργικής (ISAPS),
το 2016 πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από 786.000 ρινοπλαστικές σε όλο τον
κόσμο, ένας αριθμός αυξημένος κατά 8% σε σύγκριση με το 2015.
Συνολικά,
το 7,6% όλων των αισθητικών χειρουργικών επεμβάσεων του 2016 ήταν
ρινοπλαστικές. Επιπλέον, είναι η τρίτη συχνότερη αισθητική επέμβαση στους
άνδρες και η έκτη στις γυναίκες.
«Η
ρινοπλαστική έχει εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία 50ετία και πλέον η επέμβαση
θεωρείται επιτυχημένη όταν διορθώνει, εκτός από το ανατομικό και το λειτουργικό
πρόβλημα του ατόμου που υποβάλλεται σε αυτήν», λέει ο πλαστικός αισθητικός και
επανορθωτικός χειρουργός Δρ. Δημήτρης
Δρακωτός. «Επειδή, λοιπόν, αφορά τόσο τις αισθητικές όσο και τις λειτουργικές
δομές του προσώπου, απαιτεί καλή γνώση και σεβασμό στον χειρισμό των επιμέρους
δομών της μύτης (οστό, χόνδρο, δέρμα, νεύρα, βλεννογόνο)».
Το πιο
σημαντικό στη ρινοπλαστική είναι «να εναρμονίζεται πλήρως το αποτέλεσμα με το
σχήμα του προσώπου και να ταιριάζει με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά και τις
αισθητικές γραμμές του (dorsal aesthetic lines), δείχνοντας όσο το δυνατόν πιο
φυσικό, χωρίς να ξενίζει», συμπληρώνει.
Παρά
την πρόοδο στις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, έως πρότινος η ρινοπλαστική
μπορούσε να γίνει μόνο με τα παραδοσιακά χειρουργικά εργαλεία. Πριν από λίγα
χρόνια, όμως, ο γάλλος πλαστικός χειρουργός Dr. Olivier Gerbault επινόησε έναν
καινοτόμο τρόπο διενέργειας της επέμβασης, τον οποίο ονόμασε ρινογλυπτική με
υπερήχους (ultrasonic rhinosculpting).
Η
μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί τεχνολογία υπερήχων για να αλλάζει την εμφάνιση της
μύτης με λιγότερο επεμβατικό τρόπο. Ουσιαστικά, ο πλαστικός χειρουργός
χρησιμοποιεί παλμούς υπερήχων για να αναπλάσσει και να κόψει το οστό και τον
χόνδρο της μύτης, αντί να χρησιμοποιήσει τα παραδοσιακά νυστέρια και τροχούς.
Οι
αλλαγές αυτές όχι μόνο βελτιώνουν σημαντικά το αισθητικό και λειτουργικό
αποτέλεσμα της επέμβασης, αλλά έχουν και ορισμένα πολύ σημαντικά οφέλη στην
μετεγχειρητική πορεία των ασθενών. «Έχει διαπιστωθεί ότι το οίδημα (πρήξιμο),
οι μώλωπες (μελανιές) και ο πόνος μετά την εγχείρηση είναι ελάχιστα, ενώ σε
κάποιες περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα να αλλάξει το οστέινο τμήμα της
μύτης χωρίς να γίνει κάταγμα στο οστό (οστεοτομία), γεγονός που διευκολύνει
σημαντικά την μετεγχειρητική ανάρρωση», εξηγεί ο Δρ. Δρακωτός.
Επιπλέον,
η ρινογλυπτική με υπερήχους μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τα άτομα
ηλικίας άνω των 40-50 ετών, των οποίων τα οστά αρχίζουν να γίνονται πιο αδύναμα
και συχνά πιο εύθραυστα απ’ ό,τι στις νεότερες ηλικίες.
Η
ρινογλυπτική με υπερήχους γίνεται με γενική αναισθησία. Αναλόγως με την
περίπτωση, η επέμβαση μπορεί να διαρκέσει από 1 έως 3 ώρες, ενώ ο ασθενής
παραμένει για μία ημέρα στο νοσοκομείο. Σε μερικές περιπτώσεις, μετά την
επέμβαση χρειάζεται επιπωματισμός των μυκτήρων (τοποθετούνται ειδικά ταμπόν ή
φιλμ από σιλικόνη στο εσωτερικό των ρουθουνιών), αλλά αφαιρείται την 1η ή 2η
μετεγχειρητική ημέρα. Στους ασθενείς εφαρμόζεται επίσης ρινικός νάρθηκας, ο οποίος
αφαιρείται 5-7 ημέρες ύστερα από την επέμβαση.
Η
ρινογλυπτική με υπερήχους επινοήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στη Γαλλία αλλά πλέον
εφαρμόζεται σε αρκετά εξειδικευμένα κέντρα της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αφού
μεγάλες μελέτες κατέδειξαν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά της.
Σε μία
από αυτές, επιστήμονες από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Thomas Jefferson, στη
Φιλαδέλφεια, εξέτασαν τα αποτελέσματα της μεθόδου σε 103 ασθενείς. Όπως
ανέφεραν πριν από λίγα χρόνια στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Facial Plastic
Surgery, όλοι ήταν ευχαριστημένοι από το τελικό αποτέλεσμα ενώ κανένας δεν
υπέστη τραυματισμούς στους μαλακούς ιστούς της μύτης ή στο δέρμα.
«Η
βελτίωση στην εμφάνιση της μύτης μετά τη ρινογλυπτική με υπερήχους είναι άμεση,
αλλά τα χαρακτηριστικά της μύτης λεπταίνουν και αναδεικνύονται σταδιακά, με
αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα της επέμβασης να είναι ορατό περίπου 6-12 μήνες
μετά την ημέρα του χειρουργείου», καταλήγει ο Δρ. Δρακωτός.