Μείωση της ηλικίας των ανθρώπων που υποβάλλονται σε
ολική αρθροπλαστική ισχίου και γόνατος παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με νέα έρευνα, ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών που επέλεγαν την
αρθροπλαστική ισχίου ως μέσο θεραπείας το 2014 ήταν τα 64,9 έτη, ενώ το 2000 τα
66,3. Ομοίως, νεότεροι κατά 2 χρόνια είναι και οι ασθενείς που υποβάλλονται σε
ολική αρθροπλαστική γόνατος. Τα ευρήματα της μελέτης που ανακοινώθηκαν προ
ημερών στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Ορθοπαιδικών Χειρουργών
(AAOS), έδειξαν ότι το 2000 η μέση ηλικία των υποβαλλόμενων σ’ αυτού του είδους
την επέμβαση ήταν τα 68 έτη και 14 χρόνια μετά ήταν τα 65,9.
«Ανάγκη ολικής αρθροπλαστικής γόνατος έχουν όσοι
έχουν υποστεί βλάβη στον χόνδρο σε ένα ή σε περισσότερα διαμερίσματά του,
εξαιτίας οστεοαρθρίτιδας (ιδιοπαθούς ή μετατραυματικής), φλεγμονώδους
αρθρίτιδας (ρευματοειδούς, ψωριασικής, κ.λπ.), αγγειακής νέκρωσης, όγκων ή
συγγενών παραμορφώσεων, και η συντηρητική θεραπεία δεν έχει επιφέρει τα
αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι ίδιοι λόγοι οδηγούν στην ανάγκη πραγματοποίησης
ολικής αρθροπλαστικής ισχίου. Πάνω, όμως, από το 95% των ολικών αρθροπλαστικών
εκτελούνται λόγω οστεοαρθρίτιδας, μιας πάθησης που η συχνότητά της αυξάνεται
διαρκώς με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής», μας εξηγεί ο εξειδικευμένος στις
αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος ορθοπαιδικός χειρουργός Δρ. Αθανάσιος
Τσουτσάνης. Η επέμβαση περιλαμβάνει την αφαίρεση τμημάτων άρθρωσης και την
αντικατάστασή τους με μεταλλική, πλαστική ή κεραμική πρόθεση που μπορεί να
εκτελεί όλες τις κινήσεις μιας φυσικής άρθρωσης.
Διαπίστωσαν ότι ο πληθυσμός των ανθρώπων που
προχωρούν σε τέτοιες επεμβάσεις έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία 15 χρόνια.
Η μέση ηλικία μειώνεται συνεχώς και τα στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες
εξακολουθούν να αποτελούν την πλειοψηφία των ασθενών ολικών αρθροπλαστικών
ισχίου και γόνατος (55% έως 62%). Διαφοροποίηση παρατηρήθηκε, ωστόσο, στο
ποσοστό των ανδρών που υποβάλλεται τελευταία σε ολική αρθροπλαστική γόνατος και
σε αναθεώρηση ολικής αρθροπλαστικής ισχίου, το οποίο φαίνεται να αυξάνεται.
Η διαφορά των 2 ετών περίπου ενδεχομένως να μη
φαίνεται μεγάλη, εάν όμως συνυπολογιστεί ότι οι επεμβάσεις αυτές έχουν μεγάλη
μεν αλλά περιορισμένη διάρκεια ζωής γίνεται εύκολα αντιληπτό πόσο σημαντική
είναι. Παρότι οι τεχνικές εκτέλεσης των ολικών αρθροπλαστικών έχουν εξελιχθεί
και τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται οι προθέσεις, δηλαδή τα μεταλλικά
εμφυτεύματα, έχουν βελτιωθεί, η διάρκεια ζωής τους κυμαίνεται γύρω στα 20 ή και
παραπάνω έτη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προκύπτουν επιπλοκές. Οπότε, όσο
μικρότερος σε ηλικία είναι ο ασθενής που υποβάλλεται σε αρθροπλαστική τόσο
μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να απαιτηθεί δεύτερη επέμβαση για την
αναθεώρηση της πρώτης. «Η ολική αρθροπλαστική είναι μια επιτυχημένη ορθοπεδική
επέμβαση που μειώνει τον πόνο και βελτιώνει τη λειτουργία και την ποιότητα ζωής
του ασθενή. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που απαιτείται η πραγματοποίηση
αναθεώρησής τους, λόγω φθοράς των υλικών ή των οστών που περιβάλλουν την
πρόθεση, όπως επίσης και λόγω μηχανικών προβλημάτων εξαιτίας λανθασμένης
αρχικής τοποθέτησης των υλικών. Οι αναθεωρήσεις πρέπει να εκτελούνται από
πλήρως καταρτισμένους και πεπειραμένους ορθοπαιδικούς χειρουργούς, καθώς είναι
πολύπλοκες και απαιτητικές επεμβάσεις. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης μέρος ή
ολόκληρο το εμφύτευμα χρειάζεται να αφαιρεθεί και να αντικατασταθεί, και το
οστό πρέπει να ξαναχτιστεί, γεγονός που παρατείνει το χειρουργικό χρόνο, με
κίνδυνο για υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών, συγκριτικά με την αρχική
αρθροπλαστική. Επιπλέον, όταν ο ασθενής υποχρεώνεται να υποβληθεί σε δεύτερο
χειρουργείο είναι αρκετά μεγάλος και οι πιθανότητες να υπάρχουν συννοσηρότητες,
όπως π.χ. καρδιαγγειακά προβλήματα ή διαβήτης που δυσκολεύουν περαιτέρω την
ομαλή έκβαση ενός χειρουργείου, είναι μεγάλες. Οπότε, η αποφυγή της δεύτερης
χειρουργικής επέμβασης είναι επιδίωξη κάθε χειρουργού», επισημαίνει ο Δρ.
Τσουτσάνης.
Τα αίτια που κρύβονται πίσω απ’ αυτή την μείωση της
ηλικίας των ασθενών που έχουν ανάγκη για αρθροπλαστική είναι, σύμφωνα με τους
ειδικούς, τα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, η οποία είναι ένας καλά τεκμηριωμένος
παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της οστεοαρθρίτιδας, και τα αυξημένα
επίπεδα δραστηριότητας των ανθρώπων κάθε ηλικίας. Η πολυετής ενασχόληση με σπορ
είναι πιθανό να προκαλέσει μετατραυματικές αρθρίτιδες που αυξάνουν τις
πιθανότητες για αντικατάσταση της άρθρωσης.
Επιπλέον, στην εποχή μας οι 65άρηδες θεωρούνται νέοι, καθώς έχουν καλή
υγεία και αναπτύσσουν έντονη δράση.
«Η επέμβαση ολικής αρθροπλαστικής ισχίου και
γόνατος σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία διαρκεί περισσότερο διότι ενέχει
σημαντικές δυσκολίες. Ως εκ τούτου έχει υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών και κίνδυνο
μεγαλύτερης παραμονής σε νοσοκομείο, και
γι’ αυτό ορισμένοι χειρουργοί δεν αναλαμβάνουν την επέμβαση εάν δεν προηγηθεί
απώλεια βάρους.
Ωστόσο, πρόσφατη μελέτη κατέδειξε ότι παχύσαρκοι
ασθενείς που υποβάλλονται σε πρόσθιας προσπέλασης ολική αρθροπλαστική ισχίου
έχουν μεν υψηλότερη πιθανότητα επιπλοκών και αναθεώρησης συγκριτικά με τους μη
παχύσαρκους ασθενείς, αυτά τα ποσοστά όμως είναι συγκρίσιμα με τα εκείνα που
εμφανίζουν οι ασθενείς που υποβάλλονται στην επέμβαση με πιο εκτεταμένες
χειρουργικές προσεγγίσεις. Τα ευρήματα έδειξαν ότι η πρόσθια προσπέλαση είναι
μια αξιόπιστη επιλογή ακόμα και για τη δύσκολη αυτή ομάδα ασθενών, με εξαιρετικά
λειτουργικά και ραδιογραφικά αποτελέσματα.
«Στην Ολική Αρθροπλαστική Ισχίου με Πρόσθια
Ελαχίστης Επεμβατικότητας Προσπέλαση (AMIS) η πρόσβαση στην άρθρωση γίνεται
παρεκτοπίζοντας τους μύες με τη χρήση ειδικών εργαλείων, χωρίς να προκληθεί η
παραμικρή βλάβη σ’ αυτούς, σε τένοντες ή σε νεύρα. Τα αποτελέσματα, αισθητικά
και λειτουργικά, είναι άριστα, ενώ το ποσοστό των περιπτώσεων που ενδεχομένως
να υπάρξει επιπλοκή, όπως μόλυνση (διότι η προσπέλαση είναι μακριά από το
περίνεο) ή κάταγμα, είναι λιγότερο από 1%.
Είναι μια δοκιμασμένη και καλά εδραιωμένη τεχνική, που εφαρμόζεται σε
πολλά γνωστά ορθοπεδικά κέντρα της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αυστραλίας,
και μόνο πλεονεκτήματα έχει να προσφέρει στους ασθενείς, καθώς πονούν λιγότερο,
δεν χρειάζονται μετάγγιση αίματος, αναρρώνουν ταχύτερα και επανέρχονται
γρηγορότερα στις δραστηριότητές τους, έχοντας πλήρη λειτουργικότητα», καταλήγει
ο Δρ. Τσουτσάνης.