Γράφει
ο Σπύρος Ριζόπουλος
Οι
πλατιές συμμαχίες ως στοιχείο επιτυχούς διακυβέρνησης άρχιζαν να χτίζονται
συστηματικά στην Ελλάδα από το 2010 και μετά, όταν η χώρα ξεκίνησε να φεύγει
από τους στυγνούς και στεγνούς κομματικούς μηχανισμούς οι οποίοι επέβαλλαν
συγκεκριμένης κοπής στελέχη στη διεκδίκηση θέσεων ευθύνης σε όλα τα διοικητικά
επίπεδα. Το δρόμο, στη σύγχρονη ιστορία, έδειξε η πολιτική συναίνεση που
διαμορφώθηκε στην ψήφιση του νομοσχεδίου για τα πανεπιστήμια, από μια ομάδα
γενναίων πολιτικών προσωπικοτήτων οριζοντίως του κομματικού φάσματος, στην
προετοιμασία της οποίας βρέθηκα ως σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας
συνεργαζόμενος τότε με το Υπ. Παιδείας. Αυτή κατ’ εμέ ήταν και η ουσιαστικά
κορυφαία θεσμική στιγμή στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, καθότι ήταν και
η πρώτη πολιτική πράξη συναίνεσης.
Τη
σκυτάλη πήρε η κατάργηση των χρισμάτων και η αντικατάστασή τους από τη
«γιαλαντζί» κομματική στήριξη. Έτσι μπόρεσε και αναδύθηκε μια νέα γενιά
αυτοδιοικητικών, οι οποίοι δρούσαν πέραν των παλαιών κομματικών γραμμών
δημιουργώντας κοινωνικές συναινέσεις επί τη βάση του έργου τους και όχι της
πολιτικής τους καταγωγής.
Αυτή
ακριβώς η πλατφόρμα ήταν που έριξε τον σπόρο και οδήγησε στη δημιουργία
κυβερνήσεων συνεργασίας, τόσο μεταξύ ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ το 2012 όσο και μεταξύ
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015. Η ειδοποιός διαφορά με το «πείραμα» του 1990 μεταξύ ΝΔ και
ενωμένης Αριστεράς ήταν ότι πλέον τα κόμματα δεν έβλεπαν τα σχήματα αυτά ως
μεταβατικά προκειμένου να προετοιμάσουν την επόμενη εκλογική μάχη, αλλά ως,
όντως, κυβερνητικά. Υπό την πίεση της δημοσιονομικής κρίσης οι παλαιές «σκληρές»
γραμμές έπεσαν στο όνομα της εξόδου από την ξένη εποπτεία το οποίο ήταν και το
αντικείμενο που είχαν -και έχουν- να διαχειριστούν αυτές οι – πολλές φορές
ιδεολογικά ετερόκλητες- συμμαχίες.
Η
εξέλιξη αυτή απέδειξε στην πράξη ότι η πολιτική ζωή επιβάλλεται πολλές φορές
ωμά στους κομματικούς σχεδιασμούς και τις βιομηχανίες παραγωγής στελεχών που
διακατέχονται από το ίδιο και μόνο πνεύμα, την ανέλιξη στην κομματική ιεραρχία
και την εξέλιξη στην εσωτερική επετηρίδα.
Σήμερα,
οι εξαγγελίες Σκουρλέτη για υιοθέτηση της απλής αναλογικής στους Δήμους και τις
Περιφέρειες της χώρας, όπως ήταν αναμενόμενο έχουν προκαλέσει ποικίλες
αντιδράσεις. Εκτιμάται ότι μέσω αυτού του εκλογικού συστήματος απλά ο ΣΥΡΙΖΑ
διεκδικεί συμφεροντολογικά μεγαλύτερο μερίδιο στις τοπικές διαδικασίες. Στη
περίπτωση δε, όπου εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές δεν θα έχουν μεγάλη
χρονική απόσταση, είναι εύλογο ότι η υποψία αυτή εδραιώνεται ως βεβαιότητα. Και
δικαίως.
Πολλοί
αυτοδιοικητικοί επιμένουν -όχι αβάσιμα- ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει με
μαθηματική ακρίβεια σε διοικητικό χάος αλλά και υπόγειες συναλλαγές μεταξύ των
δημοτικών παρατάξεων προκειμένου να σχηματισθούν οι απαιτούμενες πλειοψηφίες –
όχι βέβαια ότι το τελευταίο περίμενε να αναλάβει υπουργός Εσωτερικών ο
Σκουρλέτης για να συμβεί, μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας.
Αν ο
Σκουρλέτης ήθελε πραγματικά να κάνει το απολύτως σωστό για τον τόπο θα είχε
επιβάλλει από τώρα τις 2 θητείες και θα διαχώριζε τα ψηφοδέλτια μεταξύ εκείνων
που διεκδικούν θέση Δημάρχου και Περιφερειάρχη και εκείνων που επιθυμούν θέση
στα συμβούλια καταργώντας τα παραταξιακά ψηφοδέλτια. Εφόσον δεν υπάρχουν τα δύο
αυτά στοιχεία είναι λογικό να εγείρεται ζήτημα διακυβέρνησης, το οποίο ως
πολιτικός επιστήμονας θα μου επιτρέψετε να προβλέψω ότι θα βλάψει μάλλον
περισσότερο την ίδια την Αριστερά λόγω της πολυπολικότητάς της όταν θα βιώσει
εκ των πραγμάτων τον δικό της «πολιτικό χειμώνα».
Περιέγραψα
την εικόνα για την Ελλάδα. Για την Ήπειρο τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.
Εκεί
πρέπει να διαλέξουμε μεταξύ της διάλυσης μιας κλίκας συγκεκριμένων κομματικών
ξεπεσμένων προσωπικοτήτων από όλους τους χώρους, που εκλέγονται μέσα από
οργανωμένα συστήματα ελέγχου των ψηφοφόρων και της αποκατάστασης από μηδενική
βάση ενός μοντέλου διακυβέρνησης του οποίου η απλή αναλογική θα είναι το
σωσίβιο για τον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό.
Αυτή η
κλίκα συγκεκριμένων κομματικών ξεπεσμένων αιρετών που έχουν και τις συμμαχίες
τους με εξίσου ξεπεσμένους στα τρία μεγάλα κομματικά στρατόπεδα είναι εκείνοι
που δημιουργούν το μεγάλο ανάχωμα στη διαμόρφωση οράματος και την αναπτυξιακή
εκτίναξη της Ηπείρου.
Για
όσους επιλέγουν επιδερμικά, είτε λόγω προχειρότητας είτε λόγω άγνοιας να
συγχέουν την ιδεολογία με τον κομματισμό, αποσαφηνίζω ότι η απλή αναλογική
-όταν αυτή λειτουργεί σε υγιείς συνθήκες- είναι πρωτίστως κεντροδεξιό πρόταγμα
και πολιτική.
Για
αυτό και επιμένω όταν είμαι στην Ήπειρο και αναφέρομαι στην ανάγκη της
καθιέρωσής της να επαναλαμβάνω το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα
παράδειγμα το οποίο βίωσα για χρόνια, χωρίς σημαδεμένα ψηφοδέλτια, χωρίς
χρίσματα. Σε ένα «νεαρό» πολιτικό σύστημα μόλις 240 ετών, για τα θέματα της
Τοπικής Αυτοδιοίκησης οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κρίνουν, να συγκρίνουν και
να επιλέξουν με κριτήριο περισσότερο το πνεύμα, τη διάθεση για προσφορά και τον
χαρακτήρα του υποψηφίου, ξεχωρίζοντας όχι ως κριτήριο χρίσματος αλλά ως
στοιχείο αναγνωρισιμότητας το σε ποιο κόμμα ανήκουν ή ποια ιδεολογία
πρεσβεύουν.
Συνεπώς
στην Ήπειρο το δίλημμα δεν είναι πως θα λειτουργήσουν οι ΟΤΑ στη νέα θητεία
αλλά αν θέλουμε να διαλύσουμε την κλίκα των ξεπεσμένων για να πάει ο τόπος
μπροστά και να γνωρίσει την αναπτυξιακή έκρηξη που δικαιούται και την έχει
στερηθεί ή να συνεχίσουμε λιβανίζοντας τα ίδια πρόσωπα και διαιωνίζοντας την
παρούσα κατάσταση πολιτικής μελαγχολίας.