Διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου ΙΙ ή
προδιαβήτη αντιμετωπίζουν τα άτομα με μη λειτουργικούς όγκους επινεφριδίων,
δηλαδή εκείνους τους όγκους που θεωρείται ότι δεν παρουσιάζουν κίνδυνο για την
υγεία. Τα ευρήματα μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine
υποδεικνύουν ότι οι συγκεκριμένοι όγκοι των επινεφριδίων μπορεί να είναι
ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση διαβήτη και ότι οι ασθενείς με
αυτούς τους όγκους θα πρέπει να ελέγχονται με μεγαλύτερη ακρίβεια για τη νόσο.
Τα επινεφρίδια είναι ενδοκρινικοί αδένες που
εντοπίζονται πάνω από τα νεφρά και παράγουν σημαντικές ορμόνες, όπως η
αδρεναλίνη, η αλδοστερόνη και η κορτιζόλη. Αλλά όπως όλα τα μέρη του ανθρώπινου
σώματος, έτσι και τα επινεφρίδια μπορεί να εμφανίζουν όγκους, καλοήθεις ή
κακοήθεις. Όπως μας εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Γεώργιος Κυριάκου,
Διδακτικό μέλος IRCAD/EITS της Ιατρικής Σχολής του Στρασβούργου, οι καλοήθεις
όγκοι είναι μη καρκινικές μάζες που αναπτύσσονται τόσο στον φλοιό (αδενώματα),
όσο και στο μυελό (φαιοχρωμοκυττώματα) των αδένων. Οι περισσότεροι δεν
προκαλούν συμπτώματα και δεν απαιτούν θεραπεία, αλλά μερικές φορές εκκρίνουν
υψηλά επίπεδα ορισμένων ορμονών που μπορούν να προκαλέσουν επιπλοκές. Επίσης,
μπορεί να είναι ευμεγέθεις και να ασκούν πίεση σε κοντινά όργανα, δίνοντας
συμπτώματα. Εάν, για παράδειγμα, ο όγκος πιέζει το στομάχι, ο ασθενής μπορεί να
αισθάνεται ευκολότερα πληρότητα, με συνέπεια τη μείωση της πρόσληψης τροφής και
εντέλει την απώλεια βάρους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η χειρουργική επέμβαση είναι
η μόνη θεραπευτική επιλογή. Όσον αφορά στο διαβήτη η αποτελεσματικότερη
θεραπευτική μέθοδος ερευνάται, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης
διαβήτη στα άτομα με μη λειτουργικούς όγκους επινεφριδίων.
Πέρα όμως από τους καλοήθεις όγκους, στα
επινεφρίδια μπορεί να αναπτυχθούν καρκινώματα, αν και εξαιρετικά σπάνια.
Εκτιμάται μόνο 2 άνθρωποι ανά ένα εκατομμύριο εμφανίζουν ετησίως αυτή τη μορφή
καρκίνου, ο οποίος αντιπροσωπεύει μόνο το 0,2% των θανάτων απ’ αυτήν την αιτία.
Παρότι σπάνιος είναι εξαιρετικά κακοήθης και δύσκολα αντιμετωπίσιμος. Εμφανίζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 30 και 50
ετών, χωρίς να αποκλείεται η διάγνωσή του σε παιδιά. Οι γενετικές μεταλλάξεις
είναι η πιθανότερη αιτία εμφάνισής τους, σύμφωνα με τα ευρήματα μελετών της τελευταίας
πενταετίας. Οι ειδικοί έχουν επίσης εντοπίσει ότι είναι συχνότερος σε άτομα με
οικογενειακό ιστορικό καρκίνου. Υπάρχουν και περιβαλλοντικοί επιβαρυντικοί
παράγοντες για την εμφάνισή του, ωστόσο η έρευνα συνεχίζεται προς κάθε
κατεύθυνση.
Στο μικρό ποσοστό των περιπτώσεων που οι όγκοι των
επινεφριδίων είναι κακοήθεις, τα συμπτώματα μπορεί να μην γίνουν εμφανή μέχρι ο
καρκίνος να προχωρήσει. Όταν παρουσιαστούν είναι υπέρταση, υποκαλιαιμία,
αίσθημα παλμών, νευρικότητα, άγχος και κρίσεις πανικού, πονοκέφαλος, υπερβολική
εφίδρωση, διαβήτης, κοιλιακό άλγος, απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους,
εναπόθεση λίπους στο λαιμό και στους ώμους, υπερτρίχωση, ακμή, αδυναμία, αλλαγή
στη libido, μυϊκές κράμπες, οστεοπόρωση, ανωμαλίες κατά την εμμηνόρροια. Το
φαιοχρωμοκύττωμα ειδικότερα μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη αύξηση των ορμονών
που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση και την ανταπόκριση του σώματος στο άγχος, η
οποία αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού επεισοδίου,
αιμορραγίας ή αιφνίδιου θανάτου.
Πολλά από τα συμπτώματα του όγκων των επινεφριδίων
σχετίζονται με ορμονικές ανισορροπίες, αλλά είναι πιθανό ο ασθενής να μην
παρουσιάζει κανένα απ’ αυτά ή κάποια να προκαλούνται από άλλες υφιστάμενες
νόσους.
«Ο όγκος των επινεφριδίων διαγιγνώσκεται συχνά σε
προχωρημένα στάδια, διότι τα συμπτώματα, όταν υπάρχουν, δεν παραπέμπουν στην
ύπαρξη κάποιας βλάβης στα επινεφρίδια. Η ακριβής διάγνωση αποτελεί πρόκληση και
απαιτεί υψηλό βαθμό δεξιοτήτων και εμπειρίας. Τίθεται μετά από μια σειρά
εξετάσεων, όπως εξετάσεις ούρων, αιματολογικές ορμονολογικές και απεικονιστικές
εξετάσεις (αξονική και μαγνητική τομογραφία) και εάν απαιτηθεί διενεργούνται
πιο εξειδικευμένες διαγνωστικές προσεγγίσεις. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων
ο όγκος εντοπίζεται κατά τη διάρκεια προληπτικών απεικονιστικών εξετάσεων»,
διευκρινίζει ο Δρ. Κυριάκου.
Συχνά η θεραπεία ενός όγκου στα επινεφρίδια
εξαρτάται από το εάν υπερεκκρίνει κάποια
ορμόνη, ποια είναι αυτή, όταν πρόκειται για καρκίνο σε ποιο στάδιο βρίσκεται
και εάν ο όγκος είναι πρωτοπαθής (αν προέρχεται δηλαδή από τα επινεφρίδια), ή
δευτεροπαθής (μεταστατικός).
Παθήσεις των επινεφριδίων, όπως αδενώματα,
καλοήθεις γενικότερα αλλά και κακοήθεις όγκοι, οι οποίοι χρειάζονται
χειρουργική εξαίρεση, αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη επιτυχία με τη ρομποτικά
υποβοηθούμενη τεχνική. Η ρομποτική ομάδα του Δρ. Γ. Κυριάκου έχει
πραγματοποιήσει με αυτή την τεχνική πολλές επεμβάσεις αφαίρεσης όγκων
επινεφριδίων, με εξαιρετικά αποτελέσματα.
«Η αντιμετώπιση εξαίρεσης επινεφριδίων με ανοικτό
τρόπο καθηλώνει τον ασθενή αρκετές ημέρες στο νοσοκομείο, διότι απαιτείται
εκτεταμένη οσφυϊκή τομή, επώδυνη μετεγχειρητικά, με μεγαλύτερο μεταβολικό
stress και επακόλουθο την καθυστερημένη επάνοδο του ασθενούς στις
δραστηριότητές του, μειονεκτήματα που αποφεύγονται με τη ρομποτική -μέσω του
συστήματος daVinci- εξαίρεση των επινεφριδίων, όπου απαιτούνται μόνο 3 με 4
οπές λίγων χιλιοστών. Στα πλεονεκτήματα συμπεριλαμβάνεται η πολύ μικρή
πιθανότητα μετάγγισης αίματος και ο σύντομος χρόνος νοσηλείας που δεν
υπερβαίνει το ένα βράδυ», επισημαίνει ο Δρ. Κυριάκου και προσθέτει: «Η
τρισδιάστατη άποψη του χειρουργικού πεδίου, η σταθερότητα και ακρίβεια των
ρομποτικών βραχιόνων και οι πολλαπλοί άξονες κινήσεων προσφέρουν τα μέγιστα για
τη συγκεκριμένη επέμβαση, διότι τα επινεφρίδια, ειδικά το δεξί, κείτονται επάνω
σε μεγάλα αγγειακά στελέχη (πχ. κάτω κοίλη φλέβα) και απαιτείται μείζονα
προσοχή για την αποφυγή αιμορραγιών. Επίσης, τα ανώτερα πλεονεκτήματα της
ρομποτικής συντελούν στον ευρύ “καθαρισμό” της νόσου, αφού πολλοί τέτοιοι επινεφριδιακοί
όγκοι είναι εξαιρετικά εύθρυπτοι και απαιτείται ιδιαίτερη έμφαση στην ακέραια
εξαίρεσή τους χωρίς τρώση και διασπορά κυττάρων».
Ο συνδυασμός της υψηλής τεχνολογίας, της
εξειδίκευσης και εμπειρίας του χειρουργού, και τα πολύ λογικά οικονομικά πακέτα
νοσηλίων λόγω της μείωσης του κόστους της ρομποτικής αυτής επέμβασης, εγγυώνται
καλύτερα αποτελέσματα και βελτιωμένη ποιότητα ζωής μετά τη χειρουργική επέμβαση.