Η συχνότητα της κατάθλιψης διαφέρει στα δύο φύλα,
με τις γυναίκες να έχουν διπλάσιες πιθανότητες από τους άνδρες να την
εκδηλώσουν.
Αν και η ακριβής αιτία του φαινομένου δεν είναι
γνωστή, έχουν μελετηθεί διάφοροι παράγοντες που θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο
και οι επιστήμονες πιστεύουν πια ότι αποτελεί συνδυασμό βιολογικών, ψυχολογικών
και κοινωνικών διεργασιών, με πρώτες τις ορμονικές διακυμάνσεις.
«Η έξαρση των καταθλιπτικών επεισοδίων στις
γυναίκες συμπίπτει με τα αναπαραγωγικά τους χρόνια, γι’ αυτό και πιστεύεται ότι
κατ’ αρχάς παίζουν ρόλο οι ορμονικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν αυτή την
περίοδο της ζωής», λέει ο νευρολόγος-ψυχίατρος Δρ. Νίκος Ε. Δέγλερης, διδάσκων
Ψυχοθεραπείας στο Πανεπιστήμιο Paris V, στη Γαλλία. «Σύμφωνα με τα διαθέσιμα
στοιχεία, παγκοσμίως το συνολικά 5,5% των γυναικών όλων των ηλικιών και το 3,2%
των ανδρών πάσχουν από μείζονα κατάθλιψη. Η διαφορά αυτή είναι της τάξης του
70%, αλλά παρουσιάζει διακύμανση με την ηλικία. Έτσι, είναι υψηλότερη στις
νεαρές ηλικίες (14-25 ετών) όπου τα κορίτσια και οι νεαρές γυναίκες με
κατάθλιψη είναι υπερδιπλάσια από τα αγόρια, ύστερα είναι διπλάσια, αλλά μετά 50
έτη η διαφορά προοδευτικά μειώνεται και μετά τα 65 έτη τα περιστατικά είναι
περίπου τα ίδια στα δύο φύλα».
Οι διαφορές αυτές υποδηλώνουν εμπλοκή των ορμονών.
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι ορμόνες του γυναικείου φύλου (οιστρογόνα,
προγεστερόνη) μπορεί να επηρεάσουν τόσο την επικοινωνία των εγκεφαλικών
κυττάρων μεταξύ τους όσο και τους κιρκάδιους ρυθμούς (το βιολογικό ρολόι), με
συνέπεια να ευνοούν τις διακυμάνσεις της ψυχικής διάθεσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κυκλοθυμία που
πολλές γυναίκες παρουσιάζουν πριν την έμμηνο ρύση, αλλά και εκείνη που
σχετίζεται με τις ορμονικές αλλαγές που συμβαίνουν στις αρχές της εγκυμοσύνης
αλλά και μετά τον τοκετό.
Παρότι, δε, η εμμηνόπαυση είναι μία περίοδος της
ζωής κατά την οποία μειώνεται ο κίνδυνος κατάθλιψης στις γυναίκες, η
περιεμμηνοπαυσιακή περίοδος αποτελεί εποχή υψηλού κινδύνου για όσες έχουν
ιστορικό μείζονος (σοβαρής) κατάθλιψης.
Ρόλο μπορεί επίσης να παίζουν και οι διαταραχές του
θυρεοειδούς αδένα, οι οποίες είναι πιο συχνές στις γυναίκες απ’ ό,τι στους
άνδρες. «Έχει βρεθεί ότι ειδικά η υπολειτουργία του θυρεοειδή
(υποθυρεοειδισμός) σχετίζεται με την κατάθλιψη και με συμπτώματά της όπως η
κακή ψυχική διάθεση, η δυσκολία στο να απολαμβάνει το άτομο πράγματα που κάποτε
το ευχαριστούσαν, η ευσυγκινησία, η ανορεξία και η διαταραχή του ύπνου», λέει ο
Δρ. Δέγλερης.
Οι ψυχολογικές αιτίες
Σε επίπεδο ψυχολογίας καθοριστικό ρόλο φαίνεται πως
παίζει το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να αντιδρούν πιο
συναισθηματικά και να «αναμασούν» στο μυαλό τους τα αρνητικά που τους
συμβαίνουν, πιθανώς σε μια προσπάθεια να τα αντιμετωπίσουν (ιδεομηρυκασμός).
Αντίθετα οι άνδρες συνηθίζουν να εστιάζουν στα προβλήματα καθαυτά και είτε
αντιδρούν με στωικότητα ή θυμό, είτε βρίσκουν κάτι να αποσπάσει την προσοχή
τους ώστε να τα ξεχάσουν (ακόμα κι αν αυτό το κάτι είναι, π.χ., η κατάχρηση
αλκοόλ).
«Έχει διαπιστωθεί πως η τάση να αναμασάει κανείς τα
ίδια και τα ίδια οδηγεί σε πιο παρατεταμένα και πιο σοβαρά επεισόδια
κατάθλιψης, ενώ συμβάλλει στην μεγαλύτερη επιρρέπεια των γυναικών σε αυτήν»,
εξηγεί ο Δρ. Δέγλερης.
Τα υπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν επίσης
ότι, κατά τη διάρκεια της ζωής τους οι γυναίκες βιώνουν περισσότερα στρεσογόνα
γεγονότα και έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε αυτά απ’ ό,τι οι άνδρες.
Αυτό αρχίζει από την εφηβική ηλικία: τα κορίτσια
συνήθως αναφέρουν περισσότερα αρνητικά γεγονότα (ιδίως όσον αφορά τη σχέση τους
με τους γονείς και τους συνομηλίκους τους), αλλά και υψηλότερα επίπεδα
συναισθηματικής κατάπτωσης από αυτά. Μετά την ενηλικίωση, εξάλλου, οι γυναίκες
είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν κατάθλιψη σε αντίδραση σε ένα στρεσογόνο γεγονός
της ζωής, καθώς και να έχουν υποστεί κάποιο ιδιαίτερα στρεσογόνο γεγονός τους 6
μήνες που προηγούνται ενός σοβαρού καταθλιπτικού επεισοδίου.
Επιπλέον, οι γυναίκες συνήθως επενδύουν ψυχικά στις
διαπροσωπικές σχέσεις περισσότερο απ’ ό,τι οι άνδρες. Γι’ αυτό τον λόγο τα
προβλήματα των σχέσεων είναι πιθανό να τις επηρεάσουν περισσότερο, σύμφωνα με
μελέτες σε πανομοιότυπους (ομοζυγωτικούς) διδύμους.
Οι ίδιες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνδρες
«συνήθως επενδύουν περισσότερο στην καριέρα και τους προσωπικούς τους στόχους -
και αυτό πιθανώς εξηγεί γιατί έχει αυξηθεί τόσο πολύ η κατάθλιψη στον ανδρικό
πληθυσμό στη χώρα μας στα χρόνια της κρίσης, όπου παρατηρείται και ιδιαίτερα
αυξημένη ανεργία», εξηγεί ο Δρ. Δέγλερης.
Ανατροφή και κοινωνικοί ρόλοι
Η ανατροφή και οι κοινωνικοί ρόλοι επίσης
πιστεύεται ότι αποτελούν συμβάλλοντες παράγοντες.
Τα μικρά κορίτσια, λ.χ., ανατρέφονται από τους
γονείς τους να είναι πιο δεκτικά και ευαίσθητα στη γνώμη των άλλων, ενώ τα
μικρά αγόρια ανατρέφονται με τρόπο που τα κάνει να είναι πιο σκληρά και
αδιάφορα γι’ αυτήν.
Αυτού του είδους οι διαφορετικές προσεγγίσεις στην
κοινωνικοποίηση πιστεύεται ότι ευνοούν την κατάθλιψη στις γυναίκες και στα
κορίτσια, διότι τους μαθαίνουν να αποζητούν την αυτοαξία τους στους άλλους.
Οι κοινωνικές διαφορές επίσης συμμετέχουν στο όλο
πρόβλημα. Αν μια γυναίκα αποφασίσει να γίνει μητέρα και νοικοκυρά, συχνά
ανακαλύπτει ότι η κοινωνία υποτιμά αυτούς τους ρόλους. Αν αποφασίσει να
ακολουθήσει μια επαγγελματική καριέρα, συχνά βρίσκεται αντιμέτωπη με την
εργασιακή ανισότητα και τον σεξισμό. Και αν αποφασίσει να συνδυάσει καριέρα με
οικογένεια, συχνά βρίσκεται αντιμέτωπη με αντικρουόμενα συναισθήματα καθώς
παλεύει να τα προλάβει όλα και αισθάνεται πως τίποτα δεν κάνει σωστά.
Σε όλ’ αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί το ότι σε
γενικές γραμμές οι γυναίκες είθισται να φροντίζουν και τους ηλικιωμένους γονείς
και συγγενείς τους, ενώ σε αυτές πέφτει και ο κλήρος να φροντίσουν τυχόν
άρρωστα μέλη της οικογένειάς τους.
Τέλος, «δεν πρέπει να λησμονηθεί το γεγονός ότι οι
γυναίκες έχουν την τάση να ζητούν συχνότερα ιατρική βοήθεια, επομένως είναι
περισσότερες οι διαγνώσεις της κατάθλιψης σε αυτές», καταλήγει ο Δρ. Δέγλερης.