Η νόσος
του Πάρκινσον δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην καθημερινότητα των ασθενών,
αλλά ευτυχώς υπάρχουν τρόποι για να τεθούν υπό έλεγχο για αρκετά χρόνια.
Τον
πρώτο καιρό οι ασθενείς ανταποκρίνονται καλά στα φάρμακα που παίρνουν, αλλά
όταν αρχίσουν οι κινητικές διακυμάνσεις μπορεί να τους βοηθήσει σημαντικά η
προσθήκη στην αγωγή τους και επεμβατικών θεραπειών.
Ο
νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον &
Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας και υπεύθυνος του
Ιατρείου Επεμβατικής Αντιμετώπισης Πάρκινσον στο Νοσοκομείο Μετροπόλιταν,
εξηγεί τι πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς για μία από τις σημαντικότερες
επεμβάσεις: την τοποθέτηση ενός «βηματοδότη» στον εγκέφαλο.
1. Τι
είναι. Ο «βηματοδότης» αυτός είναι μία συσκευή που λέγεται νευροδιεγέρτης και
προκαλεί εν τω βάθει διέγερση στον εγκέφαλο (Deep Brain Stimulation - DBS). Ο
νευροδιεγέρτης τοποθετείται με μικροεπέμβαση κάτω από το δέρμα του θώρακα και
παράγει ηλεκτρικές ώσεις οι οποίες μεταφέρονται στον εγκέφαλο με ένα
ηλεκτρόδιο. Το ηλεκτρόδιο τοποθετείται με επέμβαση στο κεφάλι, σε μία δομή του
εγκεφάλου που λέγεται υποθαλαμικός πυρήνας και είναι υπεύθυνος για την κίνηση.
Ο πυρήνας αυτός διεγείρεται από τις ώσεις, ώστε να διατηρεί υπό έλεγχο τα
κινητικά συμπτώματα των ασθενών. Το όλο σύστημα διαθέτει επίσης ανεξάρτητα
καλώδια (λέγονται επεκτάσεις) που συνδέουν τον νευροδιεγέρτη με το ηλεκτρόδιο.
Τα καλώδια αυτά τοποθετούνται υποδορίως, στη «διαδρομή» από το κεφάλι έως τον
θώρακα (περνάνε πίσω από το αυτί και από τον αυχένα). Η τοποθέτηση του όλου
συστήματος γίνεται από ιατρική ομάδα, στην οποία συμμετέχουν μεταξύ άλλων ο
νευρολόγος ιατρός και ο νευροχειρουργός.
3.
Μπορεί να αφαιρεθεί. Επειδή το ηλεκτρόδιο του νευροδιεγέρτη DBS τοποθετείται με
ακρίβεια σε μία συγκεκριμένη δομή του εγκεφάλου και τα υπόλοιπα τμήματά του
εισάγονται κάτω από το δέρμα, το όλο σύστημα μπορεί να αφαιρεθεί εάν
διαπιστωθεί ότι έχει πάψει να βοηθά τον ασθενή ή αν αναπτυχθεί κάποια πιο
αποτελεσματική θεραπεία. «Για την ακρίβεια, απλά αν το κλείσεις παύει και η
όποια επίδραση στον ασθενή, δίχως να χρειάζεται να αφαιρεθεί», τονίζει ο Δρ.
Ζήκος. «Δεν προκαλεί κάποια δομική καταστροφή στον εγκέφαλο γιατί το ηλεκτρόδιο
είναι πολύ λεπτό. Επομένως, ο ασθενής μπορεί να ωφεληθεί μελλοντικά από κάποια
νέα θεραπεία».
4.
Είναι κατάλληλος για ασθενείς με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κατάλληλοι
υποψήφιοι για τοποθέτηση νευροδιεγέρτη στον εγκέφαλο είναι οι πάσχοντες από
νόσο Πάρκινσον που δεν έχουν μπει στο τελικό στάδιό της. Πρακτικά αυτό σημαίνει
ότι τα φάρμακα που λαμβάνουν εξακολουθούν να αποδίδουν, αλλά δεν τους καλύπτουν
για όλη τη διάρκεια της ημέρας, με συνέπεια να παρουσιάζουν εναλλαγές καλής
κινητικότητας με δυσκινησία ή υπερκινησία. Οι εναλλαγές αυτές μπορεί να
παρουσιαστούν από λίγους μήνες έως πολλά χρόνια ύστερα από την έναρξη της
φαρμακευτικής αγωγής και δυσκολεύουν κάθε πλευρά της ζωής, από την εργασία έως
τις καθημερινές δραστηριότητες. Κατάλληλοι υποψήφιοι, λοιπόν, για τοποθέτηση
νευροδιεγέρτη DBS είναι οι ασθενείς με Πάρκινσον οι οποίοι έχουν τέτοιου είδους
διακυμάνσεις, παίρνουν φάρμακα τέσσερις ή περισσότερες φορές την ημέρα, δεν
πάσχουν από ψυχικά νοσήματα ή σοβαρή άνοια και έχουν καλή γενικότερη κατάσταση
υγείας. Επιπρόσθετα, πρέπει να έχουν ηλικία έως 70 ετών. Την επιλογή των
ασθενών που είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για τοποθέτηση νευροδιεγέρτη DBS κάνει ο
νευρολόγος ιατρός.
5. Πριν
την τοποθέτηση, γίνονται πολλές εξετάσεις. Για να εξακριβωθεί αν ένας ασθενής
με Πάρκινσον θα ωφεληθεί από την τοποθέτηση νευροδιεγέρτη, απαιτείται
λεπτομερής έλεγχος από τον νευρολόγο που συμπεριλαμβάνει διάφορες εξετάσεις
(νευρολογικές, μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλου, λήψη ιστορικού κ.λπ.). Η πιο
σημαντική είναι το επονομαζόμενο LDOPA Test, που απαιτεί νοσηλεία μίας ημέρας.
Κατά τη δοκιμασία αυτή, ο ασθενής διακόπτει την φαρμακευτική αγωγή του για 12
ώρες, εξετάζεται από τον νευρολόγο στη χειρότερη κινητική κατάσταση και ύστερα
παίρνει μία συγκεκριμένη ποσότητα ντοπαμίνης, για να ελέγξει ο γιατρός και την
καλύτερη κινητική κατάσταση. Όταν η διαφορά ανάμεσα στην χειρότερη και την
καλύτερη κινητική κατάσταση είναι πάνω από 50%, ο ασθενής είναι κατάλληλος
υποψήφιος για τοποθέτηση νευροδιεγέρτη DBS. «Το τεστ δείχνει επίσης πόσο τοις
εκατό θα βελτιωθεί ο ασθενής μετά την επέμβαση, είναι δηλαδή μία εξομοίωση της
κατάστασης που θα έχει μετά», συμπληρώνει ο Δρ. Ζήκος. «Αν φανταστεί ο ασθενής
πως είναι στην καλύτερη στιγμή της ημέρας του, έτσι θα είναι όλη μέρα μετά την
επέμβαση».
6.
Απαιτεί ρύθμιση και τακτική παρακολούθηση. Μετά την τοποθέτηση του συστήματος
της νευροδιέγερσης, ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο για χρονικό διάστημα από
7 έως 15 ημέρες, για να εξατομικευθούν οι ρυθμίσεις της συσκευής, να μειωθεί
σταδιακά η φαρμακευτική αγωγή του και να καταγραφούν οι εξατομικευμένες
δυνατότητες του νευροδιεγέρτη. Μετά το εξιτήριο και για χρονικό διάστημα τριών
μηνών πρέπει να επισκέπτεται τον νευρολόγο του κάθε 10-15 ημέρες για να
ρυθμίζονται διάφορες παράμετροι του νευροδιεγέρτη και να καταγράφεται η εξέλιξή
του.
Στη συνέχεια οι επισκέψεις αραιώνουν και γίνονται μία φορά τον μήνα μέχρι
να κλείσει το εξάμηνο και ύστερα συνιστάται παρακολούθηση μία φορά τον χρόνο
(εφόσον, βεβαίως, η πορεία της υγείας του είναι ομαλή).
7.
Βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα της ζωής. Αυτό έχει τεκμηριωθεί μέσα από
πολλές μελέτες, η πιο σημαντική από τις οποίες ονομάζεται EARLYSTIM και
δημοσιεύθηκε πριν από λίγα χρόνια στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό New
England Journal of Medicine.
Σύμφωνα με αυτήν, η τοποθέτηση του νευροδιεγέρτη
DBS σύντομα μετά την έναρξη των κινητικών διακυμάνσεων, βελτιώνει μακροπρόθεσμα
τη ζωή του ασθενούς πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η συνέχιση σκέτης της
φαρμακευτικής αγωγής.
Η βελτίωση αυτή φθάνει, κατά μέσον όρο, το 73% όσον αφορά
τα κινητικά συμπτώματα και το 67% τις δυσκινησίες. Άλλες μελέτες έχουν δείξει
πως η τοποθέτηση του νευροδιεγέρτη σε προσεκτικά επιλεγμένα περιστατικά μπορεί
να θέσει υπό έλεγχο τα συμπτώματα των ασθενών για τουλάχιστον μία δεκαετία.