Την
ύπαρξη αδιάγνωστου σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να υποδεικνύει ο πόνος στον ώμο που
προκαλεί η συμφυτική θυλακίτιδα ή αλλιώς παγωμένος ώμος. Δεδομένης της ραγδαίας
αύξησης των διαβητικών παγκοσμίως το
σύμπτωμα θα πρέπει να υποψιάζει ασθενείς και ιατρούς και να αποτελεί λόγο περαιτέρω
διερεύνησης.
«Η
εμφάνιση μυϊκοσκελετικών παθήσεων όπως η συμφυτική θυλακίτιδα σε ανθρώπους με
μακροχρόνιο, κακώς ελεγχόμενο ή αδιάγνωστο διαβήτη είναι συχνή. Μερικές φορές
τα προβλήματα που προκαλούν είναι πολύ οδυνηρά και μάλιστα δύνανται να
οδηγήσουν τον πάσχοντα ακόμα και σε ανικανότητα αυτοεξυπηρέτησης. Υπολογίζεται
ότι το 10-20% των διαβητικών αναπτύσσουν παγωμένο ώμο με τα συμπτώματα, σ’ αυτή
την κατηγορία ασθενών, να είναι σοβαρότερα συγκριτικά με όσους δεν υποφέρουν
από διαβήτη», επισημαίνει ο ορθοπαιδικός χειρουργός άνω άκρου Δρ. Παναγιώτης
Γιαννακόπουλος. «Βεβαίως η συνύπαρξη των
δύο παθήσεων δεν είναι απαραίτητη. Ο παγωμένος ώμος μπορεί να είναι αποτέλεσμα
παρατεταμένης ακινησίας ή μειωμένης κινητικότητας της άρθρωσης, π.χ. λόγω
τραυματισμού, κατάγματος ή ανάρρωσης από χειρουργική επέμβαση, αλλά και άλλων
παθολογιών, όπως καρδιαγγειακή νόσος, προβλήματα στον θυρεοειδή αδένα,
εγκεφαλικού επεισοδίου και νόσο του Πάρκινσον», συμπληρώνει.
Χαρακτηριστικό
του παγωμένου ώμου είναι ο πόνος στην άρθρωση, η κάψα της οποίας φλεγμαίνει. Η
πρόκληση συμφύσεων μεταξύ των επιφανειών της άρθρωσης λόγω της φλεγμονής και η
μείωση του αρθρικού υγρού, που βοηθάει στην ομαλή κίνηση, οδηγούν σε σταδιακό
περιορισμό των κινήσεών της.
Η πάθηση αυτή του ώμου παρουσιάζει τρεις
φάσεις: τη φάση παγώματος, όπου ο εμφανίζεται ξαφνικός πόνος κατά την κίνηση
και μυϊκός σπασμός, την περιοριστική φάση κατά την οποία επιδεινώνεται η
δυσκαμψία, αλλά υποχωρεί ο έντονος πόνος και η φάση του ξεπαγώματος, όπου ο
πόνος μειώνεται περαιτέρω σταδιακά και αυξάνεται η κινητικότητα. Η πρώτη φάση,
ξεκινά με τη σταδιακή εμφάνιση πόνου στον ώμο, ο οποίος επιδεινώνεται κυρίως το βράδυ, καθιστώντας
δύσκολη την ανάπαυση και τον ύπνο σε πλάγια θέση. Αυτή η φάση μπορεί να
διαρκέσει από 2 έως 9 μήνες. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης που διαρκεί
από 4 έως 12 μήνες, η άρθρωση του ώμου αρχίζει να σκληραίνει. Ο ώμος είναι
πιθανό να πονάει ακόμη και με απλές
καθημερινές κινήσεις, όπως αυτές που απαιτούνται για το ντύσιμο, ενώ παράλληλα
οι μύες των ώμων χάνουν τη δύναμή τους λόγω της μειωμένης κίνησης. Στο τελευταίο στάδιο, η διάρκεια του οποίου
κυμαίνεται μεταξύ 5 έως 12 μηνών,
αρχίζουν να βελτιώνονται τα συμπτώματα. Το εύρος της κίνησης αυξάνεται
και υπάρχει βαθμιαία μείωση του πόνου.
Παρότι
ο παγωμένος ώμος εμφανίζεται τις περισσότερες φορές μόνο στον ένα ώμο, 1 στους
5 ασθενείς αντιμετωπίζει την πάθηση και στους δύο ώμους.
«Περίπου
το 3% του γενικού πληθυσμού πάσχει από παγωμένο ώμο, σε σύγκριση με περίπου το
20% των ανθρώπων με ινσουλινοεξαρτώμενο και μη ινσουλινοεξαρτώμενο διαβήτη και
με προδιαβήτη. Οι γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν την
πάθηση από τους άνδρες, που επηρεάζει κυρίως τους ανθρώπους ηλικίας 40-65 ετών.
Αν και δεν είναι απολύτως σαφής η σχέση μεταξύ παγωμένου ώμου και υψηλών
επίπεδων σακχάρου ή ινσουλίνης, ενδεχομένως να οφείλεται στις αλλαγές στον
συνδετικό ιστό που προκαλεί μακροπρόθεσμα η νόσος», μας εξηγεί ο Δρ.
Γιαννακόπουλος.
Η
διάγνωση προκύπτει με την κλινική εξέταση, κατόπιν λήψης του ιστορικού και
ενημέρωσης του ορθοπαιδικού για τα συμπτώματα. Κατά την εξέταση ελέγχεται ο
πόνος και αξιολογείται το εύρος της κίνησης. Η εκτίμηση επιβεβαιώνεται με
ακτινογραφία ή μαγνητική τομογραφία.
Υπάρχουν
διάφοροι τρόποι αντιμετώπισης του παγωμένου ώμου. Η έγκαιρη και έγκυρη θεραπεία
εξασφαλίζει τη γρήγορη αποκατάσταση. Στόχος είναι ο έλεγχος του πόνου και η
δυνατότητα διατήρησης μεγαλύτερου εύρους
κίνησης του ώμου. Τα αναλγητικά μπορούν να
βοηθήσουν στη μείωση του πόνου και της φλεγμονής, όπως και τα αντιφλεγμονώδη
φάρμακα σε περίπτωση πολύ έντονου πόνου.
Η φυσικοθεραπεία συνδράμει στην ανάκτηση της κινητικότητας της άρθρωσης. Πάνω
από το 90 έως 95% των ασθενών βελτιώνεται με αυτές τις μη χειρουργικές
θεραπείες.
Η έγκαιρη αναζήτηση ιατρικής συμβουλής μπορεί
να βοηθήσει στην πρόληψη της πολύ σοβαρής δυσκαμψίας. Όταν τα συμπτώματα
εμμένουν ο θεράπων ιατρός μπορεί να επέμβει πιο δραστικά, όπως για παράδειγμα
με ενέσεις κορτιζόνης που μειώνουν σημαντικά τον πόνο και βελτιώνουν την
κινητικότητα. Στις περιπτώσεις όμως που τα συμπτώματα δεν αμβλύνονται με
συντηρητικές θεραπευτικές μεθόδους, η μόνη επιλογή είναι η χειρουργική
αντιμετώπιση, ιδίως όταν ο παγωμένος ώμος οφείλεται σε τραυματισμό ή προηγούμενη
χειρουργική επέμβαση.
«Από
τους πιο συχνά εφαρμοζόμενες μεθόδους για την αντιμετώπιση της συμφυτικής
θυλακίτιδας είναι η κινητοποίηση του ώμου. Εκτελείται υπό γενική αναισθησία με
σκοπό την μετακίνηση του ώμου σε διαφορετικές κατευθύνσεις προκειμένου να
λυθούν οι συμφύσεις και να βελτιωθεί η κίνηση της άρθρωσης. Δεν συστήνεται όμως
ως μέθοδος σε διαβητικούς ασθενείς, λόγω αυξημένου κινδύνου υποτροπής»,
σημειώνει ο Δρ. Γιαννακόπουλος και συμπληρώνει:
«Για τη
λύση των συμφύσεων μπορεί να υποβληθεί ο ασθενής και σε αρθροσκόπηση, όταν όλες
οι μέθοδοι αντιμετώπισης της πάθησης αποτύχουν. Εκτελείται συνήθως με περιοχική
αναισθησία, μέσω τριών μικρών τομών, όπου ο ορθοπαιδικός κόβει σε συγκεκριμένες
θέσεις τον θύλακο, επαναφέροντας την κινητικότητα του ώμου. Πρόκειται για μια
ασφαλή τεχνική που προκαλεί ελάχιστο χειρουργικό τραύμα, δεν απαιτεί νοσηλεία
και κυρίως δεν επιβαρύνει τον ασθενή».
Όλες αυτές οι θεραπείες αποδίδουν εάν
εκτελούνται σωστά και στους διαβητικούς μόνον όταν ρυθμιστεί ο διαβήτης. Άλλως, ο παγωμένος ώμος θα επανεμφανιστεί.