Αποτελεσματικά στη θεραπεία του αυτισμού έχουν αποδειχθεί
τόσο τα αιμοποιητικά όσο τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα, καθώς οι τρέχουσες
έρευνες για την αντιστροφή των ανωμαλιών που προκαλεί αυτή η νευροβιολογική
διαταραχή μέσω της χρήσης βλαστοκυττάρων φαίνεται να αποδίδουν. Παράλληλα, έχει
αποδειχθεί ότι η θεραπεία με βλαστοκύτταρα δίνει ελπίδες αποφυγής της
εγκεφαλικής παράλυσης στα νεογνά που αντιμετώπισαν προβλήματα οξυγόνωσης κατά
τον τοκετό.
«Τα
αιμοποιητικά και τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα βρίσκονται στον μυελό των οστών
και στο αίμα του ομφάλιου λώρου (δηλαδή στο ομφαλοπλακουντιακό αίμα). Τα
πρώτα μπορούν να διαφοροποιηθούν σε
όλους τους τύπους των κυττάρων του αίματος, ενώ τα δεύτερα, που περιέχονται και
στον ιστό, σε κύτταρα των οστών, των χόνδρων, νεύρων, των τενόντων, των μυών
και σε πολλά άλλα. Η συλλογή τους από το
ομφαλοπλακουντιακό αίμα και η φύλαξή τους, που γίνεται εντελώς ανώδυνα και
χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο, προσφέρει τεράστια οφέλη κυρίως στο ίδιο το παιδί,
αλλά ενδεχομένως και σε συγγενείς 1ου βαθμού», μας εξηγεί η καθηγήτρια Ιατρικής
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Κοκκώνα Κουζή-Κολιάκου. «Σήμερα
σε όλο τον κόσμο είναι σε εξέλιξη, 76 κλινικές μελέτες αναρτημένες στην
ιστοσελίδα clinicaltrials.gov, οι οποίες χρησιμοποιούν το αυτόλογο
ομφαλοπλακουντιακό αίμα (ΟΠΑ) για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, μεταξύ αυτών
του αυτισμού και της εγκεφαλικής παράλυσης. Έχει μάλιστα καταδειχθεί ότι στις
περιπτώσεις πρόωρων νεογνών ή νεογνών που γεννήθηκαν με έντονα συμπτώματα ανοξαιμίας, η χορήγηση ομφαλικού αίματος την τρίτη ημέρα
μετά τη γέννηση ακόμα και προληπτικά
έχει θετικές επιδράσεις στην πρόληψη της
εγκεφαλικής παράλυσης», διευκρινίζει.
Σχετικά
με τις χρήσεις του ομφάλιου αίματος, μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από την
αιματολόγο Johanna Kurtzberg του Πανεπιστημίου Duke σε παιδιά με εγκεφαλική
παράλυση (σε 63 παιδιά ηλικίας 1-6 ετών τον Οκτώβριο του 2017, σε 23 νεογνά το 2014 και σε 184
παιδιά το 2010), έδειξαν ότι το
ομφάλιο αίμα βελτιώνει την κλινική εικόνα των παιδιών με διαταραχές της
οξυγόνωσης κατά τον τοκετό, όπως και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Τα ευρήματα
επιβεβαιώθηκαν από μαγνητική τομογραφία.
Η ερευνήτρια οδηγήθηκε στη χρήση του αυτόλογου ομφάλιου μετά από τη
βελτίωση που παρουσίασαν στις πνευματικές λειτουργίες παιδιά που
μεταμοσχεύτηκαν για μεταβολικά.
«Σήμερα
στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο βρίσκονται σε εξέλιξη επτά κλινικές μελέτες σε
παιδιά διαφόρων ηλικιών, που χρησιμοποιούν το αυτόλογο ομφαλοπλακουντιακό αίμα
για τη θεραπεία της εγκεφαλικής παράλυσης, και μία κλινική μελέτη που
χρησιμοποιεί το ομφαλοπλακουντιακό αίμα
από αδελφό για την ίδια περίπτωση. Στη μια εξ αυτών μετείχε και η Biohellenika
με την αποστολή δύο παιδιών με εγκεφαλική παράλυση, τα οποία είχαν φυλάξει το
ομφαλικό αίμα στα εργαστήρια της», σημειώνει η κα. Κολιάκου. Επίσης, το
Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης έχει ανακοινώσει την έναρξη κλινικής μελέτης για
την εγκεφαλική παράλυση, σε συνεργασία με το Murdoch Childrens Research
Institute και την μεγαλύτερη ιδιωτική τράπεζα της Αυστραλίας Cell Care, υπό την
επίβλεψη της καθηγήτριας Iona Novak από
το Cerebral Palsy Alliance Research Institute. Στη δε βάση δεδομένων του
Medline υπάρχουν 160 δημοσιεύσεις που αφορούν τη χρήση του αυτόλογου (δηλαδή
προερχόμενου από τον ίδιο τον ασθενή) ΟΠΑ στη θεραπεία της εγκεφαλικής
παράλυσης των νεογνών.
Όσον
αφορά στον αυτισμό, από το 2012
γίνεται χρήση αυτόλογων βλαστοκυττάρων
για τη θεραπεία της νόσου, με τη δημοσίευση 9 κλινικών μελετών από διάφορες
χώρες. Τα βλαστοκύτταρα που χρησιμοποιούνται προέρχονται από το αίμα του πλακούντα και τον ιστό του
ομφαλίου λώρου ή από συνδυασμό των δύο. Μάλιστα, τον Δεκέμβριο του 2013, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα αποτελέσματα μελέτης
37 αυτιστικών παιδιών ηλικίας 3-12 ετών η οποία διεξήχθη από το
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, το Τμήμα Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Stanford
και το Πανεπιστήμιο της Κορέας, τα οποία έδειξαν ότι όλα τα παιδιά παρουσίασαν
βελτίωση, η συνδυασμένη όμως θεραπεία έδωσε τα καλύτερα αποτελέσματα.
«Εξαιρετικά
είναι και τα αποτελέσματα μελέτης από τη αιματολογική κλινική του Πανεπιστημίου
Duke για τη χρήση του αυτόλογου ομφαλοπλακουντιακού αίματος σε 25
αυτιστικά παιδιά (21 αγόρια και 4
κορίτσια ηλικίας 2-5 ετών), τα (προερχόμενα από ομφαλοπλακουντιακό αίμα)
βλαστοκύτταρα των οποίων είχαν φυλαχθεί σε διαπιστευμένες ιδιωτικές τράπεζες
των ΗΠA.
Τα παιδιά αξιολογήθηκαν στους 6 και 12 μήνες μετά τη χορήγηση οπόταν
καταγράφηκε η κοινωνικότητα, η επικοινωνία, η βλεμματική επαφή και η ομιλία. Οι αλλαγές διαπιστώθηκαν στους πρώτους 6
μήνες και διατηρήθηκαν σε όλο το διάστημα της παρακολούθησης των 12 μηνών. Οι
ερευνητές διαπίστωσαν ότι παιδιά χωρίς ομιλία αλλά με υψηλό IQ είχαν μεγαλύτερη βελτίωση σε σχέση με παιδιά
χαμηλότερου IQ παιδιά χωρίς ομιλία, σε όλους τους δείκτες αξιολόγησης»,
προσθέτει η κα. Κολιάκου.
Προς
την ίδια θετική κατεύθυνση κυμάνθηκαν και τα ευρήματα πρόσφατης, ανάλογης
μελέτης μεγαλύτερης διάρκειας που πραγματοποιήθηκε στη Σουηδία, σε παιδιά
ηλικίας 1,5-3 ετών, τα οποία έδειξαν ότι
η βελτίωση ήταν της τάξης 3.0 σημείων στην αξιολόγηση της επικοινωνίας
και 1.0 σημείου στην αξιολόγηση της κοινωνικότητας σε διάστημα 2 ετών, αντίστοιχα με τη βελτίωση 4.5 και 2.0
σημείων στο διάστημα των
6 μηνών. Η χορήγηση των βλαστοκυττάρων του ομφαλοπλακουντιακού αίματος
φαίνεται ότι προσφέρει ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα, το οποίο επέρχεται σε
συντομότερο χρόνο με τη χρήση μόνο των κλασικών θεραπειών. Το πρόγραμμα αυτό διευρύνεται σε περισσότερα
παιδιά που διαθέτουν αυτόλογα βλαστοκύτταρα και θα εξεταστεί η σημασία της
χορήγησης μεγαλύτερου αριθμού βλαστοκυττάρων σε κάθε χρήση, ο αριθμός των χορηγήσεων και η ηλικία.
«Και οι
δύο παθήσεις έχουν σημαντικό συνολικό οικονομικό κόστος, αν υπολογιστεί ότι η οικονομική επιβάρυνση περιλαμβάνει
άμεσες και έμμεσες δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ειδική εκπαίδευση,
αλλά και τις ώρες απουσίας των γονιών από την εργασία τους. Κυρίως, όμως, έχει
τεράστιο προσωπικό και ψυχολογικό κόστος. Η χρήση βλαστοκυττάρων που
προέρχονται από το ίδιο το άτομο και που έχουν επεξεργαστεί σε εργαστήρια τα
οποία μπορούν να εξασφαλίσουν την ποιότητά τους, μπορεί να προσφέρει
αξιοσημείωτη βελτίωση των συμπτωμάτων του αυτισμού και ενδεχομένως να είναι το
μέλλον στη θεραπεία της εγκεφαλικής παράλυσης», καταλήγει η κα. Κοκκώνα
Κολιάκου-Κουζή.