Η προστατίτιδα είναι μία από τις συχνότερες
ουρογεννητικές παθήσεις των ανδρών, καθώς υπολογίζεται ότι ο ένας στους δύο
άνδρες θα την εκδηλώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, συχνά πριν από τα 50
του χρόνια.
Παρότι, όμως, είναι τόσο συχνή, οι περισσότεροι
άνδρες δεν γνωρίζουν ούτε τα προειδοποιητικά συμπτώματά της, ούτε τις πιθανές
επιπλοκές της, με συνέπεια να καθυστερούν να απευθυνθούν στον γιατρό.
Ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Ηρακλής Πούλιας, MD,
PhD, επιστημονικός συνεργάτης του Ομίλου ΥΓΕΙΑ-Μητέρα και πρόεδρος της
Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας, εξηγεί τι πρέπει να ξέρουν όλοι οι άνδρες γι’
αυτήν.
1. Είναι φλεγμονή. Η προστατίτιδα είναι η διόγκωση
και η φλεγμονή του προστάτη, δηλαδή του αδένα με μέγεθος καρυδιού που βρίσκεται
κάτω από την ουροδόχο κύστη των ανδρών και έχει ως κύριο ρόλο την παραγωγή του
υγρού που τρέφει και μεταφέρει τα σπερματοζωάρια (λέγεται σπερματικό υγρό).
2. Δεν είναι μία ενιαία πάθηση. Με τον όρο
«προστατίτιδα» ουσιαστικά περιγράφεται μία ομάδα διαταραχών, οι οποίες
χαρακτηρίζονται από ουρολογικά συμπτώματα, δυσκολίες ή πόνο στην εκσπερμάτιση
και πόνο στο περίνεο (είναι η περιοχή ανάμεσα στα έξω γεννητικά όργανα και τον
πρωκτό) ή χαμηλά στη μέση.
Οι διαταραχές αυτές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η
πρώτη είναι οι βακτηριακές προστατίτιδες που οφείλονται σε είσοδο και ανάπτυξη
μικροβίων στον προστάτη και είναι λιγότερο συχνές.
Η βακτηριακή προστατίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί ως
οξεία προστατίτιδα με πυρετό, δυσκολία αποβολής ούρων, γενική κακουχία κ.λπ.
και να εξελιχθεί σε σοβαρή λοίμωξη που απαιτεί νοσηλεία στο νοσοκομείο και ως
χρόνια υποτροπιάζουσα προστατίτιδα που διαρκεί πολύ καιρό (1-3 μήνες) και δεν
έχει έντονα συμπτώματα. Οι βακτηριακές προστατίτιδες αντιμετωπίζονται με
αντιβιοτικά.
Η δεύτερη κατηγορία προστατίτιδας είναι η μη-βακτηριακή
που αποκαλείται και χρόνιο πυελικό σύνδρομο και επίσης έχει δύο υποκατηγορίες:
το φλεγμονώδες χρόνιο πυελικό σύνδρομο με παρουσία λευκοκυττάρων στην
καλλιέργεια σπέρματος και το μη φλεγμονώδες πυελικό σύνδρομο (χωρίς παρουσία
λευκοκυττάρων στο σπέρμα).
3. Έχει πολλές αιτίες. Οι πιθανές αιτίες της
προστατίτιδας είναι πολλές και διαφορετικές, αλλά συχνά δεν ανευρίσκεται κάποια
συγκεκριμένη για τα συμπτώματα του ασθενούς. Αναλόγως με την αιτία της, η
προστατίτιδα μπορεί να εμφανιστεί σταδιακά ή ξαφνικά, να βελτιωθεί γρήγορα, με
ή χωρίς θεραπεία, ή ακόμα και να επιμείνει για μήνες ή να παρουσιάζει συχνές
υποτροπές (σε τέτοια περίπτωση, οι γιατροί μιλούν για χρόνια προστατίτιδα).
Η πιο συχνή μορφή είναι η χρόνια μη-βακτηριακή
προστατίτιδα (αφορά το σχεδόν 90% των κρουσμάτων) για την οποία δεν έχει βρεθεί
μέχρι σήμερα συγκεκριμένη αιτία. Στους παράγοντες που μπορεί να την
πυροδοτήσουν (εκλυτικοί παράγοντες) συμπεριλαμβάνονται το στρες, οι
νευρολογικές βλάβες του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος (π.χ. εξαιτίας
τραυματισμού ή εγχείρησης) και οι ουρολοιμώξεις. Έχει επίσης σχετισθεί με
αυτοάνοσα νοσήματα, όπως το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης και το σύνδρομο του
ευερέθιστου εντέρου.
Στη βακτηριακή προστατίτιδα (οξεία και χρόνια) που
αποτελεί το 5-10% των κρουσμάτων, η αιτία συνήθως είναι βακτήρια του
ουροποιητικού που εισέρχονται στον προστάτη (π.χ. μέσω της σεξουαλικής επαφής)
και τον μολύνουν.
Στην ασυμπτωματική φλεγμονώδη προστατίτιδα η αιτία
δεν είναι γνωστή.
4. Δεν είναι αθώα. Αν και η προστατίτιδα δεν είναι
κακοήθης νόσος ούτε υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο του
προστάτη, μπορεί να έχει αρκετές και σοβαρές επιπλοκές αν αφεθεί χωρίς
θεραπεία. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται η είσοδος βακτηρίων στο αίμα (βακτηριαιμία
ή σήψη), η φλεγμονή στο σωληνοειδές όργανο που ενώνει τον όρχι με τον
σπερματικό πόρος (λέγεται επιδιδυμίδα), η δημιουργία κοιλότητας με πύον μέσα
στον προστάτη (απόστημα προστάτου), διαταραχές του σπέρματος και υπογονιμότητα
(αυτές παρατηρούνται σε περίπτωση χρόνιας και ασυμπτωματικής προστατίτιδας).
5. Δεν χρειάζεται πάντοτε θεραπεία με αντιβιοτικά.
Επειδή όπως προαναφέρθηκε στο 90% των περιπτώσεων η προστατίτιδα είναι χρόνια
και μη-βακτηριακή, αντιβιοτική θεραπεία δεν συνιστάται παρά στο 5-10% των
περιπτώσεων που οι εργαστηριακές εξετάσεις και τα συμπτώματα υποδηλώνουν την
ύπαρξη βακτηρίων.
6. Δεν προκαλεί πάντοτε πυρετό. Ο πυρετός είναι
σύμπτωμα κυρίως των βακτηριακών μορφών, με την οξεία να συνοδεύεται συχνά από
απότομο, υψηλό πυρετό και τη χρόνια από χαμηλότερο. Άλλα συμπτώματα των
βακτηριακών μορφών προστατίτιδας είναι τα ρίγη, πόνοι στο σώμα, κόπωση (δηλαδή
τα κλασικά συμπτώματα των λοιμώξεων), καθώς και πόνος χαμηλά στην οσφύ (μέση)
και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, συχνουρία και επείγουσα ούρηση (συχνά
και τη νύχτα), αίσθημα καύσου ή πόνου κατά την ούρηση και την εκσπερμάτιση.
Η χρόνια μη-βακτηριακή προστατίτιδα προκαλεί πόνο
χαμηλά στην οσφύ και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, συχνουρία και
επείγουσα ούρηση (συχνά και τη νύχτα), αίσθημα καύσου ή πόνου κατά την ούρηση
και την εκσπερμάτιση.
Όπως, τέλος, υποδηλώνει και η ονομασία της, η
ασυμπτωματική φλεγμονώδης προστατίτιδα δεν προκαλεί συμπτώματα.
7. Μερικοί άνδρες κινδυνεύουν περισσότερο να την
εκδηλώσουν. Η προστατίτιδα είναι συχνότερη σε άνδρες ηλικίας 35-50 ετών, σε
όσους έχουν ιστορικό ουρολοιμώξεως, τραυματισμού στην περιοχή της πυέλου (π.χ.
από ατύχημα με το ποδήλατο ή τη μηχανή) ή παλαιότερης προστατίτιδας, στους
ασθενείς με ουροκαθετήρα, στους άνδρες που έχουν κάνει βιοψία προστάτη και
στους φορείς του ιού HIV/AIDS.
8. Η διάγνωση της προστατίτιδας δεν χρειάζεται PSA.
Η διάγνωση της προστατίτιδας τίθεται με τη λήψη του ιστορικού και την κλινική
(δακτυλική) εξέταση του προστάτη, που παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τη
σύσταση, το μέγεθος και το σχήμα του αδένα. Άλλες βασικές εξετάσεις είναι η
γενική ούρων, η καλλιέργεια ούρων και, κυρίως, η κλασματική καλλιέργεια
προστατικού υγρού μετά από μάλαξη του προστάτη και το υπερηχογράφημα. Η μέτρηση
στο αίμα των επιπέδων του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) δεν συνιστάται,
διότι αυτά αυξάνονται μόνο στο 15%-20% των ασθενών με σοβαρή προστατίτιδα,
έναντι του 70% των ανδρών με καρκίνο προστάτη.
9. Οι διαταραχές της ούρησης χρειάζονται πάντοτε
έλεγχο. Οποιαδήποτε αλλαγή στις φυσιολογικές συνήθειες ούρησης (στη συχνότητα,
στην ποσότητα των αποβαλλόμενων ούρων, στην «ευχέρεια» ούρησης, στο χρώμα των
ούρων), αλλά και ο πόνος και το αίσθημα καύσου (κάψιμο) κατά την ούρηση, πρέπει
να ελέγχονται αμέσως από τον ουρολόγο ιατρό.