Πολλές
γυναίκες που χρειάζονται εξωσωματική γονιμοποίηση αποθαρρύνονται να την κάνουν
εξαιτίας των καθημερινών ενέσεων και του υψηλού κόστους των φαρμάκων, τα οποία
καλύπτονται από τα ασφαλιστικά ταμεία για συγκεκριμένους κύκλους.
Ωστόσο
αν οι γυναίκες αυτές πληρούν ορισμένα κριτήρια, μπορεί να έχουν μια εναλλακτική
λύση: την mini-IVF με
ελάχιστη ή και χωρίς καθόλου χρήση ενέσιμων φαρμάκων.
Όπως
εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός
στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of
Life-ΙΑΣΩ,
η minimal
εξωσωματική είναι μία εναλλακτική τεχνική κατά την οποία χρησιμοποιούνται
λιγότερα φάρμακα και λιγότερο επιθετική διέγερση των ωοθηκών, η οποία μιμείται
τον φυσικό κύκλο της γυναίκας.
«Με τη
χρήση της mini-IVF είτε δεν
απαιτούνται καθόλου ενέσεις είτε χρειάζονται πολύ λίγες - τρεις ή τέσσερις
έναντι των οκτώ έως 12 που απαιτούνται στην συμβατική εξωσωματική για να
διεγερθούν επιθετικά οι ωοθήκες ώστε να παραχθούν πολλά ώριμα ωοθυλάκια», λέει.
«Η mini-IVF γίνεται
κυρίως με λήψη φαρμάκων από το στόμα με αποτέλεσμα να συλλέγονται μόνο ένα έως
τρία ωάρια που έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν υψηλής ποιότητας έμβρυα.
Αντίθετα, στην κλασική εξωσωματική συλλέγονται επτά έως 15 ωάρια, από τα οποία όμως
μόνο τα πέντε έως επτά (ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας) δημιουργούν υψηλής
ποιότητας έμβρυα».
Η
λιγότερο επιθετική διέγερση των ωοθηκών έχει το πλεονέκτημα ότι «αποφεύγεται το
σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών, το οποίο χαρακτηρίζεται από διόγκωση και
πόνο των ωοθηκών και της κοιλιάς, για χρονικό διάστημα που τυπικά διαρκεί
περίπου μία εβδομάδα. Η γυναίκα μπορεί επίσης να έχει τυμπανισμό (φούσκωμα),
ενώ μερικές φορές παρατηρούνται ναυτία, έμετος και διάρροια», συνεχίζει. «Με
την mini-IVF, οι
παρενέργειες που παρατηρούνται στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ήπια
κεφαλαλγία και/ή κόπωση που διαρκεί λίγες ημέρες».
Η mini-IVF έχει και
άλλα πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, πολλές ασθενείς που έχουν κακή ποιότητα
ωαρίων, επιτυγχάνουν με αυτήν σαφή βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων
εμβρύων, ενώ με τη χρήση της τα επίπεδα των ορμονών στο αίμα συμβαδίζουν με
αυτά που ανευρίσκονται κάτω υπό φυσιολογικές συνθήκες σύλληψης, με αποτέλεσμα
να βελτιώνεται σημαντικά η πιθανότητα εμφύτευσης των εμβρύων.
Η
πιθανότητα αυτή αυξάνεται εξαιτίας της μειωμένης δόσης διεγερτικών φαρμάκων. «Η
εξαιρετικά υψηλή δόση των διεγερτικών φαρμάκων που χρησιμοποιείται στην
συμβατική εξωσωματική, συχνά καταλήγει σε χειρότερο ποσοστό εμφύτευσης μετά την
εμβρυομεταφορά», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος.
Αυτό
σχετίζεται με το ενδομήτριο, το οποίο «βομβαρδίζεται» από τις ορμόνες και είναι
εχθρικό για το έμβρυο, ενώ με την mini-IVF ουσιαστικά παραμένει φυσικό,
χωρίς ορμόνες, και έτοιμο να δεχτεί την εμφύτευση των εμβρύων στο φυσικό τους
περιβάλλον.
Όλ’
αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την επίτευξη εγκυμοσύνης σε αρκετές περιπτώσεις που
πρακτικά ήταν αδύνατο να συμβεί, τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. Έτσι, το ποσοστό
επίτευξης εγκυμοσύνης ανά κύκλο της mini-IVF είναι 20-35%, όταν για τα
γόνιμα ζευγάρια που προσπαθούν να πετύχουν εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο το
αντίστοιχο ποσοστό ανά μήνα είναι 20-25% (στις γυναίκες ηλικίας έως 30 ετών).
Μεγάλο
πλεονέκτημα της mini-IVF είναι
και το κόστος των φαρμάκων, το οποίο είναι το πολύ 200-300 ευρώ, όταν στη
συμβατική εξωσωματική κυμαίνεται μεταξύ 1.000 και 2.000 ευρώ.
Στον
αντίποδα, στα μειονεκτήματα της μεθόδου συμπεριλαμβάνεται το αρκετά αυξημένο
ποσοστό ακύρωσης της προσπάθειας (φθάνει το 25%) εξαιτίας της χαμηλής
ανταπόκρισης των ωοθηκών στα λιγοστά φάρμακα (δεν παράγονται επαρκή ώριμα
ωοθυλάκια) και ο αυξημένος κίνδυνος αυτόματης ωορρηξίας, που επίσης οδηγεί σε
ακύρωση του κύκλου της θεραπείας.
Ποιες
γυναίκες, όμως, είναι οι κατάλληλες υποψήφιες για mini-IVF;
• Οι γυναίκες που έχουν μικρή ανταπόκριση
στην ορμονική διέγερση σε προηγούμενες εξωσωματικές και οι οποίες έχουν χαμηλή
ωοθηκική εφεδρεία (τιμή στην εξέταση AMH κάτω από 1 ng).
• Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των
42 ετών) ή ακόμη και μικρότερες που παρουσιάζουν διαταραγμένο ορμονικό προφίλ
(επίπεδα της ορμόνης FSH
πάνω από 12).
• Οι γυναίκες που αποθαρρύνονται από το
κόστος των συμβατικών εξωσωματικών.
• Οι γυναίκες με ιστορικό καρκίνου.
• Οι γυναίκες που είχαν άσχημες εμπειρίες
με την ορμονική διέγερση.
• Οι γυναίκες με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης
συνδρόμου υπερδιέγερσης των ωοθηκών.
• Οι γυναίκες με αποτυχίες εμφύτευσης μετά
από συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση.
«Οι
ασθενείς με παθολογικές ορμόνες, πριν αποφασίσουν να υποβληθούν σε εξωσωματική
γονιμοποίηση με τη χρήση δωρεάς ωαρίων, καλό θα ήταν να δοκιμάσουν τουλάχιστον
μια φορά την mini-IVF διότι
είναι πιθανό να αποδώσει σε αυτές», συνιστά ο Δρ. Βασιλόπουλος.