Υψηλός
είναι ο κίνδυνος μόλυνσης με τον ιό HPV κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, εξαιτίας
της μεγαλύτερης ελευθερίας χρόνου και υποχρεώσεων που προκαλεί αλλαγές στη
διάθεση των ανθρώπων, επιθυμία για περισσότερο σεξ, ανανέωση των ερωτικών
συντρόφων ή εκπλήρωση κρυφών επιθυμιών. Και δυστυχώς όσοι μολύνονται παραμένουν
εφ’ όρου ζωής φορείς του ιού!
«Ο HPV
θεωρείται η πιο συχνή σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια. Από τους 100 και πλέον
διαφορετικούς τύπους του ιού που υπάρχουν, μερικοί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι
καθώς έχουν ενοχοποιηθεί για πρόκληση καρκίνου, μεταξύ αυτών οι 16, 18, 31, 33,
35, 53, 73 και 75. Τα οξυτενή κονδυλώματα μεταδίδονται με την άμεση επαφή και
εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα, στις περιοχές γύρω από αυτά, όπως και στην
περιοχή του πρωκτικού δακτυλίου», σημειώνει ο
γενικός χειρουργός Δρ. Αναστάσιος
Ξιάρχος - Διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών -
Ιατρικού Περιστερίου και Πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής
Χειρουργικής (www.axiarchos.gr). «Τα πρωκτικά κονδυλώματα εμφανίζονται αρχικά
ως μικροσκοπικές μάζες, ίσως τόσο μικρές όσο το κεφάλι μιας καρφίτσας, αλλά
μπορεί μεγαλώσουν και να πληθύνουν αρκετά ώστε να καλύψουν ακόμα και το σύνολο
της πρωκτικής περιοχής. Έχουν συνήθως το χρώμα του δέρματος ή καφέ χρώμα και
τις περισσότερες φορές είναι ασυμπτωματικά, δηλαδή δεν προκαλούν πόνο ή
ενόχληση, οπότε οι ασθενείς αγνοούν για καιρό την ύπαρξή τους. Ωστόσο, δύνανται
να δώσουν συμπτώματα, όπως κνησμό, αιμορραγία και βλέννη».
Παρά
την πεποίθηση πολλών, η πρωκτική επαφή δεν είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη
πρωκτικών κονδυλωμάτων. Οποιαδήποτε επαφή με το χέρι ή εκκρίσεις του συντρόφου
στην πρωκτική περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε λοίμωξη από τον HPV. Αξιοσημείωτο
είναι επίσης ότι η έκθεση στον ιό μπορεί να έχει συμβεί πολλά χρόνια πριν ή από
προηγούμενο σεξουαλικό σύντροφο, γι’ αυτό μην σπεύσετε να καταδικάσετε τον
ερωτικό σας παρτενέρ... «Όπως συμβαίνει και με άλλους ιούς, από τον ιό των
ανθρωπίνων θηλωμάτων δεν θεραπευόμαστε στην πραγματικότητα ποτέ. Ο ιός
παραμένει σε αδράνεια στο σώμα και γι’ αυτό τα συμπτώματα μπορεί να επανέλθουν
χρόνια μετά τη μόλυνση, σε περίοδο που το ανοσοποιητικό είναι εξασθενημένο»,
εξηγεί ο Δρ. Ξιάρχος.
Η
διάγνωση της πάθησης γίνεται με κλινική εξέταση, με ψηφιακή εξέταση του ορθού
για να αποκλείεται οποιαδήποτε προσβολή στην περιοχή, αλλά και με
πρωκτοσκόπηση για την εξέταση του
πρωκτικού σωλήνα.
Η
ύπαρξη κονδυλωμάτων επιβάλλει την άμεση αντιμετώπισή τους, επειδή σε
διαφορετική περίπτωση αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πρωκτού.
Ωστόσο, πριν εμφανισθεί ο καρκίνος προηγούνται προκαρκινικές αλλοιώσεις
(δυσπλασίες), η ταξινόμηση των οποίων εξαρτάται από το στάδιό τους (χαμηλού ή
υψηλού βαθμού πρωκτική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία-δυσπλασία - LGAIN/HGAIN, αντιστοίχως). Τα άτομα με ιστορικό δυσπλασιών
που θα εμφανίσουν τελικά πρωκτικό καρκίνο δεν ξεπερνούν το 5%. Όμως, στους
θετικούς στον ιό HIV ασθενείς το ποσοστό ανέρχεται στο 10-50%!
Οι
προκαρκινικές αλλοιώσεις μπορούν να διαγνωσθούν με απλή κυτταρολογική εξέταση
(τεστ Παπανικολάου). Εάν η κυτταρολογική εξέταση είναι θετική, πρέπει να
ακολουθήσει πρωκτοσκόπηση υψηλής ευκρίνειας (high resolution anoscopy), η οποία
εντοπίζει τις προκαρκινικές αλλοιώσεις (δυσπλασία- HGAIN). Για τυχόν
αμφισβητούμενες περιοχές και εντοπισμό περιοχών που ενδεχομένως χρειάζονται
περαιτέρω θεραπεία διενεργούνται βιοψίες.
Για την
αποφυγή λοιπόν πιο δυσάρεστων και περίπλοκων καταστάσεων, η παραμικρή ενόχληση
στην περιοχή του πρωκτού πρέπει να εγείρει υποψίες στον ασθενή, ο οποίος πρέπει
να ζητήσει άμεσα ιατρική συμβουλή.
Για την
αντιμετώπιση των κονδυλωμάτων υπάρχουν φαρμακευτικά σκευάσματα για τοπική
θεραπεία, τα οποία είτε εφαρμόζονται σε ιατρείο είτε στο σπίτι. Ενδεδειγμένος
τρόπος αντιμετώπισής τους είναι επίσης η κρυοθεραπεία. Και οι δύο τρόποι όμως
έχουν παρενέργειες, όπως ερεθισμό, ερυθρότητα και επώδυνες εξελκώσεις.
Η
χειρουργική επέμβαση παρέχει άμεσα αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Δρ. Ξιάρχο, η
εφαρμογή του υπερπαλμικού LASER CO2 και η χρήση ραδιοσυχνοτήτων (RF) με τοπική
αναισθησία είναι αποτελεσματικές και ανώδυνες θεραπείες. Για την αντιμετώπιση
μεγαλύτερων εξωτερικών και εσωτερικών κονδυλωμάτων του πρωκτού μπορεί να
συστηθεί ο συνδυασμός καυτηριασμού και
χειρουργικής επέμβασης.
Επειδή
υπάρχει υψηλός κίνδυνος επανεμφάνισης των κονδυλωμάτων μετά από τη θεραπεία, οι
γιατροί συστήνουν προσεκτική παρακολούθηση και κλινική εξέταση, αρχικά κάθε
μήνα και κατόπιν κάθε 3-6 μήνες, ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου. Ο λόγος
είναι ότι ο ιός μπορεί να ζει στο δέρμα για αρκετούς μήνες, χωρίς να δημιουργεί
καμία εμφανή αλλαγή σ’ αυτό, οπότε ένα σημείο μπορεί να είναι μολυσμένο όταν ο
ασθενής υποβάλλεται σε θεραπεία, αλλά να μην μπορεί να εντοπιστεί.
Προκειμένου
να αποφευχθεί η περαιτέρω εξάπλωση του HPV, συνιστώνται ασφαλείς σεξουαλικές
πρακτικές, που περιλαμβάνουν σεξουαλική αποχή και περιορισμό της σεξουαλικής
επαφής με έναν μόνο σύντροφο. «Η χρήση του προφυλακτικού είναι απαραίτητη,
παρότι δεν παρέχει απόλυτη προστασία, γιατί ο ιός μεταδίδεται με κάθε είδους
άμεση δερματική επαφή και γιατί ενδεχομένως να υπάρχουν μολυσμένα σημεία που
δεν καλύπτονται από το προφυλακτικό», προειδοποιεί ο Δρ. Ξιάρχος. Επιπλέον, οι
ερωτικοί σύντροφοι με ιστορικό κονδυλωμάτων πρέπει να ελέγχονται και για άλλες
σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες, ακόμη και αν δεν έχουν συμπτώματα.
Για την
προφύλαξη από την μόλυνση από ορισμένους τύπους του ιού HPV ενδείκνυται ο
εμβολιασμός παιδιών και εφήβων πριν την έναρξη της σεξουαλικής ζωής τους, ο
ρόλος του οποίου όμως για την πρόληψη των κονδυλωμάτων του πρωκτού δεν είναι
μέχρι σήμερα γνωστός.