Η
ομιλία του Προέδρου της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος Γιώργου Δόση στην εκδήλωση στο Πνευματικό κέντρο Ηπειρωτών
με θέμα «Βίκος-Θύαμις: Χρονικό στις Εποχές. Μια ωδή στην Ηπειρωτική ύπαιθρο και
το περιβάλλον».
Αγαπητοί προσκεκλημένοι
Συμπατριώτισες
και συμπατριώτες
Φίλες
και φίλοι της Ηπείρου
Από τη
μεριά του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος σας
καλωσορίζω στη σημερινή εκδήλωση που συνδιοργανώνουμε με την Ομοσπονδία Καλαμά
και το συμπατριώτη μας σκηνοθέτη Βασίλη Λάππα με Θέμα «Βίκος-Θύαμις: Χρονικό
στις Εποχές Μια ωδή στην Ηπειρωτική ύπαιθρο και το περιβάλλον»
Η Ήπειρος περιλαμβάνει τις περιφερειακές
ενότητες Ιωαννίνων, Άρτας, Πρέβεζας και Θεσπρωτίας με το μεγαλύτερο μέρος της
να καλύπτεται από ορεινούς όγκους που τροφοδοτούν ποτάμια μεγάλου μήκους αλλά
διαθέτει και εκπληκτικές ακτές με πολύ δημοφιλείς καλοκαιρινούς τουριστικούς
προορισμούς.Είναι πραγματικά ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα περιοχή της Ελλάδας με
πλούσιο παρθένο φυσικό περιβάλλον. Στο εσωτερικό της υπάρχουν βουνά, δάση,
εθνικοί δρυμοί, ποτάμια, λίμνες, υδροβιότοποι, κοιλάδες, με εξαιρετική άγρια
ομορφιά και μοναδική χλωρίδα και πανίδα. Στην περιφέρεια Ηπείρου υπάρχει
σημαντικός αριθμός ευαίσθητων και προστατευμένων περιοχών με κύριο κριτήριο την
οικολογική και αισθητική τους αξία. Στις περιοχές αυτές περιλαμβάνονται δύο
εθνικοί δρυμοί, μια περιοχή RAMSAR 27 περιοχές εντεταγμένες υπό το Πανευρωπαϊκό
δίκτυο προστατευμένων περιοχών NATURA 2000 ένα μνημείο φύσης, δύο προστατευμένα
τοπία αισθητικά-δάση και 30 περιοχές CORINE.
Σημαντικές
δυσχέρειες παρουσιάζονται στους τομείς λειτουργίας και χρηματοδότησης της
διαχείρησης των προστατευμένων περιοχών τομείς που σχετίζονται άμεσα με τη δια
φύλαξη των φυσικών τους χαρακτηριστικών.
Οι
περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί Εθνικά Πάρκα είναι:
Εθνικό
Πάρκο Αμβρακικού
Εθνικό
Πάρκο Βόρειας Πίνδου
Και
Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων –Περιστερίου και Χαράδρας Αράχθου
Επί
πλέον η ευρύτερη περιοχή Βίκου- Αώου αποτελεί το 4ο Γεωπάρκο της Ελλάδος. Το
γεωπάρκο Βίκου-Αώου εκτείνεται στην περιοχή του Δήμου Κόνιτσας και
Ζαγορίου(Δυτικού, Κεντρικού και Τύμφης).
Παράλληλα στο σύνολο των 449 περιοχών της Χώρας χαρακτηριζομένων ως περιοχών
ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους οι 49 εντοπίζονται εντός των Διοικητικών Συνόρων της
Περιφέρειας Ηπείρου.
Αρκετές
φορές η λαϊκή σοφία και παράδοση στην Ήπειρο, αλλά και ειδικότερα στις
ημιορεινές και στις ορεινές περιοχές, είναι περισσότερο αποτελεσματική και
«οικο-λογική» από τις όποιες ερευνητικές, διαχειριστικές, αναπτυξιακές προσπάθειες ερευνητικών επιστημονικών ομάδων.
Κι αυτό
γιατί το αίσθημα της αυτοσυντήρησης που έχουν οι ντόπιοι κάτοικοι, σε συνδυασμό
με τις δύσκολες φυσικές, κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες που μόνο οι ίδιοι
βιώνουν, τους ωθεί στην επιλογή πρακτικών και μεθόδων πολύ πιο κοντά στις
δυνατότητες και τους περιορισμούς του τόπου τους και με σεβασμό και δέος στη
φύση που τους συντηρεί και τους στηρίζει. Υπάρχει έμφυτη μέσα τους η τάση ότι
τίποτα δεν είναι περιττό, όλα έχουν μια χρησιμότητα γιατί όλα είναι μέρος ενός
συνόλου, έτσι για παράδειγμα, διαχειρίζονται καλύτερα τα σκουπίδια τους από ότι
θα όριζε ένα σύγχρονο σύστημα διαχείρισης αστικών αποβλήτων, παράγοντας εξ
αρχής λιγότερα, επαναχρησιμοποιώντας και ανακυκλώνοντας περισσότερα (π.χ. μέσω
των οικόσιτων ζώων) ή προστατεύουν και διαχειρίζονται καλύτερα τις ορεινές
δασικές περιοχές, αφού ζουν σε αυτές και από αυτές, παίρνοντας προληπτικά μέτρα
με την απομάκρυνση των ξερών φύλλων και κλαδιών, με την αραίωση δέντρων, με την
ελεγχόμενη βοσκή κοπαδιών κλπ. Χωρίς ποτέ κανείς να τους έχει μιλήσει για
«στρατηγικές διαχείρισης και προστασίας» για «μοντέλα αειφορικής διαχείρισης»
κλπ. Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι μηδενίζονται οι προσπάθειες
ερευνητών και επιστημόνων, σημαίνει απλά ότι στη διαμόρφωση και υλοποίηση ενός
σοβαρού, αξιόπιστου επιστημονικά, υπεύθυνου και συμμετοχικού σχεδίου αξιοβίωτης
ολοκληρωμένης ανάπτυξης των ευαίσθητων οικοσυστημάτων-περιοχών θα πρέπει να
συμβάλουν με τις σκέψεις τις ιδέες, τις προτάσεις αλλά και με τη συγκεκριμένη
πράξη τους, οι κάτοικοι, οι φορείς, οι σύλλογοι κλπ. της συγκεκριμένης περιοχής.
Το
φυσικό περιβάλλον και ο πολιτισμός της Ηπείρου ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένα
και αλληλοεπηρεαζόμενα - αρνητικά ή/και θετικά - από την παρουσία του ανθρώπου
στους γύρω οικισμούς. Οι διαφορετικοί τρόποι εκμετάλλευσης και χρήσης της γης
από τους νομάδες κτηνοτρόφους συνέβαλαν στη διαμόρφωση των τύπων βλάστησης της
περιοχής π.χ. η υπερβολική υλοτόμηση δέντρων και η αποψίλωση εδαφών για
δημιουργία καλλιεργήσιμης γης ή βοσκοτόπων οδήγησε στον περιορισμό των εκτάσεων
που καταλάμβαναν τα δρυοδάση (οι βελανιδιές αναπτύσσονται, συνήθως, σε
περισσότερο γόνιμα εδάφη). Ακολούθως η υπερβόσκηση οδήγησε σε περαιτέρω
υποβάθμιση της χλωριδικής βιοποικιλότητας μετατρέποντας τις εκτάσεις σε τύπο βλάστησης που κυριαρχούν
αείφυλλα είδη όπως: πουρνάρια, κέδροι κλπ. Από την άλλη, η διατήρηση μεγάλων
κοπαδιών κτηνοτροφικών ζώων καθώς και η εποχική μετακίνηση των νομάδων
κτηνοτρόφων συντέλεσε στη διατήρηση πολλών ειδών πανίδας και κυρίως των μεγάλων
θηλαστικών που διαβιούν στην περιοχή, όπως η καφέ αρκούδα και ο λύκος, αφού
τους εξασφάλισε συμπληρωματική τροφική πηγή αλλά και διόδους μετακίνησης και
καταφύγια ώστε να διατηρηθούν οι πληθυσμοί. Από τα παραπάνω γίνεται εμφανής η
σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης μεταξύ οικοσυστημάτων και ανθρώπινης
παρουσίας και δραστηριότητας έχοντας όμως ως μέτρο τις δυνατότητες και τους
περιορισμούς που επιβάλει η φύση.
Η
κατάσταση αυτή άλλαξε από τα μέσα του 20ου αιώνα που παρατηρήθηκε κατάρρευση
των παραδοσιακών κτηνοτροφικών ομάδων με την «κυκλική» εναλλαγή των χρησιμοποιούμενων
βοσκοτόπων, συρρίκνωση του πληθυσμού όλης της Ηπείρου και ειδικά των ορεινών
περιοχών, επέκταση των δασών λόγω της εγκατάλειψης των οικισμών και της μείωσης
της κτηνοτροφίας, ενώ παρατηρήθηκε σημαντική πτώση της βοσκοϊκανότητας ως
απόρροια της υπερβόσκησης με επακόλουθο τη διάβρωση των εδαφών (η υπερβόσκηση
δρα με τρόπο που προκαλεί ερημοποίηση). Παράλληλα οι δασικοί δρόμοι που είχαν
δημιουργηθεί από τους κτηνοτρόφους έκλεισαν, με την εγκατάλειψη των περιοχών,
με αποτέλεσμα να αποκοπεί η πρόσβαση προς αυτές, γεγονός ιδιαίτερα επιβαρυντικό
σε περίπτωση έκτακτων καταστάσεων (π.χ. πυρκαγιά). Δεδομένου δε ότι δεν υπάρχει
πλήρως χαρτογραφημένο δίκτυο των δασοδιαδρόμων και ότι οι άνθρωποι που ζούσαν
στις περιοχές αυτές και ήξεραν όλα τα μονοπάτια έχουν πλέον φύγει,
δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο το έργο των δασοπυροσβεστών σε περίπτωση
φωτιάς.
Η
ανάγκη για ξαναζωντάνεμα των περιοχών της Ηπείρου είναι ζητούμενο στις μέρες
μας. Το ερώτημα-προβληματισμός που τίθεται όμως είναι κατά πόσο οι
σχεδιαζόμενες αναπτυξιακές, διαχειριστικές,
αγροπεριβαλλοντικές πολιτικές θα αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία και τα
αρχέγονα χαρακτηριστικά της περιοχής στο όνομα της προώθησης της «αειφόρου
ανάπτυξης» ή θα γίνουν με βάση την ολιστική διεπιστημονική μεθοδολογία, τις
διαδικασίες, τις διαδοχικές φάσεις, τις αξίες και τις αρχές που μπορούν να
οδηγήσουν σε μια Αξιοβίωτη Ολοκληρωμένη
Ανάπτυξη της Ηπείρου γενικότερα;
Ο
συνδυασμός του φυσικού περιβάλλοντος και των γεωργικών πρακτικών που
εφαρμόζονταν στις αρχές του 20ου αιώνα βοήθησαν στη διατήρηση μεγάλου αριθμού
τοπικών ποικιλιών προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες. Από τα τέλη του 1970
και μετά όμως παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τελευταία έκθεση, σημαντική διάβρωση των
Φυτογενετικών Πόρων στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μεγάλος γενετικός
εκφυλισμός ή εξαφάνιση σε ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες. Οι λόγοι που οδήγησαν
σε αυτήν την κατάσταση έχουν να κάνουν - μεταξύ άλλων- με τις αλλαγές χρήσης
γης, την εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής, τη σταδιακή εγκατάλειψη της
γεωργίας, την εισαγωγή «γενετικά βελτιωμένων» ποικιλιών σπόρων, από τις μεγάλες
εταιρείες σπόρων- προκειμένου τα φυτά να παρουσιάσουν ανθεκτικότητα σε
ασθένειες αλλά και τα γεωργικά προϊόντα να είναι περισσότερο εμφανίσιμα-, με
αποτέλεσμα ακόμη και οι λίγοι εναπομείναντες «παραδοσιακοί» οικοκαλλιεργητές
και παραγωγοί να προμηθεύονται αυτά τα υβρίδια και έτσι σταδιακά το πρωτογενές
υλικό να εξαφανίζεται. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για μια νέου τύπου προσέγγιση του
γεωργικού περιβάλλοντος, συγκεκριμένα τμήματα του οποίου οφείλουν να
προστατευθούν ώστε να διατηρηθεί το γενετικό τους υλικό και να αποκατασταθεί η
σχέση τους με την τοπική χλωρίδα και πανίδα, με τον ίδιο τρόπο που
προστατεύονται και τα φυσικά οικοσυστήματα (π.χ. προστατευόμενες περιοχές).
Υπάρχει
ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την πλευρά Μη Κυβερνητικών Οργανισμών
(ΜΚΟ) και οικολογικών οργανώσεων ως προς την προστασία και χρήση των
παραδοσιακών Ελληνικών αβελτίωτων ποικιλιών. Η τάση αυτή είναι πιθανό να
οδηγήσει τα επόμενα χρόνια, στη δημιουργία νέων μη κυβερνητικών οργανισμών με
αντικείμενο τη διατήρηση και χρήση των παραδοσιακών ποικιλιών (προγράμματα
κληρονομιάς σπόρων) και στην επακόλουθη χρήση τους στα συστήματα οικολογικής
γεωργίας. Παραδείγματα τέτοιων οργανισμών-δικτύων είναι το δίκτυο «Πελίτι» και
ο “Αιγίλοπας”.
Στο
Νομό Ιωαννίνων υπάρχουν καταγεγραμμένοι στο δίκτυο της ενναλακτικής κοινότητας
«Πελίτι» τρεις καλλιεργητές, ένας βιολογικής και δύο παραδοσιακής καλλιέργειας
που μεταξύ άλλων καλλιεργούν: κόκκινες πατάτες, άσπρο καλαμπόκι, μήλα και αχλάδια
που ενδείκνυνται σε χαμηλές θερμοκρασίες, «τσεπελόσυκα» (μοιάζουν με κορόμηλα)
και άλλες ποικιλίες σύκων, διάφορα λαχανικά, αμπέλια, ενώ ένας καλλιεργητής
αναζητά την ποικιλία των κοκκινοπράσινων αχλαδιών που υπήρχαν στην περιοχή των
Ιωαννίνων.
Παράλληλα,
στο πλαίσιο του έργου “Δημιουργία Τράπεζας Γενετικού Υλικού”, (το οποίο
χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης –
Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006), δόθηκε η δυνατότητα αποστολών με σκοπό
τη συλλογή και καταχώρηση παραδοσιακών ποικιλιών και άγριων και συγγενικών
ειδών καλλιεργούμενων φυτών, οι οποίες κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα περιοχών στην
Ελλάδα και συγκεκριμένα για τους Νομούς Πρέβεζας, Ιωαννίνων και Άρτας έγιναν 62
καταχωρήσεις τοπικών ποικιλιών και 218 καταχωρήσεις αγρίων συγγενών ειδών.
Αξιοποίηση αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
Η
καλλιέργεια αρωματικών φυτών στην Ελλάδα -και ιδιαίτερα στην περιοχή της
Ηπείρου η οποία συνδέεται παραδοσιακά με την ύπαρξη και αξιοποίηση
φαρμακευτικών φυτών και βοτάνων- δεν είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη αν και οι
συνθήκες το ευνοούν.
Πρόκειται
για καλλιέργειες ευπροσάρμοστες στις εδαφο-κλιματικές συνθήκες της χώρας μας,
οι οποίες δίνουν ποιοτικά ανώτερα προϊόντα και είναι φιλικές προς το περιβάλλον
καθώς έχουν μηδενικές ή ελάχιστες εισροές σε φυτοφάρμακα και λιπάσματα,
απαιτούν μικρή ποσότητα νερού, μπορούν να συμβάλουν θετικά στη μείωση της
διάβρωσης των εδαφών σε ακαλλιέργητες περιοχές, άρα και στην ερημοποίηση, ενώ
δεν απαιτούν ιδιαίτερο μηχανικό εξοπλισμό.
Με
δεδομένο το συγκριτικό πλεονέκτημα των παραγόμενων προϊόντων, σε ποσοτικά και
ποιοτικά χαρακτηριστικά, η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών
αποτελεί την καλύτερη εναλλακτική λύση βελτίωσης-συμπλήρωσης του αγροτικού
εισοδήματος- ιδιαίτερα για το γυναικείο πληθυσμό (προσφέρουν μέσο εισόδημα της
τάξης των 200-250ευρώ ανά στρέμμα) (Τσόγκας, 2005). Παράλληλα, δημιουργεί νέες
θέσεις εργασίας με την ίδρυση μικρών (τοπικής κλίμακας) μεταποιητικών μονάδων
στα χωριά, οι οποίες θα ασχολούνται με την πρωτογενή μεταποίηση και θα μπορούν
να συνεργάζονται με μεγαλύτερες καθετοποιημένες μονάδες. (Τσόγκας, 2005).
Επιπροσθέτως μπορεί να συμβάλλει στηδημιουργία
συνεκτικότερων κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών καθώς μπορεί να δώσει
τη δυνατότητα απασχόλησης σε όλα τα μέλη μιας ή και περισσοτέρων οικογενειών
του ίδιου χωριού ενώ μπορεί να ενταχθεί και σε αγροτουριστικές δραστηριότητες
(π.χ. επισκέψεις σε περιοχές με παραγωγή και μονάδα επεξεργασίας αρωματικών
φυτών). Η άρρηκτη σχέση αξιοποίησης των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών με
την κοινωνική ζωή, τον πολιτισμό, το φυσικό περιβάλλον και φυσικά την οικονομία
της Ηπείρου τεκμηριώνει τη δυνατότητα συμβολής της αξιοποίησής τους ακόμη και
στις μέρες μας προς την κατεύθυνση της Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης της ορεινότερης
περιφέρειας της Ελλάδας. (Μιχαϊλίδου, 2007).
Στην
κατεύθυνση της αξιοποίησης των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, θα ήταν
χρήσιμη η δημιουργία Συνεταιριστικών Οργανώσεων (στο πρότυπο του συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης)
προκειμένου και να ασκούνται οι απαραίτητες πιέσεις και να γίνονται οι
κατάλληλες διεκδικήσεις αλλά και να προβάλλονται και να διοχετεύονται με
αποτελεσματικότερο τρόπο τα προϊόντα στην αγορά.
Πρωτίστως
θα πρέπει:
• Να
γίνει διερεύνηση και καταγραφή των ειδών που ζητούνται από την αγορά (αρωματική
και φαρμακευτική βιομηχανία, κοσμετολογία) και θα άξιζε να καλλιεργηθούν.
• Να
υπάρχει διαθέσιμο κατάλληλο γενετικό πολλαπλασιαστικό υλικό.
• Να
υπάρχει επαρκής υποδομή για μεταποίηση και εμπορία και
• Να
υπάρχει η απαιτούμενη τεχνογνωσία και φυσικά το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για
τη διαχείριση και χρήση των αρωματικών & φαρμακευτικών φυτών και των
προϊόντων τους.
Στο
σημείο της τεχνογνωσίας, πληροφόρησης και καθοδήγησης των ενδιαφερομένων, σημαντική θα μπορούσε να είναι η βοήθεια
εξειδικευμένων επιστημόνων, ερευνητικών ινστιτούτων (π.χ. ΕΘΙΑΓΕ),
πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της Ελλάδας και του εξωτερικού και προγραμμάτων
εκπαίδευσης - νέων- αγροτών [όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα «Ησίοδος» που
υλοποιήθηκε σε όλους τους νομούς της χώρας υπό την εποπτεία του Ινστιτούτου
Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Ι.Δ.ΕΚ.Ε.)]. Ενδεχομένως αυτήν την προσπάθεια να
μπορούσαν να ενισχύσουν και τα Ολοκληρωμένα Προγράμματα Ανάπτυξης Αγροτικού
Χώρου (ΟΠΑΑΧ), που στην Ενότητα Φυτικής παραγωγής περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων
και τους τομείς «Φαρμακευτικών & Αρωματικών φυτών...Σπόρων και
Πολλαπλασιαστικού Υλικού».
Στο
Νομό Ιωαννίνων οι ορεινές περιοχές που έχουν ενταχθεί στο εν λόγω πρόγραμμα
είναι οι πρώην δήμοι: Άνω Πωγωνίου, Δελβινακίου, Μολοσσών, Τύμφης, Αν.
Ζαγορίου, Πραμάντων και οι πρώην Κοινότητες: Πωγωνιανής, Λάβδανης, Διστράτου,
Βωβούσης και Μηλέας.
Γυναικεία
Επιχειρηματικότητα και Άρση Κοινωνικού Αποκλεισμού
Στην
Ελλάδα παρατηρείται υψηλός βαθμός κοινωνικού αποκλεισμού, υψηλά ποσοστά
ανεργίας καθώς επίσης και ανεπαρκές πλαίσιο υποστήριξης γυναικών για ανάπτυξη
επιχειρηματικής και επαγγελματικής δραστηριότητας, κυρίως για τις γυναίκες που
είναι κάτοικοι απομακρυσμένων, ορεινών και νησιώτικων περιοχών. Στο πλαίσιο
αυτό διαμορφώθηκε ένα πιλοτικό και καινοτόμο Διαπεριφερειακό Μοντέλο
Υποστήριξης Προώθησης, Πιστοποίησης, Παρακολούθησης και Μικρο-χρηματοδότησης
επιχειρηματικών πρωτοβουλιών Γυναικών στην κοινωνική οικονομία, το οποίο
αναπτύχθηκε σε 5 περιφέρειες της Ελλάδας μεταξύ των οποίων και η Ήπειρος.
Το
πρόγραμμα «ΔΙΩΝΗ ΙΙ», για την περιφέρεια της Ηπείρου είχε ως στόχο την
κατάρτιση ανέργων γυναικών - μελλοντικών Επιχειρηματιών και υφισταμένων
Επιχειρηματιών (για ενδυνάμωσή τους) στον τομέα του περιβάλλοντος και
ειδικότερα στη δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων και εμπορία βιολογικών
προϊόντων. Επιμέρους στόχοι είναι η Προώθηση της Ποιότητας και της Υγιεινής
διατροφής, με παραγωγή και διάθεση από τις Νεοδημιουργούμενες Γυναικείες
Επιχειρήσεις δυσεύρετων σήμερα Βιολογικών Παραδοσιακών Προϊόντων, η προώθηση
των ίσων ευκαιριών - στην επαγγελματική ζωή, στην κοινωνική ζωή και στην
οικογενειακή ζωή, η εξοικείωση των γυναικών με νέες τεχνολογίες, η απόκτηση
γνώσεων, η ανταλλαγή εμπειριών και εμπειρογνωμοσύνης κ.α. Το γεγονός ότι
αναπτύσσεται κυρίως σε φτωχές και υπανάπτυκτες περιοχές, αναμένεται να
συμβάλλει στην τοπική ανάπτυξη και την γυναικεία επαγγελματική δραστηριοποίηση
στις περιοχές αυτές. Έτσι συμπληρώνεται το οικογενειακό εισόδημα και τονώνεται
η αυτοπεποίθηση των γυναικών αυτών και το αίσθημα προσφοράς στην οικογένεια
αλλά και στον τόπο τους, ενώ παράλληλα αποτελεί κίνητρο ώστε να μην
εγκαταλειφθούν οι απομακρυσμένες ορεινές περιοχές. Τα θετικά προσδοκώμενα
αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας όμως έρχονται να ακυρωθούν από την πρόθεση του Υπουργείου
Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να περιορισθεί σημαντικά ή και να καταργηθεί η
στήριξη των βιολογικών προϊόντων, γεγονός που αφήνει έκθετους όλους όσους
εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής και εμπορίας προϊόντων βιολογικής γεωργίας
και κτηνοτροφίας. Τέτοιου είδους ενέργειες είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για τις
προοπτικές και δυνατότητες ανάπτυξης και ειδικότερα για τη νεανική και
γυναικεία επιχειρηματικότητα και τη συγκράτηση του πληθυσμού των ευάλωτων
ορεινών περιοχών.
Τουρισμός.
Οι προβλέψεις του Bernardin de St. Pierre (1737-1814) ο οποίος, χρησιμοποιώντας
την έννοια της «φυσικής αρμονίας», διέκρινε τις σχέσεις αλληλεξάρτησης φυτών,
ζώων, ανθρώπου και ανόργανου περιβάλλοντος, για τις καταστρεπτικές συνέπειες
που μπορεί να έχουν στη φυσική αρμονία οι ανθρώπινες επεμβάσεις βρίσκουν άριστο
πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση του ορεινού τουρισμού, αν δεν ληφθούν όλα τα
απαραίτητα μέτρα για την ήπια τουριστική ανάπτυξη.
Στην
εποχή μας, ο τουρισμός για τις τοπικές κοινωνίες των ορεινών περιοχών, μπορεί
να επιφέρει ριζικές αλλαγές θετικές και αρνητικές καθώς βρίσκεται σε μια λεπτή
αμφίδρομή σχέση αλληλεπιδράσεων και αλληλεξαρτήσεων με τις τοπικές κοινωνίες,
την οικονομία, το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
Συγκεκριμένα,
είναι φανερό ότι η αύξηση του τουρισμού σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές όταν
απουσιάζει ο κατάλληλος σχεδιασμός και η διαχείριση, αποτελεί απειλή τόσο για
τα οικοσυστήματα όσο και για τις τοπικές κοινωνίες. Ο αυξανόμενος αριθμός
επισκεπτών σε τέτοιες περιοχές μπορεί να επιφέρει σημαντική υποβάθμιση του
περιβάλλοντος. Παρομοίως, οι τοπικές κοινωνίες και ο τοπικός πολιτισμός μπορεί
να υποστούν ανεπανόρθωτες ζημιές από την συσσώρευση ξένων επισκεπτών και
πλούτου. Οι ορεινοί όγκοι της Ηπείρου ανήκουν στις λίγες περιοχές του κόσμου οι
οποίες προσφέρουν έναν μοναδικό συνδυασμό φυσικής ομορφιάς με την πλούσια
βιοποικιλότητα από τη μία πλευρά και από την άλλη από την ποικιλομορφία
ανθρωπίνων πολιτισμών, παραδόσεων, ιστορίας και τρόπων ζωής. “Τροφοδοτούν” τη
ζωή στον πλανήτη καθώς αποτελούν “αποθήκες” νερού, τροφής, ενέργειας και
πλούσιας βιοποικιλότητας, φυσικών διαθεσίμων και ορυκτού πλούτου. Προσφέρουν
αγαθά και υπηρεσίες σε περισσότερο από τον μισό πληθυσμό του πλανήτη, ενώ
φιλοξενούν επίσης περίπου το ένα δέκατο του παγκόσμιου πληθυσμού. Σε μια ιδεατή
περίπτωση ορεινού τουρισμού (οικοτουρισμού) οι κάτοικοι της ορεινής περιοχής,
το ευαίσθητο περιβάλλον και ο οικοτουρισμός ωφελούν ο ένας τον άλλον σε μία
σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης με ένα αρμονικό τρόπο συμβίωσης.
(Πηγή –
περισσότερα στοιχεία στο αρχείο: Ορεινός Τουρισμός. Προβλήματα – Ανάγκες).
Έργα
Υποδομής
Με βάση
το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα
(ΠΕΠ), έχουν εγκριθεί ποσά για την υλοποίηση έργων στην περιοχή της Ηπείρου και
κατόπιν αυτού όλοι οι φορείς της περιοχής προσπαθούν να ανταποκριθούν στην
πρόκληση των ΚΠΣ. Στο ΠΕΠ, οι πόροι είναι δεσμευμένοι για συγκεκριμένα έργα για
κάθε περιοχή και οι στρατηγικοί στόχοι περιγράφονται με σαφήνεια για την
επόμενη εξαετία. Ωστόσο τα μέτρα, οι άξονες και τα έργα, συναποφασίστηκαν από
τους φορείς της Ηπείρου.
Οι
τρεις κεντρικοί πυλώνες είναι:
• Η ενίσχυση της οικονομίας και της
εξωστρέφειας
• Η ενίσχυση της απασχόλησης
• Η καταπολέμηση της ανεργίας
• Η προστασία του περιβάλλοντος
Ιδιαίτερα
στην περίπτωση της προστασίας του περιβάλλοντος υπάρχει βαθμολόγηση των
περιφερειών και σε όσες τα έργα καθυστερούν ή δε λαμβάνονται τα απαραίτητα
μέτρα θα αφαιρούνται κονδύλια. Έτσι θεωρείται απαραίτητη η εκπόνηση υψηλής
ποιότητας περιβαλλοντικών και άλλων μελετών (εφαρμογή της κοινοτικής οδηγίας
42/2001 για τη «Στρατηγική Εκτίμηση
Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων», για τη διερεύνηση των περιβαλλοντικών
επιπτώσεων από προγράμματα και σχεδιασμούς) αλλά και η πιστοποίηση των
εμπλεκόμενων φορέων ώστε να μπορούν να υλοποιήσουν τα έργα. Από τα παραπάνω
γίνεται σαφές ότι δίνεται στην περιοχή η δυνατότητα να γίνουν κάποια έργα,
όπως: ΧΥΤΑ Ιωαννίνων, κ.α. και γι΄ αυτό απαιτείται συντονισμένη και στοχευμένη
-στα συγκεκριμένα προβλήματα της περιοχής- προσπάθεια, από όλα τα εμπλεκόμενα
μέρη ώστε να ξεπεραστεί η όποια μικροπολιτική, κοντόφθαλμη λογική και να
αξιοποιηθούν τα χρήματα αυτά μέσα στο προβλεπόμενο χρονικό ορίζοντα. Η
εμπεριστατωμένη και αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών είναι εξίσου
απαραίτητη, ώστε να αρθούν οι όποιες επιφυλάξεις απέναντι στα υλοποιούμενα
έργα, ενώ μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα προς την ενεργό συμμετοχή και εμπλοκή
των πολιτών στο σχεδιασμό της πόλης τους.
Εγνατία
Οδός και Ιόνια οδός
Οι κατασκευές
και χρήσεις της Εγνατίας Οδού και της Ιονίας, αποτελούν αναμφίβολα από τα
σημαντικότερα έργα υποδομής των τελευταίων δεκαετιών και σημείο αιχμής μεταξύ
ανάπτυξης και περιβάλλοντος. Η μείωση του χρόνου και η ασφάλεια της οδικής
σύνδεσης των περιοχών από τις οποίες διέρχονται είναι οι προφανείς θετικές
επιπτώσεις των έργων. Οικισμοί μέχρι πρότινος σημαντικά απομονωμένοι γίνονται
πλέον εύκολα προσβάσιμοι. Η άμεση πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά (υπηρεσίες
υγείας, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας, κ.λ.π.) συγκαταλέγεται στα θετικά, ενώ ο
κίνδυνος αλλοίωσης των ιδιαίτερων τοπικών χαρακτηριστικών (των απομονωμένων
περιοχών) από τη μαζική είσοδο «ξένων» στοιχείων αποτελεί εν δυνάμει αρνητικό
επακόλουθο. Η κατασκευή των οδικών αυτών αξόνων επεμβαίνει δυναμικά στο τοπίο.
Χιλιάδες χιλιόμετρα ασφαλτόδρομου, γέφυρες και τούνελ μορφοποιούν τοπία, σε
μεγάλο βαθμό ανέγγιχτα. Επιπλέον, η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει «δυναμικές»
κατασκευές (κοιλαδογέφυρες) σε αντίθεση με τις παλιές χαράξεις των δρόμων που
ακολουθούν τις υψομετρικές του εδάφους.
Η Εγνατία, αλλά και η Ιόνια Οδός διέρχονται μέσα από δάση και οικότοπους
άγριων ζώων (καφέ αρκούδα, λύκος) αλλά και κοντά από σημαντικούς αρχαιολογικούς
χώρους και παραδοσιακούς οικισμούς.
Οι οδικοί αυτοί άξονες έχον επιπτώσεις, θετικές
και αρνητικές, χωρικές, κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές. Επηρεάζουν
τον τουρισμό, τη βιομηχανία, το εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες της
υγείας, της εκπαίδευσης, κ.α. Ήδη από τη μέχρι τώρα λειτουργία τους, μπορούν να
γίνουν οι πρώτες εκτιμήσεις των θετικών και αρνητικών της επιπτώσεων. Η
ολοκλήρωση του έργου της Ιόνιας οδού, θα αποτελέσει έναν εν δυνάμει «μοχλό
ανάπτυξης», για την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το είδος της ανάπτυξης
αναμένεται να αποτιμηθεί, στο μέλλον.
Τέλος
και κλείνοντας, αναφέρω ότι στην Ήπειρο τα τελευταία χρόνια στην Ήπειρο έγιναν
πολλά με προσπάθεια σεβασμού και προστασίας του περιβάλλοντος. Είναι αρκετά. Θα
δείξει ο χρόνος. Αυτό όμως που έχει αξία και σημασία είναι η διαρκής
επαγρύπνιση μας, για να διατηρήσουμε τα προνομιούχα φυσικά κάλλη της πατρίδας
μας.