Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΩΣΙΝΟΥ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ψηλά
στην κορυφή ενός κωνικού λόφου, του λόφου «Σώσινο» και σε υψόμετρο 750 περίπου
μέτρων είναι χτισμένο το ομώνυμο μοναστήρι ``Σωσίνου ή της Παναγίας της
Ευαγγελίστρας``
Μια ιστορία
οκτώ ολόκληρων αιώνων, γεμάτη Ελληνισμό
και Χριστιανισμό, είναι γραμμένη στην
κοιλάδα του Άνω Καλαμά, στην ιστορική και ξακουστή Πογδόριανη, σήμερα
περιοχή Παρακάλαμου, με επίκεντρο την ιστορική Μονή Σωσίνου. Διαβάζοντας κανείς τους ιστορικούς και
μελετητές, νοιώθει πραγματικά δέος για το παρελθόν, συνάμα όμως γεμίζει περηφάνια για το ρόλο που
διαδραμάτισε το μοναστήρι στους παλιούς και δύσκολους για τον τόπο
καιρούς. Το μοναστήρι του Σωσίνου με την
ονομαστή και ακμάζουσα σ` αυτό σχολή,
λόγω και της επιβλητικής του θέσεως αποτέλεσε, πραγματικά,
προπύργιο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, όχι μόνο για την περιοχή αλλά και ευρύτερα.
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Όπως
μαρτυρούν οι πηγές, το παλιότερο
μοναστήρι, χτίστηκε από τον Ιωάννη Σιμωτά
το 1598, πάνω στα ερείπια άλλου Βυζαντινού μοναστηριού του Δεσποτάτου της
Ηπείρου (1205-1430) και τιμόταν όπως και το νεότερο σήμερα, στο όνομα της Παναγίας της Ευαγγελίστρας.
Ιδρυτής, προφανώς,
αυτού του παλιότερου μοναστηριού υπήρξε κάποιος Σώσινος, που από το όνομά του καλείται και το
μοναστήρι Σώσινο.
Το
μοναστήρι όμως, όπως είναι μέχρι
σήμερα, είναι του Ιωάννη Σιμωτά. Ο Ιωάννης Σιμωτάς, όπως σημειώνει ο Παρακαλαμιώτης Ανδρέας
Γκόγκος, Επίτιμος Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στο περισπούδαστο έργο
του ``Παρακάλαμος``, ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας στη Μολδαβία στα τέλη του
16ου αιώνα, καταγόμενος από την
Πογδόριανη, σήμερα περιοχή Παρακάλαμου,
την ονομαστή εκείνη πολιτεία.
Και
συνεχίζει: ``πέρασαν αιώνες από τότε,
αλλά το όνομά του δε χάθηκε.
Διασώζεται στις επιγραφές και τις τοιχογραφίες του μοναστηριού, στα πατριαρχικά σιγίλια, σε κειμήλια του Σωσίνου, που βρίσκονται στο
Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης``.
Ο
Ιωάννης Σιμωτάς, διαθέτοντας κύρος και
χρήματα έχτισε στη γενέτειρά του, τη
Πογδόριανη, το μοναστήρι και το
κατέστησε αξιόλογο και ονομαστό όχι μόνο για τον τόπο του αλλά και την ευρύτερη
περιοχή.
Με τις γνωριμίες του, εξάλλου,
που είχε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ανέδειξε το μοναστήρι
``Σταυροπηγιακό`` και τη γενέτειρα του ``Εξαρχία`` ώστε να έχουν πλήρη
αυτονομία και απαλλαγή από τις επεμβάσεις των αρχιερέων της περιοχής, αναφέρει
και πάλι ο Ανδρέας Γκόγκος.
Όλοι οι
ιστορικοί, ο Ι. Λαμπρίδης-ο Ν. Τσιγαράς-ο Λ. Βρανούσης- συμφωνούν ότι ``ο εκ
Πογδόριανης ορμώμενος ευπατρίδης και εν Βλαχία εμπορευόμενος εκ των αδελφών
Σιμωτά, Ιωάννης εκ βάθρων ανεκαίνισεν αυτήν``.
Η μονή
Σωσίνου δεν υπάγονταν στον επίσκοπο της Εκκλησιαστικής Επαρχίας Βελλάς, αλλά
απευθείας στον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως και ο ηγούμενος του
μοναστηριού ήταν ανεξάρτητος, εκλέγονταν
δε από τους μοναχούς και εγκρίνονταν από τον εκάστοτε Πατριάρχη στον οποίον
έδιναν κάθε χρόνο χρήματα.
Η ΣΧΟΛΗ ΣΩΣΙΝΟΥ
Στις
αρχές του 17ου αιώνα, ο
μεγαλοεπιχειρηματίας στη Μολδαβία Ι. Σιμωτάς,
ανέπτυξε στενούς δεσμούς με τον Πατριάρχη Κύριλλο, που με τη μόρφωση και τη δράση του διακρίθηκε
στην τουρκοκρατούμενη Πόλη και αντάλλασσε συχνά επιστολές με τον Πατριάρχη
Κύριλλο.
Με
τέτοιες γνωριμίες προσωπικές, με την
οικονομική επιφάνεια που είχε, αλλά και
τη μεγάλη και ανυπέρβλητη αγάπη για τη γενέτειρά του, την Πογδόριανη, ο Ι. Σιμωτάς έκανε το μοναστήρι του Σωσίνου
κέντρο θρησκευτικό και εκπαιδευτικό.
Ο
Ιωάννης Λαμπρίδης, γράφει σχετικά: ``ο
Ιωάννης Σιμώτας την μονήν ταύτην εκ βάθρων ανεκαίνισεν και διέταξεν ίνα χρησιμεύσει
ως σχολείον των περιοίκων``.
Ο Ν.
Τσιγαράς θα ονομάσει τη Σχολή του Σωσίνου ``Φωτοβόλο Εστία της Ηπείρου`` και ο
Ι. Λαμπρίδης ``Επιστημονική Εστία και Ανωτέρα Κεντρική Σχολή``.
Εξάλλου,
ο Ιωάννης Σιμωτάς, προίκισε το Σώσινο με
πολλές ιδιοκτησίες ήτοι περιβόλια,
χωράφια, αμπέλια, μύλους,
ζώα, βιβλία.
Εκτός
όμως από τα κτήματα, που διέθετε το
μοναστήρι, πολλοί ήταν οι άρχοντες, οι ηγεμόνες,
οι προύχοντες, οι έχοντες
οικονομική επιφάνεια, οι έμποροι του
εξωτερικού, αλλά και οι απλοί άνθρωποι,
που έκαναν δώρο σε χρήματα η και άλλα είδη στο μοναστήρι.
Ο Νικόλαος Ζωσιμάς στέλνει από τη Νίζνα της
Ρωσίας, όπου έχει την έδρα, μαζί με τα άλλα του αδέλφια, για το Σώσινο διακόσια πενήντα(250) χάρτινα ρούβλια, αλλά και ο άλλος μεγάλος ευεργέτης Γεώργιος
Χατζηκώστας δωρίζει το 1838 στο Σώσινο ένα ιερατικό φελώνιο, όπως μας
πληροφορεί ο Λ. Βρανούσης στα Ηπειρωτικά Χρονικά.
Από τη
σχολή του Σώσινου έβγαιναν όχι μόνο ιερείς, αλλά και δάσκαλοι. Εδώ, από μορφωμένους ηγουμένους και μοναχούς,
διδάσκονταν, όχι μόνο τα ``Ιερά γράμματα`` αλλά και ``η αρχαία ελληνική γραμματεία
και φιλοσοφία``.
Έτσι η
διδασκαλία στη σχολή δεν έχει αποκλειστικά μόνο θρησκευτικό χαρακτήρα αλλά και
προοδευτικό. Ακόμη και λατινικά
διδάσκονταν στη σχολή, γεγονός που
μαρτυρεί το υψηλό επίπεδο σπουδών των μαθητών.
Ένας
από τους πιο ονομαστούς ηγούμενους και
καθηγητές της Σχολής ήταν ο Δανιήλ, που
κατάγονταν από την Πογδόριανη. Ήταν πολύ
εγγράμματος και δίδαξε στο μοναστήρι για σαράντα πέντε(45) ολόκληρα χρόνια.
Ο
Δανιήλ, προτού γίνει ηγούμενος, ήταν μητροπολίτης στον Πόντο, στη Μητρόπολη Σίδης στην αρχή και ύστερα στη
Μητρόπολη Τομοράβας και Πρεσλάβας (πρωτεύουσα παλιά της Βουλγαρίας).
Εγκατέλειψε
την μητροπολιτική του έδρα, για να προσφέρει τις υπηρεσίες στη γενέτειρά
του, την Πογδόριανη, ως ηγούμενος του Σταυροπηγιακού μοναστηριού
του Σωσίνου και Έξαρχος της Πογδόριανης.
ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Από τον
πλούσιο άλλοτε μοναστήρι του
Σωσίνου, σώζονται, σε καλή κατάσταση, ο
ναός της Παναγίας της Ευαγγελίστρας, με
το θαυμάσιο εξωτερικό τρούλο, που είναι
ακριβώς πάνω από το ναό, προσφέροντας μια εξαιρετική και σπάνια
αρχιτεκτονική, η ίδια ακριβώς με εκείνη
που συναντά κανείς στη Μολυβδοσκέπαστη.
Ο ναός
είναι κτισμένος το 1598, αργότερα έγιναν
και άλλες προσθήκες.
Ο
κυρίως ναός, με τέσσερεις κολόνες, σχηματίζει καμάρες κυλινδρικές και πάνω τους
στηρίζεται εσωτερικά ο τρούλος.
Το
εσωτερικό του ναού είναι γεμάτο τοιχογραφίες,
που σε μεταγενέστερες εποχές έχουν ανανεωθεί.
Μια
μεγάλη τοιχογραφία βρίσκεται στο νάρθηκα και μια άλλη μικρότερη στο ιερό. Και οι δύο παριστάνουν τρεις άντρες με
μακριά γένια σε στάση δεήσεως και πάνω από τα κεφάλια τους είναι γραμμένα τα
ονόματά τους. Πρόκειται για τον ιδρυτή
του ναού Ιωάννη Σιμωτά και δύο επιτρόπους,
τους αδελφούς Ιωάννη και Εμμανουήλ Κονταράτου, όπως μας πληροφορεί σχετικά ό Λ. Βρανούσης.
Οι
Κονταράτοι, σημειώνει ο Α. Γκόγκος, ήταν μεγάλη αρχοντική οικογένεια της
Πογδόριανης, επίτροποι στο Σώσινο και επιστάτες των εργασιών ανέγερσης του
ναού, ως αντιπρόσωποι του Ιωάννη Σιμωτά,
που ζούσε στο Ιάσιο της Μολδαβίας.
Η οικογένεια αυτή μνημονεύονταν
το βιβλίο προσκομιδής του Σωσίνου.
Στην αριστερά αψίδα είναι γραμμένα ονόματα
αρχιερέων και επιφανών ανδρών.
Ο Λ. Βρανούσης διάβασε στην τοιχογραφία των
τριών αρχόντων της προσκομιδής :``Δοσιθέου, Δανιήλ, Κωνσταντίνου των
αρχιερέων…``.
Ο
πρώτος είναι ο ονομαστός Δοσίθεος Φιλίτης, από την Πογδόριανη, που από μοναχός
έγινε Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας στο Βουκουρέστι, θέση που κράτησε 17 χρόνια
από το 179301810 και ανέπτυξε στενές σχέσεις με φιλομαθείς Έλληνες και
Ρουμάνους.
Με την ευσέβεια, τη μόρφωση,
την αγάπη, την προσήλωση, ξεχώρισε και αναδείχθηκε σε μια ολοκληρωμένη
προσωπικότητα.
Με την
προσφορά του στην Παιδεία και στο Έθνος αλλά και το κληροδότημα που άφησε,
συμπεριλήφθηκε στους Μεγάλους Ηπειρώτες Ευεργέτες.
Ο
δεύτερος ήταν ο ηγούμενος Δανιήλ, από τους πιο γνωστούς, μορφωμένους και λόγιους, που,
όπως αναφέραμε κατάγονταν από την Πογδόριανη και για πολλά χρόνια υπήρξε
ηγούμενος και καθηγητής της Σχολής στο Σώσινο.
Ο Ιωάννης Λαμπρίδης τονίζει: ``Εις την παρά την Πογδόριανην Μονήν
διέπρεψεν ως καθηγητής και ηγούμενος ο Δανιήλ… Δημοσθένην και Πλάτωνα ερμηνεύων``.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Μέχρι
το 2007, από το πλούσιο παλιό κτιριακό συγκρότημα του μοναστηριού, με τις
τεράστιες αυλές και τα μεγάλα κτίσματα, συνολικής επιφάνειας 1.850 μ. σώζονταν
σε καλή κατάσταση μόνο ο ναός.
Τα
κελιά, οι αίθουσες υποδοχής και διδασκαλίας, οι ξενώνες, η τραπεζαρία, τα άνετα
γραφεία και οι βιβλιοθήκες με τους πολλούς τόμους βιβλίων και χειρογράφων, το
ηγουμενείο, τα μαγειρεία και οι βοηθητικοί χώροι, οι αποθήκες και άλλα
καταλύματα, όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, ήταν όλα σωριασμένα σε
ερείπια.
Ακόμη
και οι εξωτερικοί και επιβλητικοί τοίχοι του μοναστηριού, γκρεμισμένοι στο
μεγαλύτερο μέρος τους θύμιζαν μόνο το μακρινό παρελθόν.
Τα
σωζόμενα μέχρι τότε κομμάτια των πανύψηλων τοίχων, που έμειναν όρθια σε πείσμα
του χρόνου και των καιρικών μεταβολών, αλλά σε ύψος δέκα μέτρα και άλλα
μικρότερα, μαζί με τα λίγα παράθυρα και τις μπαλκονόπετρες, που οδηγούσαν σε
ευρύχωρους εξώστες με μαγευτική θέα προς το γραφικό κάμπο του Καλαμά, έδειχναν
ότι στο μοναστήρι υπήρχαν, όπως γράφει ο Α. Γκόγκος, Επίτιμος Σύμβουλος του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, κελιά ημιυπόγεια, κελιά ισόγεια και κελιά ανώγεια.
Ο
ιστορικός Ιωάννης Λαμπρίδης, αναφέρει ότι το Σώσινο είχε 90 κελιά-καταλύματα,
πληροφορία που επαναλαμβάνει αργότερα ο Ν. Τσιγαράς.
Στη
διάρκεια ακμής του μοναστηριού στα κελιά διέμεναν οι μοναχοί, οι μαθητές της
σχολής και οι εργάτες, που δούλευαν στα κτήματα του μοναστηριού. Τα μεγαλύτερα
κελιά αποτελούσαν τους ξενώνες, όπου διέμεναν οι ξένοι και οι επισκέπτες.
Το έργο
αναστήλωσης της μονής εντάχθηκε τελικά στο Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Interreg Ελλάδας
– Ιταλίας το 2007 και άρχισαν οι εργασίες στις αρχές του 2008 με ευθύνη της
τότε Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ιωαννίνων.
Προηγήθηκαν
προσπάθειες 15 ετών τουλάχιστον, των εκάστοτε Κοινοτικών και Δημοτικών
συμβουλίων, αλλά και μεμονωμένων προσώπων, με πολιτική και οικονομική επιρροή,
από την ευρύτερη περιοχή.
Την
ευθύνη συντήρησης έχει η ενορία Παρακαλάμου, που συνεχίζει με τις προσφορές
πιστών να προσθέτει κατασκευαστικά, τμήματα του Μοναστηριού, με σκοπό την
βελτίωση της λειτουργίας του.
Έχουμε
βάσιμες ελπίδες ότι κάτι καλό θα προκύψει από την αποκατάσταση του Χριστιανικού
αυτού φάρου.
Το
απαιτεί η ιστορία και εμείς έχουμε χρέος να την κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας.
*Το
κείμενο είναι του αείμνηστου Νικηφόρου Κάτσενου, από το 2009, παραλλαγμένο
ελαφρά από Τάσο Καστάνη ώστε να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες.