«Ισαάκ
Μιζάν, Αριθμός Βραχίονα 182641» – Ένας Εβραίος της Άρτας αφηγείται….
“Κι
ήταν στιγμές που μας έζωναν οι ενοχές γιατί επιβιώσαμε εμείς οι ελάχιστοι
τυχεροί και χαθήκανε οι άλλοι”. Στα λόγια αυτά του επιζώντα ομήρου των
ναζιστικών στρατοπέδων Ισαάκ Μιζάν αποτυπώνεται γλαφυρά το μέγεθος του
τραύματος που άφησε πίσω της η Σοά, το Ολοκαύτωμα, αφού σ’ αυτούς που κατάφεραν
να βγουν ζωντανοί από τη θηριωδία, τη χαρά της επιβίωσης υπερέβαινε η θλίψη και
ο πόνος για τους νεκρούς των στρατοπέδων θανάτου του Γ’ Ράιχ.
Το
εφιαλτικό οδοιπορικό του Ισαάκ Μιζάν από την Άρτα στο Άουσβιτς και το
Μπέργκεν-Μπέλζεν (κοινή τραγική πορεία εκατομμυρίων εβραίων που βίωσαν στο
πετσί τους την κτηνωδία του ναζισμού) καταγράφει βήμα βήμα ο Δημήτρης
Βλαχοπάνος στο βιβλίο του “Ισαάκ Μιζάν, Αριθμός βραχίονα 182641” (εκδ. Άπειρος
Χώρα), μέσα από τη χειμαρρώδη αφήγηση του ίδιου του πρωταγωνιστή.
Ο Ισάακ
Μιζάν γεννήθηκε το 1927 στην Άρτα, όπου έζησε ως το 1961. Ήταν το τελευταίο από
τα έξι παιδιά της οικογένειας Ιωσήφ και Ανέτας Μιζάν.
Τον Μάρτιο του 1944
συνελήφθη μαζί με άλλους 351 εβραίους της Άρτας και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο
Άουσβιτς-Μπίρκεναου και στη συνέχεια στο Μπέργκεν-Μπέλζεν. Επέστρεψε στην
Ελλάδα και στην Άρτα τον Αύγουστο του 1945. Από τα δώδεκα μέλη της οικογένειας
Μιζάν που εξαναγκάστηκαν στο ταξίδι θανάτου προς το Άουσβιτς επέστρεψαν μόλις
τρεις…
“Τώρα
δεν ζούσα μονάχα ξανά τη φρίκη των στρατοπέδων, μα ζούσα μαζί και τη βαριά και
αβάσταχτη αίσθηση της απουσίας και της ερημιάς στο σπίτι που μεγαλώσαμε και
περάσαμε όμορφες κι ευτυχισμένες στιγμές” θα θυμηθεί για την επιστροφή, ο Ισαάκ
Μιζάν, αφηγούμενος την ιστορία του στον Δημήτρη Βλαχοπάνο, αυτή που εδώ και
χρόνια (από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 περίπου) ο κ. Μιζάν μοιράζεται με
μαθητές για να διασφαλίσει πως η λήθη δεν θα “σκοτώσει” τη μνήμη και η θηριωδία
δεν θα επαναληφθεί… “ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ”.
Είναι
το τραύμα αυτό του Άουσβιτς και των άλλων στρατοπέδων-κολαστηρίων που έστησε η
ναζιστική μηχανή θανάτου ανά την Ευρώπη και δεν κλείνει ακόμη κι αν έχουν
περάσει πάνω από επτά δεκαετίες: “Ψάχνω μέσα σ’ αυτή τη σύνοψη της ζωής να βρω
αν υπάρχει επόμενο υπόγειο σκαλοπάτι για να κατρακυλήσει ο κόσμος σ’ άλλη
ντροπή φοβερότερη απ’ αυτή των στρατοπέδων της φρίκης.
Αν
υπάρχει άλλη ελεεινότερη πράξη που κάνει σκουπίδι τον άνθρωπο […] τον άνθρωπο
θύμα, τον άνθρωπο ράκος, τον άνθρωπο μελλοθάνατο, που έχει προσαρμοστεί πια
στην ταπείνωση κάθε μορφής και κρέμεται απ’ το στόμα του τρεμάμενου διπλανού
του, περιμένοντας με αδημονία να καταρρεύσει πριν από αυτόν, για να του πέσει η
μπουκιά και να την αρπάξει εκείνος!”.
Και
είναι κι ο τρόμος μην τυχόν και …το φάντασμα του ναζισμού αρχίσει να πλανάται
και πάλι πάνω από την Ευρώπη. “Και ο ναζισμός ξανά στο προσκήνιο. Σαν να μην
έγινε τίποτε πριν εβδομήντα χρόνια. Σαν να μην άκουσαν οι οπαδοί του για τις
εκατόμβες των ανθρώπων που έστειλε στα κρεματόρια και πέταξε σαν σκυλιά στα
πεδία των μαχών και στα εκτελεστικά αποσπάσματα” λέει ο Ισαάκ Μιζάν και
καταγράφει στο βιβλίο του ο Δημήτρης Βλαχοπάνος (“…μια μείξη βιογραφίας και
ιστορικής τεκμηρίωσης, με την εγκυρότητα ενός πραγματικού ιστορικού
ντοκουμέντου”, όπως σημειώνει στο επίμετρο η Δρ. Άννα Μαρία Δρουμπούκη).
Μια (ακόμη)
χαμένη εβραϊκή κοινότητα
Πριν
από τον πόλεμο, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συγγραφέας του βιβλίου “Ισαάκ Μιζάν,
Αριθμός βραχίονα 182641”, Δημήτρης Βλαχοπάνος, η εβραϊκή κοινότητα της Άρτας
διέθετε δύο συναγωγές κι ένα σχολείο και αριθμούσε 500 άτομα τη δεκαετία του
‘30 και πάνω από 400 το ‘40, λίγο προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Από τους 352 που
επιβιβάστηκαν στα τρένα θανάτου μόλις 23 επέστρεψαν κι αυτοί άλλοι έφυγαν για
Αθήνα και άλλοι για το νέο (τότε) κράτος του Ισραήλ.
“Δύο
δρόμοι φιλοξενούσαν την κοινότητά μας στην Άρτα. Δύο βασικοί δρόμοι. Η οδός
Φιλελλήνων και η οδός Μακρυγιάννη. Εκεί ήταν χτισμένα τα σπίτια μας. Και η μια
από τις δύο συναγωγές μας. Τα μαγαζιά μας βρίσκονταν τα περισσότερα στην
κεντρική οδό της πόλης, την οδό Σκουφά” περιγράφει στο βιβλίο ο Ισαάκ Μιζάν,
που σήμερα ζει στην Άνω Γλυφάδα, κάτοικος Αθηνών πλέον.
Ο Ισαάκ
Μιζάν ήταν ο τελευταίος εβραίος της Άρτας (μια κοινότητα Ρωμανιωτών εβραίων)
που έφυγε από τη γενέτειρά του, σε ηλικία 35 ετών, για το κλεινόν άστυ, αλλά η
αγάπη του για την πατρίδα του παραμένει άσβεστη. “Είναι ένας εραστής της Άρτας”
εξηγεί ο κ. Βλαχοπάνος, ο οποίος αποτύπωσε το οδοιπορικό της ζωής του
πρωταγωνιστή του με σεβασμό προς την Ιστορία βάζοντας το δικό του λιθαράκι ώστε
να παραμείνει αναμένει η φλόγα της μνήμης για τους χιλιάδες Έλληνες εβραίους
που χάθηκαν στα κρεματόρια και δεν επέστρεψαν ποτέ…
Ο
Δημήτρης Βλαχοπάνος γεννήθηκε στο μαρτυρικό χωριό Κομμένο της Άρτας, στο οποίο
πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ανέπτυξε
δράση σε συνδικαλιστικά και πολιτιστικά θέματα. Δημοσιεύει άρθρα, κριτικές και
κείμενα σε περιοδικά, καθώς και στον ηλεκτρονικό τύπο.
Κείμενά του
παρουσιάστηκαν σε Λογοτεχνικά Συνέδρια, Ποιητικά Συμπόσια, ημερίδες κλπ. και
συμπεριλήφθηκαν σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες.