Όλοι λίγο-πολύ καταλαβαίνουμε πόσο απογοητευτικό
είναι να έχει δοκιμάσει κανείς κάθε πιθανό τρόπο και μέσο, αλλά τελικά να μη
μπορεί να χάσει βάρος. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ασθενείς να επισκέπτονται
τους γιατρούς και με απολογητικό ύφος να λένε, «έχω αφαιρέσει τα τοξικά και
ανθυγιεινά τρόφιμα από τη διατροφή μου, γυμνάζομαι καθημερινά και ενώ συνολικά
ακολουθώ έναν υγιεινό τρόπο ζωής, δε μπορώ να χάσω βάρος». Και το ερώτημα είναι
πάντα ίδιο, «μα, τι φταίει;».
«Καταλαβαίνω πόσο απογοητευτικό είναι για κάποιον
που αισθάνεται ότι έχει δοκιμάσει τα πάντα, δηλαδή έχει αποφασίσει συνειδητά να
ζει μια υγιεινή ζωή, έχει βγάλει τη ζάχαρη από τη διατροφή του και τρώει όλα τα
“σωστά” είδη τροφίμων, αλλά δε μπορεί να χάσει βάρος. Έχω πολλούς ασθενείς που
διαμαρτύρονται για το πρόβλημα αυτό. Νιώθουν σα να έχουν εξαντλήσει κάθε
δυνατότητα. Αλλά όταν κοιτάξουμε βαθύτερα στην ουσία του προβλήματος, βρίσκουμε
την κρυφή αιτία για την αποτυχία απώλειας κιλών. Το μεγάλο εμπόδιο, πέρα από
τις ορμονικές ανισορροπίες και τις διαταραχές του μεταβολισμού, είναι οι
διατροφικές ανισορροπίες», λέει η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη, M.D., πιστοποιημένη
Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής από
την Αμερικανική Ακαδημία Αντιγηραντικής Ιατρικής
Η επιστημονική έρευνα τα τελευταία 40 χρόνια και οι
κλινικές διατροφικές μελέτες σε περισσότερους από 10.000 ασθενείς, έχουν δείξει
ότι οι άνθρωποι του δυτικού πολιτισμού υποφέρουν από μαζικές διατροφικές
ελλείψεις σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Μάλιστα, οι ελλείψεις αυτές είναι πιο
διαδεδομένες από ότι μπορούμε να φανταστούμε.
«Πάνω από το 30% των συνήθων διαίτων υπολείπονται
σε θρεπτικά συστατικά, όπως μαγνήσιο, βιταμίνη C, βιταμίνη Ε, βιταμίνη Α και
πάνω από το 80% έχουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D. Εννέα στα δέκα άτομα έχουν
έλλειψη σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα τα οποία, μεταξύ άλλων, μπορούν να βοηθήσουν να
διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα το σάκχαρο και να είναι υπό έλεγχο οι φλεγμονές»,
εξηγεί η ειδικός.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για την υγεία μας;
«Με απλά λόγια σημαίνει πως υπάρχουν άνθρωποι
φαινομενικά χορτασμένοι, που ουσιαστικά
υποσιτίζονται για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα,
λοιπόν, τα περισσότερα παχύσαρκα άτομα, παιδιά και ενήλικες, υποσιτίζονται.
Ξέρω, ακούγεται αντιφατικό. Στην εποχή της αφθονίας και της ποικιλίας των
τροφίμων, να υπάρχουν χορτασμένοι, αλλά ουσιαστικά υποσιτισμένοι άνθρωποι. Κι
όμως έτσι είναι στ’ αλήθεια. Διότι, μια αφθονία θερμίδων δε σημαίνει κατ’
ανάγκη ότι διοχετεύονται στον οργανισμό τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Έτσι,
δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η υπερκατανάλωση τροφής να δημιουργεί ελλείψεις
θρεπτικών συστατικών. Δηλαδή, κάποιος να προσλαμβάνει πολλές θερμίδες, αλλά
ελάχιστα θρεπτικά συστατικά», διευκρινίζει η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη.
Εύλογα, λοιπόν, τίθεται και το επόμενο ερώτημα.
Γιατί τρόφιμα πλούσια σε θερμίδες είναι φτωχά σε θρεπτικές ουσίες;
Όπως εξηγεί η πιστοποιημένη Ιατρός Λειτουργικής,
Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής, «τα τρόφιμα σήμερα
είναι λιγότερο θρεπτικά. Έτσι, το σύνολο της διατροφής του μέσου ανθρώπου στις
ημέρες μας δεν αποδίδει στον οργανισμό τα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται για
την επίτευξη υγείας αλλά και την απώλεια των επίμονων περιττών κιλών. Διότι, το
σώμα μας χρειάζεται τις απαραίτητες βιταμίνες για τη σωστή καύση των θερμίδων».
Πράγματι, στη δυτικού τύπου διατροφή κυριαρχεί το
σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης, τα εξευγενισμένα άλευρα και τα
ραφιναρισμένα φυτικά έλαια, τα trans λιπαρά και συνολικά τα επεξεργασμένα τρόφιμα.
Όλα αυτά τα είδη μπήκαν στη διατροφή μας τα τελευταία 100 χρόνια. Όμως, το
ανθρώπινο είδος κατάφερε να επιβιώσει και να εξελιχθεί, τρώγοντας τρόφιμα που
ήταν άφθονα σε βιταμίνες, μέταλλα και απαραίτητα λιπαρά.
«Σκεφτείτε ότι οι αρχαίοι πρόγονοι μας έτρωγαν
φρέσκα ψάρια αλιευμένα σε πεντακάθαρα νερά και κρέας από ζώα που βοσκούσαν σε
παρθένα δάση. Σήμερα, τα κρέατα είναι εμποτισμένα σε αντιβιοτικά, φυτοφάρμακα,
συντηρητικά, όπως τα νιτρικά και υψηλά επίπεδα φλεγμονωδών ωμέγα-6 λιπαρών
οξέων. Οι βιομηχανικές γεωργικές πρακτικές, με την εκτεταμένη χρήση
φυτοφαρμάκων, βλάπτουν το χώμα καταστρέφοντας σημαντικά θρεπτικά συστατικά.
Έτσι, λοιπόν, τα λαχανικά και άλλα φυτικά τρόφιμα που καταναλώνουμε στις μέρες
μας έχουν λιγότερα θρεπτικά συστατικά από αυτά που έτρωγαν οι άνθρωποι μόλις
δύο γενιές πίσω. Και όλα αυτά έχουν τελικά προκαλέσει σοβαρές βλάβες στο
μεταβολισμό και συνολικά στην υγεία μας. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και
τις κακές συμβουλές από τους κάθε λογής αυτό-προσδιοριζόμενους “ειδικούς” στον
τομέα της Υγείας, που έχουν οδηγήσει σε μείωση των υγιών λιπαρών στη διατροφή
μας», σημειώνει η Δρ. Κοΐνη.
Επιστημονικές έρευνες έχουν δείξει ότι, συγκριτικά
με τη δεκαετία του 1970, σήμερα τρώμε κατά μέσο όρο 500 επιπλέον θερμίδες την
ημέρα, ως επί το πλείστον από σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης και άλλους
υδατάνθρακες. Δηλαδή, πρόκειται για τρόφιμα πλούσια σε θερμίδες και υψηλή
περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, που όμως δημιουργούν διατροφικές ελλείψεις σε
ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, μαγνήσιο, ψευδάργυρο και βιταμίνη D, επηρεάζοντας αρνητικά
το μεταβολισμό μας και συνολικά την υγεία μας. Η χαμηλή, επίσης, σε φυτικές
ίνες διατροφή και τα επεξεργασμένα τρόφιμα, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες,
όπως οι περιβαλλοντικές τοξίνες, έχουν ως αποτελέσματα το σύνδρομο διαρροής
εντέρου και πολλά άλλα γαστρεντερικά προβλήματα, τα οποία αναστέλλουν την
περαιτέρω απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών.
«Οι ελλείψεις αυτές είναι η βασική υποκείμενη αιτία
της αντίστασης απώλειας βάρους. Θεωρώ, όμως, ότι η σωστή θεραπεία με τις
απαραίτητες βιταμίνες και τα κατάλληλα μικρο- και μακρο-μόρια μπορεί να
βοηθήσει να επανέλθει ο μεταβολισμός του ασθενή και να εξισορροπηθεί η χημεία
του σώματος, δηλαδή να πάρει ο οργανισμός τη σωστή ποσότητα θρεπτικών
συστατικών που χρειάζεται για να κάψει το λίπος, να εξισορροπήσει το σάκχαρο
στο αίμα, να σταθεροποιήσει τις ορμόνες και να οικοδομήσει και να διατηρήσει τη
σωστή μυϊκή μάζα. Διότι, αυτό που αξίζει να θυμόμαστε εν τέλει είναι, ότι μόνο
η κατάλληλη εξατομικευμένη αγωγή, είναι αυτή από την οποία προκύπτει το
μεγαλύτερο όφελος», υπογραμμίζει η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη.