Ο
Κώστας Γεωργουσόπουλος γράφει για τον Νίκο Σκοπούλη
Το
στίγμα αυτού του ξεχωριστού ανθρώπου. Μας ενδιαφέρει ο λαϊκός γιατρός, ο
θεραπευτής των φτωχών, των καταφρονεμένων, των άπορων, των ορφανών, της χήρας
και της ανήμπορης αγρότισσας, των εγκαταλειμμένων ανθρώπων στα κακοτράχαλα
βουνά και χωριά της Ηπείρου.
Όσοι
καταθέτουν για τον Σκοπούλη μιλούν για έναν απλό συμπολίτη, γιομάτο έγνοια για
τον συνάνθρωπο και έναν γιατρό που πρόσφερε δωρεάν γνώση και φάρμακα αδιακρίτως
και κυρίως χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες. Καταθέτουν πολιτικά αντίθετοι
συμπατριώτες του λέγοντας πως όσοι τον ψήφιζαν δεν ήταν όλοι αριστεροί: ψήφιζαν
Σκοπούλη. Τον γιατρό που για να μην ταπεινώνει τους ασθενείς του έβρισκε πάντα
μια δικαιολογία. Έτσι όταν Η αγία αυτή τριάδα ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της τοπικής
οικοδομής, η μαγιά, η πυτιά, το γράδο για να φουσκώσει το καρβέλι, να πήξει το
τυρί και να μετρηθεί η οξύτητα του λαδιού και του κρασιού της καθημερινότητας
και της επιβίωσης.
Συνήθως
και οι τρεις ήταν συνάμα και καλλιεργητές, όργωναν, έσπερναν, θέριζαν,
λίχνιζαν, μάζευαν ελιές, «περνούσαν» καπνό, πήγαιναν το στάρι ή το καλαμπόκι
στον μύλο, διάλεγαν ποιες ελιές θα πάνε στην κάδη και ποιες θα πορευτούν στο
λιοτρίβι. Αποθήκευαν το σανό, τάιζαν τα ζωντανά, κόβανε ξύλα για το τζάκι και
τον φούρνο, οδηγούσαν τις κατσίκες στον τράγο, ξύστριζαν τα άλογα, τα πήγαιναν
στον πεταλωτή, βοηθούσαν τις γυναίκες να γεμίσουν τα άντερα για τα λουκάνικα,
να βάλουν στα πήλινα τσουκάλια τα σύγκλινα, να τεντώσουν τα νήματα στον
αργαλειό, να εκτιμήσουν τη δόση της βαφής στο καζάνι, να ρυθμίσουν πόση ποτάσα
χρειαζόταν να μπει στο μεγάλο καζάνι για να γίνει το πράσινο σαπούνι, να
καρφώσουν τα τελάρα να χυθεί για να παγώσει το υλικό.
Δεν
ξεχώριζε στην καθημερινή λάτρα ο γιατρός, ο δάσκαλος και ο παπάς από τους
άλλους μοχθούντες στη γη. Ύστερα στις χαρές και στις θλίψεις ο παπάς κι ο
δάσκαλος κι από κοντά ο γιατρός πρώτοι στον χορό, το πιοτό, στο τραγούδι, στο
ξενύχτι του νεκρού, στο ξόδι και στην παρηγοριά παραστάτες και παρηγορητές. Ο
γιατρός που συχνά έκανε χρέη και μαμής και γυναικολόγου υποδεχόταν τον νέο
άνθρωπο, ο παπάς τον βάφτιζε, τον πάντρευε, τον κήδευε, ο δάσκαλος τον έπαιρνε
ξύλο απελέκητο και τον παρέδιδε έτοιμο και εγγράμματο πολίτη και εύελπι
επιστήμονα. Σεβαστά πρόσωπα αυτοί οι μικροί άγιοι της ελληνικής υπαίθρου.
Αυτές
τις σκέψεις (που υποψιάζομαι θα ανατριχιάσουν αρκετούς συμπολίτες μας που έχουν
πάρει ένα σφουγγάρι και έχουν σβήσει ό,τι αναφέρεται στη ζωή των πατεράδων και
των παππούδων τους) ήρθαν στον νου μου όταν έφτασε στα χέρια μου ένας
αφιερωματικός τόμος σ΄ έναν τέτοιο άγιο, έναν γιατρό των φτωχών. Τον Νίκο
Σκοπούλη. Το αφιέρωμα είναι συνθεμένο από την ανεψιά του Γεωργία Σκοπούλη. Και
λέω συνθεμένο γιατί η κυρία Σκοπούλη (που παλιότερα είχα παρουσιάσει το βιβλίο
της με τις συνταρακτικές μαρτυρίες γυναικών και της μοίρας τους στην ελληνική
ύπαιθρο χώρα) δεν έχει γράψει τίποτε παρά έχει συγκεντρώσει μαζί μια
αυτοβιογραφία του γιατρού, εκατοντάδες μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν,
ευεργετήθηκαν και ευλογήθηκαν από την παρουσία του. Ο Σκοπούλης γεννήθηκε σ΄
ένα χωριό της Ηπείρου και σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα. Ενταγμένος νωρίς στο
αριστερό κίνημα μετέσχε στην Αντίσταση και μετά τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια
του Εμφύλιου εξορίστηκε, απολύθηκε από τις κρατικές ιατρικές υπηρεσίες, βρέθηκε
εξόριστος και στη χούντα και πέθανε 83 ετών. Το 1958 ψηφίστηκε βουλευτής της
ΕΔΑ. Αλλά αυτό το βιογραφικό, κοινό για πολλούς αριστερούς επιστήμονες στην
Ελλάδα, δεν δίνει γιατροπόρευε μικρά κορίτσια (το δίπλωμά του, παρότι ασκούσε
γενική παθολογία αλλά και κατά περίπτωση χειρουργική, μαιευτική, οφθαλμολογία,
ήταν ειδίκευση στην παιδιατρική) και δεν έπαιρνε χρήματα, δήλωνε στους γονείς
πως θα τον πληρώσει η κοπέλα όταν μεγαλώσει και παντρευτεί!
Όσοι
καταθέτουν τις εκτιμήσεις τους είναι οι περισσότεροι, άντρες και γυναίκες υπερήλικες,
ο γιατρός δεν υπάρχει πια (πέθανε το 1990), αγρότες και αγρότισσες, έμποροι,
μαστόροι αλλά και επιστήμονες, λόγιοι, ακόμη και ο αστυνομικός που ήταν
επιφορτισμένος να τον παρακολουθεί από την Ασφάλεια όταν ήταν βουλευτής της
Αριστεράς. Αυτός ο τελευταίος καταθέτει τον θαυμασμό του, τον σεβασμό του, τη
βαθιά του εκτίμηση.