Η
Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος με την συνεργασία του Πανεπιστήμιου
Ιωαννίνων, παρουσίασε το σύνολο του έργου του Λογοτέχνη Χριστόφορο Μηλιώνη που
εντάσσεται στον Α' κύκλο εκδηλώσεων "Δράσεις Πολιτισμού" για τους
Ηπειρώτες Λογοτέχνες, την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010 στην ΑΙΘΟΥΣΑ της ΠΑΛΑΙΑΣ
ΒΟΥΛΗΣ.
Χαιρετισμό
απηύθυνε ο Κώστας Αλεξίου, Πρόεδρος της ΠΣΕ.
Το
λογοτεχνικό του έργο παρουσίασαν:
Ο
Αλέξης Ζήρας Πρόεδρος Εταιρείας Συγγραφέων
Η Γεωργία Λαδογιάννη Επ. Καθηγήτρια
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων τμήματος Φιλολογίας.
Το
φιλολογικό του έργο παρουσίασε ο Δημήτρης Χ. Σκλαβενίτης φιλόλογος
Την εκδήλωση συντόνισε η Γεωργία Λαδογιάννη
Με την ευγενική Χορηγία των Εκπαιδευτηρίων
ΓΕΙΤΟΝΑ, που ιδρυτής και διευθυντής είναι ο εκλεκτός εκπαιδευτικός και
συμπατριώτης μας κ. Λευτέρης Γείτονας
Ευχαριστούμε τον Ναπολέοντα Ροντογιάννη για
την ευγενική συμβολή του στη διοργάνωση της εκδήλωσης
Η μουσική που ακούγεται είναι του Νίκου
Χουλιαρά
O Τάσος
Πορφύρης για τον Χριστόφορο Μηλιώνη «Το δικό μας αίμα - Έξι ηπειρώτες
λογοτέχνες»
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ
ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Η φρίκη
του εμφύλιου
Σχεδόν
εξήντα χρόνια πέρασαν από κείνη την «Αποκριά» του Χριστόφορου Μηλιώνη 1 . Από
τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Το δίστιχο που φιλοξενείται στην πρώτη σελίδα
της «Αποκριάς»,
σ' ούλο
τον κόσμο ξαστεριά σ' ούλο τον κόσμο ήλιος
και στα
καημένα Γιάννενα μαύρη βροχή κι αντάρα
έδωσε
τη θέση του -σηματοδοτώντας την καινούργια εποχή- στο ανώδυνο ιστορικό
Γιάννενα
πρώτα στ' άρματα
Στα
γρόσια και στα γράμματα.
Ακριβά
ξενοδοχεία κι ακριβότερα εστιατόρια στην περιοχή των Ταμπάκικων, όπου
αγιοποιήθηκε ο Σιούλας ο Ταμπάκος από
τον Δημήτρη Χατζή.
Η
προτομή του Λορέντζου Μαβίλη, γυρνώντας την
πλάτη στις καφετέριες με στυλωμένο το βλέμμα στο Δρίσκο. Στην
«κυρα-Φροσύνη» νταμπαντούμπα από οπ και ποπ μουσική, άδικα ψάχνεις για βαρύ ή
μέτριο σε χοντρό φλιτζάνι και το ρούφηγμα να συνοδεύεται μ' ένα «άααχ!» που
σημαίνει πως θαραπαύτηκες! Και μοναχά κατεβαίνοντας την Αβέρωφ δεξιά -προς τη
Λίμνη- κοντά στο Κάστρο, ένα μαγέρικο με μεγάλες αλουμινένιες κατσαρόλες
-μαρμίτες- μισογεμάτες με παραδοσιακά φαγητά, βουτηγμένες ως τη μέση σε μεγάλο
μεταλλικό σκαφίδι γιομάτο ζεστό νερό για να τα κρατά στη σωστή θερμοκρασία.
Και
πατσάς και γίδα βραστή και ψάρια της λίμνης. Και κρασί χύμα.
Μεταλλικά
τραπέζια και καρέκλες ξύλινες με ψάθα. Γκαρσόνια μ' άσπρη ποδιά και την πετσέτα
να κρατιέται από τη ζώνη της μέσης. Κι η πελατεία, Μετσοβίτες με τις
χαρακτηριστικές τους παραδοσιακές στολές και τη γκλίτσα, συνταξιούχοι από τα
γύρω χωριά που κατέβηκαν στην πρωτεύουσα του νομού για δουλειές και, καθώς
βιάζονται για το λεωφορείο της επιστροφής, αφήνουν το μισό φαΐ στο πιάτο,
εργένηδες, τουρίστες και φοιτητές συνοδεύοντας μισογκόλιες υπάρξεις από τότε
που έμαθαν πως σ' αυτό το εστιατόριο έτρωγε ο Αγγελόπουλος με το
κινηματογραφικό του συνεργείο τον καιρό που γύριζε την «Αναπαράσταση». Το
βησσανιώτικο «Μωρή κοντούλα λεϊμονιά» τραγουδήθηκε από τον πρωταγωνιστή «θύμα»
στο έργο κι έγινε γνωστό στο πανελλήνιο.
Στο
Σταυράκι το μνημείο των εκτελεσθέντων ύστερα από τη θανατική τους καταδίκη από
το Στρατοδικείο Ιωαννίνων στη δίκη της Πρίντζου και στο Μπιζάνι κοντά στ'
«Αυγό» η προτομή του Πωγωνήσιου -από τα Φραστανά- Λεωνίδα Ράφτη, επίσης
εκτελεσμένου ύστερα από απόφαση του ίδιου στρατοδικείου.
Αυτά
και άλλα που πρέπει να ψάξεις να τα βρεις. Γιατί ό,τι βλέπεις πλησιάζοντας στην
πόλη, αντιπροσωπείες αυτοκινήτων ξαπλωμένες ζερβόδεξα της λεωφόρου απ' όπου
αγοράζει κανείς το θάνατό του ` με ποιο μοντέλο και με πόσα χιλιόμετρα
τρέχοντας μπορείς να τον κερδίσεις. Και ξενοδοχεία πολυτελείας και τα
περισσότερα με τζακούζι. Στο φανάρι κρέμεται η «Εγνατία» από πάνω μας,
συνεχίζοντας -θάβοντας να λες καλύτερα- στη διαδρομή της το κορμί της πατρίδας.
Και
στην πόλη, στα πεζοδρόμια, τραπεζοκαθίσματα κατειλημμένα από τρόφιμους
καφετεριών, συνήθως της σπουδάζουσας νεολαίας. Το Χάνι του Κωτσιολάμπρου στέκει
ακόμα σαν κτίσμα, με το ένα φύλλο της σιδερένιας πόρτας εισόδου ανοιχτό γιατί
στο βάθος της αυλής υπάρχει εμπορικό κατάστημα. Οι στάβλοι στο ισόγειο
κλεισμένοι με καρφωμένες σανίδες και χοντρά χαρτόνια χιαστί, το ίδιο και τα
δωμάτια του ορόφου. Οι πέτρινες σκάλες που οδηγούν σ' αυτόν γλυμμένες από τις
αρβύλες και τα τσαρούχια. Πλατάνια απειλούν με τις ρίζες τους το οικοδόμημα.
Και το φάντασμα του Ρόβα να κάθεται στις σκάλες και να θυμάται τα ταξίδια στη
Βλαχιά κι ανεπαίσθητος ήχος κλαρίνου ν' ακούγεται από πολύ μακριά ` από κείνα
τα χρόνια.
Οι
φαντάροι από τη μια μεριά κι οι αντάρτες από την άλλη. Ούτε ο Εθνικός Στρατός
από τη μια, ούτε ο Δημοκρατικός από την άλλη. Αυτά ζαχάρωναν το χάπι που
πικρότερο δεν μπορούσε να γίνει.
Είδα
στην τηλεόραση σε μιαν εκπομπή αφιερωμένη στη σύγχρονη λογοτεχνία, έναν
εκπρόσωπό της να αναφέρεται στον Εμφύλιο και να αποκαλεί τους αντάρτες
«κομμουνιστοσυμμορίτες» και να το δικαιολογεί λέγοντας ότι είναι γιος
στρατηγού. Πέρα από το ότι ο γιος δεν έχει καμιά ευθύνη για το επάγγελμα του
πατέρα του -και θα μπορούσε κάλλιστα αν ήθελε να το παραλείψει-, κάνει εντύπωση
πόσο ορισμένοι έλκονται από αστέρια και λιλιά. Κι αυτό αρχίζει από νωρίς, από το
βαθμό του λοχαγού.
Για τον
Εμφύλιο γράφτηκαν πολλά και κυρίως για το «παιδομάζωμα». Ο ιστορικός
Μαργαρίτης, καθηγητής του Α.Π.Θ., σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη του Β.
Βασιλικού (ΕΤ3, Σάββατο 20/3/2010, ώρα 12 το μεσημέρι) δεν δέχεται τον όρο
«παιδομάζωμα» και προτιμάει να μιλάει για «πόλεμο για τα παιδιά». Γιατί τα
παιδιά που μάζεψε -παιδιά της υπαίθρου- και τα μάντρωσε σε παιδουπόλεις ο
Εθνικός Στρατός και τα άλλα που ο Δημοκρατικός Στρατός έστειλε σε χώρες του
παραπετάσματος, ήταν τα θύματα του εμφυλίου. Και σε καμιά περίπτωση δεν είχαμε
«γενίτσαρους» βέβαια. Είχαμε επιστήμονες, καλλιτέχνες που επαναπατρίστηκαν και
προσέφεραν και προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.
Εφόσον
δεν υπάρχουν γενίτσαροι δεν υπάρχει και παιδομάζωμα ` γκέγκε;
Στις
δεκατέσσερις όλες κι όλες σελίδες μέτριου σχήματος βιβλίου, κατόρθωσε ο
Μηλιώνης με αξιοθαύμαστη παρατηρητικότητα, αξιοζήλευτη αίσθηση του περιττού και
κυρίως την ωριμότητα ακριβοδίκαιου παρατηρητή, προικισμένου με σπάνιο τάλαντο,
να μας βάλει στο «παιχνίδι» της «Αποκριάς». Μονάχα που η «Αποκριά» αυτή δεν
γίνηκε «σ' έναν άλλο κόσμο», αλλά σε τούτον σε ορισμένο χρόνο, όπου «περνούσαν
φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο» κι «αποθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό»
και «το φεγγάρι που βγήκε αποκριάτικο το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο» 2 .
Ο
Σαχτούρης κράτησε τις αποστάσεις του, ο Μηλιώνης βούτηξε στα βαθιά νερά. Στις
δεκατέσσερις σελίδες χώρεσε η κόλαση του Εμφύλιου. Και τα θύματά του κι από τις
δυο πλευρές ανάλογα προς τα πού ήθελε να φυσήξει. Κι όταν κουράζονταν τα
πλεμόνια του κι ήθελε να ξεδώσει έπιανε τα «νήματα». Τα κουνούσε κατά την όρεξή
του κι οι «κούκλες» σφάζονταν μεταξύ τους στο πλατώ. Κι όταν κουρασμένος τον
«έπαιρνε» για λίγο στο πλάι, τότε θύτες και θύματα έκαναν του κεφαλιού τους. Οι
στρατιώτες με το «λάφυρο» στο σακούλι, στρώθηκαν στην πρώτη ταβέρνα που
συνάντησαν και μπεκρούλιασαν ` βάλανε και τα όργανα να βαράνε και το 'ριξαν στο
χορό και το αίμα να μουλιάζει το σακούλι και να δείχνει τον τορό προς το
Φρουραρχείο εκεί που μπήκαν καβάλα σ' έναν γάιδαρο φωνάζοντας στον σκοπό: «Κάνε
δρόμο, κουραμπιέ!».
Όταν
άνοιξε τα μάτια του, το κακό είχε γίνει ` τέτοια εξέλιξη ούτε αυτός δεν την
ήθελε ` έτσι ομολογούσε υποκρινόμενος. Γιατί ποιος μπορούσε να τον κρατήσει
εντός ορίων;
Κι
έστειλε το λάφυρο, «το ματωμένο κεφάλι με τα μακριά μαλλιά», σ' αυτούς που
ανήκε ` στα γονικά του -γιατί ο πατέρας νεκροθάφτης-, με την εντολή να το θάψει
νύχτα, μονάχος. Ξημέρωσε Κυριακή με ήλιο και μακρινούς ήχους καμπάνας.
Εδώ ο
συγγραφέας αφήνει λάσκα τα λουριά στον αναγνώστη που προχωρεί -βάζοντας τέλος
στην ιστορία- ως την κάθαρση: Κι οι στρατιώτες που είχαν ξεμεθύσει, αντί την
άλλη μέρα να παρουσιαστούν στη μονάδα τους τράβηξαν κατά τη χαράδρα, βρήκαν ένα
χείμαρρο, πλένονταν και θρηνούσαν. Κι όταν χόρτασε ο τόπος μοιρολόι, στάθηκαν ο
ένας αντίκρυ στον άλλον και πυροβόλησαν «με το τρία». Γιατί υπάρχουν πράγματα
που δεν δικαιολογούνται. Κι ούτε παίρνουν αναβολή.
Το
γραφτό του Μηλιώνη δεν ανήκει νομίζω σε κανέναν από τους σύγχρονους _ισμούς
όπως: μοντερνισμός, μεταμοντερνισμός κι ούτε βέβαια μαγικός ρεαλισμός. Θα
μπορούσα να το τοποθετήσω στον εμφυλιακό ρεαλισμό για τις άγριες διαθέσεις και
πραγματώσεις του.
1 Χριστόφορος Μηλιώνης: «Ακροκεραύνια», δεύτερη
έκδοση, Αθήνα 1981, «Κέδρος», σελ. 133 - 149
2 Μίλτου Σαχτούρη: «Η Αποκριά», ποιήματα 1845
-1971, «Κέδρος» 1977, σελ. 105
Xριστόφορος
Μηλιώνης
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε το 1932, στο
Περιστέρι της επαρχίας Πωγωνίου των Ιωαννίνων, γιος δασκάλου. Στη γενέτειρά του
τέλειωσε το δημοτικό σχολείο. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής το χωριό
του κάηκε από τους γερμανούς. Η οικογένειά του αναγκάστηκε να μετακινηθεί και
κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, κι έτσι ο Μηλιώνης φοίτησε στο γυμνάσιο της
Πωγωνιανής (1942-1947) και στη Ζωσιμαία Σχολή (1947-1950). Σπούδασε στο τμήμα
κλασικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1950-1955) και από το 1957
ως το 1959 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία με το βαθμό του Βοηθητικού
Γραφέα στην Τρίπολη και τα Γιάννενα. Εργάστηκε ως καθηγητής αρχικά σε διάφορα
σχολεία της Ηπείρου και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου στην Κύπρο
(1960-1964), ενώ από το 1977 ως το 1980 υπήρξε γυμνασιάρχης σε σχολεία των
νομών Αγρινίου, Βοιωτίας, Σαλαμίνας και Αττικής. Διετέλεσε επίσης Σχολικός
Σύμβουλος Δυτικής Αττικής. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της μέσης
Ανατολής και των Βαλκανίων. Παντρεύτηκε την καθηγήτρια στο τμήμα Γαλλικής
Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Τατιάνα Τσαλίκη με την οποία απέκτησε μια
κόρη. Πήρε μέρος στην έκδοση των περιοδικών Ενδοχώρα και Δοκιμασία των
Ιωαννίνων και συνεργάστηκε με περιοδικά όπως τα Η λέξη, Αντί, Νέα Πορεία,
Κυπριακά Χρονικά, Το δέντρο, Χάρτης, Γράμματα και τέχνες, καθώς επίσης με τη
Φιλολογική Καθημερινή που επιμελήθηκε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Ασχολήθηκε επίσης
με μεταφράσεις από τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, ενώ υπήρξε μέλος της
συντακτικής ομάδας των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τους μαθητές του
Γυμνασίου και Λυκείου. Τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος (1986
για τη συλλογή Καλαμάς και Αχέροντας) και διετέλεσε ιδρυτικό μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων και του Διοικητικού Συμβουλίου της. Έργα του μεταφράστηκαν
στα ρωσικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ουγγρικά και τα ολλανδικά.
Σήμερα ζει στην Αθήνα. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους
της μεταπολεμικής γενιάς. Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας
πραγματοποίησε το 1954 με τη δημοσίευση του διηγήματός του Το δίκανο στο
περιοδικό Ηπειρωτική Εστία και το 1961 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, τη συλλογή
διηγημάτων Παραφωνία. Ο αφηγηματικός λόγος του συνδυάζει στοιχεία της
παραδοσιακής και νεωτερικής γραφής, ενώ θεματολογικά κινείται σταθερά γύρω από
τον ίδιο άξονα, αποτέλεσμα δημιουργικού συγκερασμού βιωματικών και
αυτοβιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα με στοιχεία του πολιτικού και
κοινωνικού προβληματισμού του. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του
Χριστόφορου Μηλιώνη βλ. χ.σ., «Μηλιώνης Χριστόφορος», Παγκόσμιο Βιογραφικό
Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Τσακνιάς Σπύρος, «Χριστόφορος
Μηλιώνης», Η μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία
του '67Ε΄, σ.254-278. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
Ενδεικτική
Βιβλιογραφία
.
Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Χριστόφορος Μηλιώνης», Έλληνες μεταπολεμικοί πεζογράφοι
· Ένας κριτικός οδηγός, σ.146-147. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
. Μουλλάς Παναγιώτης, Κριτική για την
Παραφωνία, Κριτική17-18 (Θεσσαλονίκη), ετ.Γ΄, 9-12/1961, σ.211-212.
. Παγανός Γ.Δ., «Πορεία προς το μυθιστόρημα»,
Διαβάζω45, 8/1981, σ.58-60 (τώρα και στον τόμο Αναζητήσεις στη σύγχρονη
πεζογραφία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984).
. Παγανός Γ.Δ., Κριτική για το Αγριοκεραύνια,
Διαβάζω2, 3-4/1976, σ.61-62.
. Παγανός Γ.Δ., Τρεις μεταπολεμικοί
πεζογράφοι. Χριστόφορος Μηλιώνης - Νίκος Μπακόλας - Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος.
Αθήνα, Νεφέλη, 1998.
. Παπαγεωργίου Χρίστος, «Μνήμες καθρέφτης μιας
αβέβαιης δεκαετίας», Διαβάζω138, 26/2/1986, σ.60-61.
. Παπαδημητρακόπουλος Η.Χ., Κριτική για τη
Δυτική συνοικία, Το Δέντρο20, 4/1981, σ.248-249 (τώρα και στον τόμο
Παρακείμενα. Αθήνα, Κέδρος, 1983).
. Σταυροπούλου Έρη, «Χειριστής ανελκυστήρος»,
Διαβάζω330, 2/3/1994, σ.23-25.
. Τσακνιάς Σπύρος, «Χριστόφορος Μηλιώνης», Η
μεταπολεμική πεζογραφία · Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67Ε΄,
σ.254-278. Αθήνα, Σοκόλης, 1988.
. χ.σ, «Μηλιώνης Χριστόφορος», Παγκόσμιο
Βιογραφικό Λεξικό6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
Αφιερώματα
περιοδικών - Συνεντεύξεις
.
Ελίτροχος7, Φθινόπωρο 1995, σ.87-142.
. «Ο Χριστόφορος Μηλιώνης μιλάει στον Δημήτρη
Πλάκα», Διαβάζω186, 1η/3/1988, σ.64-67.
Εργογραφία
(πρώτες
αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Διηγήματα
.
Παραφωνία. Γιάννενα, Ενδοχώρα, 1961.
. Το πουκάμισο του Κενταύρου. Αθήνα, 1971.
. Το πουκάμισο του Κενταύρου και άλλα
διηγήματα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1982 (επανέκδοση των Παραφωνία και Το πουκάμισο του
Κενταύρου σ' ένα τόμο).
. Τα διηγήματα της Δοκιμασίας. Αθήνα, Κέδρος,
1978.
. Καλαμάς και Αχέροντας. Αθήνα, Στιγμή, 1985.
. Χειριστής ανελκυστήρος. Αθήνα, Κέδρος, 1993.
. Το μικρό είναι όμορφο. Αθήνα, Κέδρος, 1997.
ΙΙ.Νουβέλες
.
Ακροκεραύνια. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
ΙΙΙ.Μυθιστορήματα
.
Δυτική Συνοικία. Αθήνα, Κέδρος, 1980.
. Ο Σιλβέστρος. Αθήνα, Κέδρος, 1987.
ΙV.
Δοκίμια
.
Υποθέσεις. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983.
. Με το νήμα της Αριάδνης· Μεταπολεμική
πεζογραφία·Ερμηνεία κειμένων. Αθήνα, Σοκόλης, 1991.
. Σημαδιακός και αταίριαστος. Αθήνα, Νεφέλη,
1994.
Δείτε
σε video το συνολικό του έργου, που παρουσίασε η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία
Ελλάδος, την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010, στην Αίθουσα της Παλαιάς Βουλής
Νο1
Χριστόφορος Μηλιώνης Παρουσίαση Έναρξη εκδήλωσης
Νο2
Χριστόφορος Μηλιώνης Παρουσίαση Κώστας Αλέξιου
Νο3
Χριστόφορος Μηλιώνης Παρουσίαση Δημ. ΣκλαβενίτηςΑ'
Νο4
Χριστόφορος Μηλιώνης. Παρουσίαση Δ. Σκλαβενίτης-Β'
Νο5
Χριστόφορος Μηλιώνης. Παρουσίαση Αλέξης Ζήρας Α'
Νο6
Χριστόφορος Μηλιώνης. Παρουσίαση Αλέξης Ζήρας Β'
Νο7
Χριστόφορος Μηλιώνης. Παρουσίαση Γ. Λαδογιάννη Α'
Νο8
Χριστόφορος Μηλιώνης. Παρουσίαση Γ. Λαδογιάννη Β'
Νο9
Χριστόφορος Μηλιώνης. Η ομιλία του λογοτέχνη
Νο10 Ο
Χριστόφορος Μηλιώνης διαβάζει «Αποκριά»
Νο11 Ο
Χριστόφορος Μηλιώνης διαβάζει Ακούω τον άνεμοΑ'
Νο12
Χριστόφορος Μηλιώνης διαβάζει Ακούω τον άνεμο Β'
Νο13 Ο
Χριστόφορος Μηλιώνης "τα κοτσύφια της Αθήνας"