Το
βιβλίο “Ηπειρώτικα τραγούδια με ιστορία”, του Ηπειρώτη συγγραφέα Παύλου
Παπανότη, είναι καρπός πολύχρονης έρευνας.
Το 1972 άρχισε ο συγγραφέας την
καταγραφή δημοτικών τραγουδιών που ακούγονταν στο χωριό του, στο Βασιλικό
Πωγωνίου.
Συγχωριανές του, οι οποίες δεν βρίσκονται στη ζωή, τραγούδησαν ή του
υπαγόρευσαν στίχους παραλογών, κλέφτικων και ιστορικών τραγουδιών, τραγουδιών
της ξενιτιάς και λίγων μοιρολογιών.
Το
λαογραφικό υλικό παρέμεινε αναξιοποίητο για τέσσερις δεκαετίες. Στο διάστημα
αυτό εξακολούθησε να καταγράφει δημώδη άσματα και άλλων κατηγοριών, όπως του
γάμου, της αγάπης, σκωπτικά, γνωμικά, κοινωνικά, λιανοτράγουδα κ.ά.
Για τον
εμπλουτισμό της συλλογής στηρίχτηκε σε νεότερες συγχωριανές του. Παράλληλα,
αξιοποίησε παλιές ηχογραφήσεις πωγωνήσιων τραγουδιών καθώς και μουσικά
ακούσματά του από πανηγύρια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου ακούγονται
αυτοί οι παραδοσιακοί θησαυροί. Τέλος, ορισμένα τραγούδια τα αντέγραψε από
ανέκδοτα χειρόγραφα που βρήκε στο χωριό του, από βιβλία Πωγωνήσιων συγγραφέων
και από δημοσιεύματα σε παλιά ηπειρώτικα περιοδικά.
Ο
τρόπος παρουσίασης του λαογραφικού υλικού που περιέχεται στις σελίδες του
βιβλίου έχει ως εξής:
Αρχικά
έγραψε το τραγούδι. Στα περισσότερα κατέγραψε και τα γεμίσματα που ακούγονται
κατά τη μουσική τους εκτέλεση. Φρόντισε να επεξηγήσει ιδιωματικές λέξεις και
εκφράσεις κάνοντας, όπου είναι απαραίτητο, ετυμολογική ανάλυσή τους. Στόχος του
ήταν, αφενός, να γίνει πλήρως κατανοητό το περιεχόμενο των τραγουδιών από τις
νεότερες γενιές, οι οποίες αγνοούν πολλές από τις πωγωνήσιες λέξεις, και,
αφετέρου, να φανούν ο πλούτος του πωγωνήσιου γλωσσικού ιδιώματος και η
διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας.
Λέξεις
που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία δεν φανταζόμαστε ότι έχουν
αρχαιοελληνική προέλευση. Βέβαια, η μορφή κάποιων λέξεων μπορεί να ξενίσει τον
αναγνώστη, όπως η έλλειψη του τελικού -ς στα αρσενικά ονόματα (π.χ. Μάρκο αντί
Μάρκος).
Επειδή
δεν στόχευε να εκδώσει μια συλλογή πωγωνήσιων τραγουδιών, αλλά ένα βιβλίο όπου
θα φωτίζονται άγνωστες στο ευρύ κοινό πτυχές της ιστορίας του Πωγωνίου,
προσπάθησε να καταγράψει το ιστορικό πλαίσιο, δηλαδή τα γεγονότα που αποτέλεσαν
αφορμή για τη σύνθεση πωγωνήσιων ή άλλων ηπειρώτικων τραγουδιών (του
«Ντελήπαπα», της «Μαργιόλας», της «Βασιλαρχόντισσας» κ.ά.).
Το
υλικό αυτό το συγκέντρωσεμε επίπονη επιτόπια έρευνα σε χωριά του Πωγωνίου και
σε γειτονικές με το Πωγώνι περιοχές. Ακόμη, στηρίχτηκε σε πλούσια βιβλιογραφία,
την οποία παραθέτω λεπτομερειακά στον βιβλιογραφικό πίνακα και συνοπτικά κατά
την ανάλυση του κάθε τραγουδιού.
Επιπλέον,
για να φανούν η διαχρονικότητα και η υπερτοπικότητα της λαϊκής παράδοσης,
κατέγραψε παραλλαγές πωγωνήσιων τραγουδιών, οι οποίες τραγουδιούνται σε άλλες
περιοχές της Ελλάδας.
Του
Κίτσου η μάναΙ
Του Κίτσ(ι)ου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο
ποτάμι.
Με το
ποτάμι εμάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι,
για λιγόστεψε, ποτάμι, στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια
πόχουν οι κλέφτες σύναξη και οι καπεταναίοι».
«Μάνα,
για μη χτυπιέσαι και μη δέρνεσαι•
τον
Κίτσιο τον επιάσανε και πάν’ να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι
τον πάν’ από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω».
Για τον
ήρωα του τραγουδιού έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις: Σύμφωνα με τον Σοφοκλή
Δημητρακόπουλο, ο Κίτσος γεννήθηκε στο Ραδοβίζι Άρτας και διακρίθηκε στην
επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά) πολεμώντας στην Ακαρνανία. Φαίνεται ότι
συνελήφθη αιχμάλωτος στην καταστροφή του Αγγελόκαστρου (ή λίγα χρόνια αργότερα
σε άλλη μάχη, γιατί σε παραλλαγή του τραγουδιού γίνεται αναφορά στον Αλή πασά)
και με πολυπρόσωπη συνοδεία οδηγήθηκε στα Γιάννενα, όπου τον κρέμασαν:
Τον
Κίτσο τον κρεμάσανε στ’ Αλήπασα την πόρτα
κι Αλήπασας εχάρηκε σαν τύραννος οπού ήταν.
Το ποτάμι
μπροστά στο οποίο στέκεται η μάνα του αιχμάλωτου κλέφτη είναι πιθανόν ο
Αχελώος.
Με τον
Δημητρακόπουλο συμφωνεί και ο Νικόλαος Ζιάγκος. Παρέθεσε επιπλέον την
πληροφορία ότι ο Κίτσος έδρασε ως κλέφτης στην κλέφτικη ομάδα του γερο-Δήμου
Σταθά. Η άποψη των Δημητρακόπουλου και Ζιάγκου για την καταγωγή του Κίτσου ίσως
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι το Ραδοβίζι ήταν κέντρο της
κλεφτουριάς. Από εκεί καταγόταν και ο μεγάλος οπλαρχηγός Γώγος Μπακόλας.
Ο Τάκης
Λάππας και ο Άγις Θέρος υποστήριξαν ότι ο ήρωας του τραγουδιού έδρασε ως
κλέφτης στην περιοχή του Βάλτου και του Ξηρόμερου. Ενδεχομένως στηρίζονται σε
παραλλαγή του, όπου γίνεται αναφορά στα μέρη αυτά της Στερεάς Ελλάδας:
Του
Κίτσ’ η μάνα θλίβεται, του Κίτσ’ η μάνα κλαίει.
Με το
ποτάμι μάλωνε, με τα βουνά μαλώνει:
«Ποτάμι,
για λιγόστεψε, ποτάμι, κάμε πόρο.
Θε να
περάσ’ απόπερα στον ξακουσμένο Βάλτο
όπου οι κλέφτες οι πολλοί κι όλοι οι
καπεταναίοι».
Δεν
υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να προσδιοριστεί επακριβώς η ταυτότητα του Κίτσου.
Τη σκοπιμότητα της αοριστίας που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα και τα πράγματα του
τραγουδιού ερμήνευσε ο Αλέξης Πολίτης.
Αντίθετα
από ό,τι συμβαίνει στα άλλα κλέφτικα τραγούδια, όπου τα δεδομένα ορίζονται με
αρκετή ακρίβεια, σ’ αυτό πρόσωπα και πράγματα μένουν κάπως αόριστα. Το όνομα
«Κίτσος», τόσο συνηθισμένο, δεν συνοδεύεται από οικογενειακό επίθετο ή από
κάποιο δηλωτικό της καταγωγής του. Επίσης το «ποτάμι» δεν προσδιορίζεται και
δεν είναι σαφές αν τα «κλεφτοχώρια» δηλώνουν συγκεκριμένο τόπο ή πρόκειται για
γενικό προσδιορισμό. Οι ιδιομορφίες αυτές, αν έγιναν ηθελημένα, θα μπορούσαν να
οδηγήσουν στη σκέψη πως πρόθεση του δημιουργού του τραγουδιού ήταν να ξεπεράσει
την ατομική περίπτωση (το δράμα του συγκεκριμένου κλέφτη) και να εκφράσει κάτι
πιο καθολικό, τη ζωή όλων των κλεφτών που κάθε στιγμή κινδύνευαν να σκοτωθούν ή
να αιχμαλωτιστούν. Για να επιτευχθεί αυτό, αφαιρέθηκαν τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά από τον Κίτσο, το ποτάμι και τα κλεφτοχώρια, ώστε η φαντασία του
ακροατή, ελεύθερη από τους προσδιορισμούς, να μπορέσει να προεκτείνει εύκολα το
ατομικό στο γενικό.
Στέλλα,
μωρ' Στέλλα
«Στέλλα,
μωρ’ Στέλλα, κακιά κοπέλα, πώς το ’κανες αυτό;
Παράτησες
τον άντρα σ’, μωρ’ Στέλλα, και πήρες δασικό».
«Δε
φταίω εγώ, πατέρα – πατέρα, μόν’ φταίει η καρδιά
που αγάπησα δασά – δασάρχη μια όμορφη βραδιά».
Πάησαν
οι πάπιες, πάησαν οι χήνες, πάησαν κι οι κλωσαριές,
τις
έφαγε ο δασά – δασάρχης κάτω στις ρεματιές.
Η
λεπτομερειακή καταγραφή ενός γεγονότος που συγκλόνισε κατά το παρελθόν μια
κλειστή κοινωνία της υπαίθρου είναι δύσκολη, όταν οι άμεσοι απόγονοι των
ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό βρίσκονται ακόμα στη ζωή. Η κόρη της
Στέλλας, της ηρωίδας του ομώνυμου τραγουδιού, ζει και αυτό μου επιβάλλει την
ηθική υποχρέωση να αποσιωπηθούν ονόματα, καταστάσεις και συμβάντα, παρόλο που
αυτά είναι γνωστά στους κατοίκους του ακριτικού χωριού των Δολιανών, όπου
διαδραματίστηκε το περιστατικό που εξιστορείται στο τραγούδι.
Η
Στέλλα, μια πανέμορφη Βησσανιώτισσα, παντρεύτηκε στα Δολιανά γύρω στα μέσα της
δεκαετίας του 1920. Η οικογένεια του συζύγου της ήταν από τις πλουσιότερες του
χωριού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διορίστηκε ή μετατέθηκε στα Δολιανά
ένας υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας. Ανάμεσα σ’ αυτόν και στη Στέλλα
δημιουργήθηκε ερωτική σχέση, η οποία έγινε αντιληπτή από τη μικρή κοινωνία του
χωριού.
Κατόπιν
αυτού η ηρωίδα του τραγουδιού έφυγε με τον αγαπημένο της για την Αθήνα, όπου
έζησε μέσα σε στερήσεις. Ο σύζυγός της ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα πέθανε
και την κόρη τους τη μεγάλωσαν οι συγγενείς του.
Οι οργανοπαίχτες
της περιοχής συνέθεσαν το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο είναι πανελληνίως γνωστό.
Και η εξήγηση είναι απλή. Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατά την
ανάπαυλα των μαχών που γίνονταν στο Πωγώνι και στα βορειοηπειρώτικα εδάφη, οι
στρατιώτες τραγουδούσαν ή άκουγαν πωγωνήσια τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν το
«Στέλλα, μωρ’ Στέλλα». Όταν τελείωσε ο πόλεμος, το διέδωσαν στις ιδιαίτερες
πατρίδες τους.
Οι
κάτοικοι των Δολιανών παλαιότερα απαγόρευαν στους οργανοπαίχτες να παίζουν στο
χωριό τους το τραγούδι της «Στέλλας». Και αυτό ήταν φυσικό, μια και ζούσαν εκεί
οι οικείοι της ηρωίδας του. Αλλά και σήμερα ακόμα τα στόματα παραμένουν κλειστά
για όποιον θέλει να συλλέξει πληροφορίες για ένα γεγονός που συνέβη πριν από
ογδόντα και περισσότερα χρόνια.
Γράφει
στο βιβλίο του ο Παύλος Παπανότης
Έντεκα χρονών ήμουν όταν έφυγα από το χωριό
μου, το Βασιλικό Πωγωνίου Ιωαννίνων. Χρόνια αρκετά για να με φορτώσουν
αναμνήσεις, που με ακολούθησαν σ’ όλη μου τη ζωή. Παιχνίδια, φίλοι, μυρωδιές,
χοροί, τραγούδια... Τραγούδια της τάβλας, του γάμου, της ξενιτιάς αλλά και
παραλογές, κλέφτικα, ιστορικά και μοιρολόγια. Τα ακούσματα αυτά μ’ έκαναν ν’
αναρωτιέμαι αν η «Μαργιόλα», ο «Ντελήπαπας», ο «Οσμαντάκας» και πολλοί άλλοι
ήταν υπαρκτά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας των λαϊκών δημιουργών. Μου
γεννήθηκε, λοιπόν, η επιθυμία να βρω τις ιστορίες που αποτέλεσαν αφορμή για τη
σύνθεση πολλών ηπειρώτικων τραγουδιών. Κάποιες απ’ αυτές καταγράφω στο βιβλίο
μου.
Περιεχόμενα
του βιβλίου
Ιστορικά τραγούδια
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης
Το παιδομάζωμα
Η Δεροπολίτισσα
Το Λέπενο
Η εμποροπανήγυρη της Διπαλίτσας
Οι παπάδες απ’ τη Σωπική
Του τζελεπή Πετράκη
Το Δελβινάκι
Η Τζαβέλαινα
[Της
Δέσπως] Ο Μάρκο Μπότσαρης
Ο Πασ(ι)όμπεης
[Η
επανάσταση στο Ξηρόμερο] Μάρκος Μπότσαρης
Η κατάληξη της επανάστασης του Γκιολέκα
Σ’ όλο τον τόπο ξαστεριά
Εσείς πουλιά της άνοιξης
Δέλβινο και Τσαμουριά
Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα
Κλέφτικα – Ληστρικά τραγούδια
Οι κλέφτες
Μωρ’ λάλει, μπιρμπίλι
Του Κίτσου η μάνα
Εσείς παιδιά κλεφτόπουλα
Ο Ντελήπαπας
Ο Φεζο-δερβέναγας
Η Βασιλαρχόντισσα
Η λεηλασία της Βήσσανης από τον λήσταρχο
Γιώργο Νταβέλη
Τραγούδια του γάμου και της αγάπης
Στου παπα-Λάμπρου την αυλή
Τα μάτια του Δήμου
Μοιρολόγια
Η Μαργιόλα
Ο Οσμαντάκας
Κοινωνικά τραγούδια
Κυρ’ Αναγνώσταινα
Στέλλα, μωρ’ Στέλλα
Η Χάιδω
Μπαίνω μες στ’ αμπέλι
Ο Ρόβας
Ο
Παύλος Παπανότης γεννήθηκε στο Βασιλικό Πωγωνίου Ιωαννίνων. Σπούδασε στη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Τμήμα Μέσων και Νέων Ελληνικών
Σπουδών) και στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως φιλόλογος, κυρίως στο 28ο Γενικό
Λύκειο Αθηνών. Το 2008 αποσπάστηκε στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, στο Τμήμα
Νεοελληνικής Γλώσσας. Παράλληλα με το διδακτικό του έργο, ασχολήθηκε με τη
συγκέντρωση στοιχείων για την ιστορία και τη λαογραφία της περιοχής του
Πωγωνίου.
Το
2011, μετά την ανέγερση του Μουσείου του Κοσμά του Αιτωλού στο χωριό του,
έγραψε το βιβλίο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Ισαπόστολος και ο Εθναπόστολος.
Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και μπλογκ.