Σκόρπιες
σκέψεις, με αφορμή μιας μακράς βόλτας στη Δ. Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, με
μακροσκελείς συζητήσεις και ανταλλαγή απόψεων με κτηνοτρόφους και επαΐοντες
περί την κτηνοτροφία.
Κτηνοτρόφοι,
επιστήμονες κτηνίατροι και τεχνολόγοι έμποροι, βιοτέχνες και βιομήχανοι που η
ευημερία τους θα έπρεπε να εξαρτάται από την ευημερία των πρώτων, συμμετείχαν
και συμμετέχουν όλοι μηδέ των ίδιων των κτηνοτρόφων εξαιρουμένων, σε μια
συναλλαγή που τελικά οδήγησε στην ανατροπή των παραγωγικών προτύπων της
κτηνοτροφίας και την αναγκαστική σχεδόν εξάρτηση των κτηνοτρόφων από τα
κελεύσματα όλων των άλλων, σε βαθμό που ευημερία τους πλέον να εξαρτάται από
την ευημερία αυτών των άλλων και όχι αυτών, από τη δική τους.
Πριν
από 30-40 χρόνια, η αιγοπροβατοτροφία στη χώρα μας αριθμούσε περί τα 12 εκ
αιγοπρόβατα και παρήγαγε κατά προσέγγιση την ίδια ποσότητα γάλακτος που παράγει
και σήμερα με την εκτροφή κατά γενική εκτίμηση περίπου 8-9 εκατομμυρίων
αιγοπροβάτων, ίσως και λιγότερων.
Θρίαμβος
θα ανέκραζαν οι επαΐοντες και η «επιστημονική» κοινότητα, κάνοντας μάλιστα και
μεγάλο θόρυβο, για να συσκοτίσουν τα παρατράγουδα αυτής της μεταβολής που ενώ
συσσωρεύει επισφάλειες στο δυσοίωνο μέλλον των κτηνοτρόφων, εξασφαλίζει ευημερία
για τους ίδιους.
Μιλήσαμε
για πρωτοκόλλα διαχείρισης διατροφής κατανομής πόρων και πάντα από τη συζήτηση
έλλειπε η ποιο σημαντική παράμετρος που αφορά στην περιθωριακού μεγέθους
κτηνοτροφία της χώρας μας, η παράμετρος «ποιότητα».
Κτηνοτρόφοι,
με πραγματική αγωνία για το μέλλον αντί να εμπιστεύονται τον εαυτό τους και την
παράδοση 2,5 χιλιάδων χρόνων που κουβαλούν στην πλάτη τους, αναλογίζονταν ποιον
να πρωτοπιστέψουν, αντί να συνδιαλέγονται, για να κρίνουν συλλογικά, αυτά που
τους προτείνουν.
Κτηνοτρόφοι
από τα γενοφάσκια τους αμφέβαλαν, αν το Χιώτικο μπορεί να δώσει 350-400 κιλά
γάλα ανά γαλακτική περίοδο, ενώ δεν ήξεραν, ότι η κατσίκα Σκοπέλου μπορεί να
δώσει 10 με 11% λιποπρωτεΐνες, αλλά ήξεραν κάθε ξένη φυλή, χρήσιμη ή άχρηστη,
για τα δεδομένα της χώρας.
Κτηνοτρόφοι
που κοντόφθαλμα συζητούσαν μόνο για την ικανοποίηση των ποσοτικών αποτελεσμάτων
των ακολουθούμενων παραγωγικών προτύπων και ποτέ για την αντοχή αυτών των
προτύπων, σε βάθος χρόνου, την αυτάρκεια τους στην αντιμετώπιση δυσμενών οικονομικών
ή άλλων συνθηκών, αλλά και στην ικανότητα τους να εξυπηρετήσουν αυτόνομα τις
επισιτιστικές ανάγκες της χώρας, που διολισθαίνει όλο και ταχύτερα στην πλήρη
εξάρτηση των διατροφικών της αναγκών, από τις εισαγωγές.
Πριν
30-40 χρόνια η αιγοπροβατοτροφία, με το δήθεν χαμηλό επίπεδο παραγωγικών
προσδοκιών ήταν αυτάρκης, με μηδαμινές επισφάλειες και άτρωτη στις συγκυρίες
του οικονομικού περιβάλλοντος.
Στηριζόταν
στην αξιοποίηση της ντόπιας χλωρίδας, παρακολουθούσε τον πλούτο της γης και
επέλεγε ζώα και παραγωγικά πρότυπα που στηρίζονταν, όπως οφείλεται στον
πρωτογενή τομέα κατά ποσοστό 90 % σε προϊόντα που παρήγαγε η ίδια η γη στην οποία
μοχθούσαν οι κτηνοτρόφοι.
Σήμερα
η παραγωγικότητα των ζώων έχει αυξηθεί κατακόρυφα, όπως κατακόρυφα έχουν
αυξηθεί τα λειτουργικά κόστη της εκτροφής. Η παραγωγική αυτάρκεια της
κτηνοτροφίας έχει καταβαραθρωθεί με την εισαγωγή του 70 % των ζωοτροφών και των
εφοδίων που απαιτούνται.
Η
άκριτη και ασύντακτη εισαγωγή αναπαραγωγών ζώων αρσενικών και θηλυκών, οδήγησε
σε συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης νεοπαγών και νέο-αναδυόμενων
ασθενειών σε ενδημική και επιδημική μορφή και αυξημένο κόστος
κτηνιατρο-φαρμακευτικής περίθαλψης και πρόληψης. Ενώ η ασύδοτη λειτουργία του
κυκλώματος κτηνιατρο-φαρμακευτικής περίθαλψης κατατάσσει τη χώρα μας από τις
πρώτες στην ΕΕ στην δαπάνη κτηνιατρικών φαρμάκων ανά ζώο.
Το
ζήτημα βέβαια δεν θα έμπαινε καν σε συζήτηση, αν όλα αυτά ήταν βασισμένα σε ένα
συνολικό σχέδιο, που παρακολουθεί και ο λοιπός αγροτικός τομέας, ώστε μέσα από
ένα πλέγμα συνεργειών να παράγονται άυλες αξίες στον πρωτογενή τομέα με θετικό
πολλαπλασιαστή, για την αξία του αγροτικού προϊόντος που θα απόσβενε τις
παραπάνω αρνητικές επιπτώσεις των ακολουθούμενων παραγωγικών προτύπων.
Είναι
όμως αμφίβολο και μάλλον απίθανο, ότι όλες αυτές οι παρεμβάσεις σε ζωοτεχνικό
διατροφικό και αναπαραγωγικό-γενετικό επίπεδο παράγουν συνεχώς αυξανόμενη
προστιθέμενη αξία, στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τελικών προϊόντων, ώστε να
διασφαλίζεται στο διηνεκές, η ανταγωνιστικότητα του προϊόντος και κατ’ επέκταση
η βιωσιμότητα του κτηνοτρόφου.
Πρότυπα
που χτίζονται μαζικά μακριά από τον τόπο παραγωγής είναι σχεδόν αδύνατο να
παράγουν ικανό ανταποδοτικό όφελος για τον κτηνοτρόφο. Η κτηνοτροφία δεν μπορεί
να επιβιώσει όταν οι κτηνοτρόφοι από πρωταγωνιστές της ωθούνται σε ρόλο
κομπάρσων που καλούνται, να εφαρμόζουν πρωτόκολλα ξένα στην παραγωγή της γης
τους, ξένα στην κουλτούρα τους, ξένα στις ανάγκες της χώρας.
Είναι
απαράδεκτο και ατελέσφορο η συμμετοχή του κτηνοτρόφου, στην προπαρασκευή του
σιτηρεσίου των ζώων του να εξαντλείται στην χορήγηση «Άχυρου κατά βούληση» και
τα υπόλοιπα να αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο «ειδικών», που ωθούν τους
κτηνοτρόφους σε όλο και υψηλότερες παραγωγές, με υποβάθμιση των ποιοτικών
χαρακτηριστικών των προϊόντων τους και με αντίστοιχα χαμηλότερη αύξηση του
εισοδήματος τους.
Είναι
προφανές ότι η διαρκώς αυξανόμενη τάση της διατροφής, με προπαρασκευασμένα
συμπυκνώματα και η έμμεση υποβάθμιση της αξίας του ιδιο-παραγόμενων ζωοτροφών
όπως του τριφυλλιού για παράδειγμα, παράγει εξάρτηση από την εισαγωγέα, τον έμπορο,
τον επιστήμονα, τον ….
Οι
κτηνοτρόφοι όμως οφείλουν να γνωρίζουν, ότι με τις ιδιοπαραγόμενες ζωοτροφές
και την αξιοποίηση της ντόπιας χλωρίδας, με σκέτο τριφύλλι τελικά, τα ζώα τους
μπορούν να ζήσουν και να παράγουν τα ελάχιστα έστω, σε περιόδους κρίσης και το
κυριότερο αυτό μπορούν να το παράγουν μόνοι και να είναι αυτάρκεις. Το
γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, αφού τον τρίτο χρόνο της κρίσης, η ετήσια
γαλακτοπαραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος της χώρας, μειώθηκε περίπου 20% λόγω
οικονομικής αδυναμίας προμήθειας ζωοτροφών για τα ζώα τους.
Ο
εγκλωβισμός στη λογική του «άχυρου» είναι προφανώς δελεαστικός και εύκολος,
παρ’ όλες τις εξαρτήσεις που παράγει. Οφείλουμε όμως να ανησυχούμε, μήπως τα
οφέλη από την κτηνοτροφία στο μέλλον εξαρτώνται από την αυτάρκεια μας σε
«άχυρο» και το εισόδημα που τελικά αυτή θα παράγει για τον κτηνοτρόφο καταλήξει
ισοδύναμο, με «άχυρα».
Η
ευθύνη συλλογική, με το μεγαλύτερο μερίδιο αυτής της ευθύνης, να αφορά στους
κάθε είδους επιστήμονες, που με τη δράση τους συνδράμουν θετικά ή αρνητικά στον
αναπροσανατολισμό των στόχων της αιγο-προβατοτροφίας και στην ανακατανομή των
εισοδημάτων, που παράγονται στον πρωτογενή τομέα.
Υ.Γ.:
Πιθανόν κάποια νούμερα να απέχουν λίγο και άλλοτε περισσότερο από την
πραγματικότητα, αφού είναι σταχυολογημένα από διάφορες δημοσιεύσεις και δεν
αποτελούν αξιολόγηση στοιχείων φορέων του υπ. Γεωργικής ανάπτυξης, ή άλλων
σχετικών φορέων στα οποία δυστυχώς δεν έχω πρόσβαση. Σε καμιά περίπτωση όμως
δεν μπορούν οι διαφορές αυτές να ανασκευάσουν τους παραπάνω συλλογισμούς, που
επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα.
Yannis Goulimis
Κοινωνική Οικονομία
Συνεργατικές Δομές