Η ομιλία του Προέδρου της Αδελφότητας
Μαυρονοριτών Αλέξανδρου Τζούλη, στη κοινή εκδήλωση για τα 150 χρόνια, από τον
εκπατρισμό 40 οικογενειών της Γλούστας(σημερινό Κεφαλοχώρι Θεσπρωτίας) και την
ίδρυση του παλαιού Μαυρονόρους Ιωαννίνων, που διοργάνωσαν οι Αδελφότητες
Μαυρονοριτών και Κεφαλοχωρίου (Γλούστας), τη Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016, στα
γραφεία της Ομοσπονδίας Αποδήμων Μουργκάνας
Ο
κύριος Τσοπόκης αναφέρθηκε στην ιστορία των 16 χωριών, τα βάσανα και τα
μαρτύρια των προγόνων μας μέχρι το 1866. Εγώ θα αναφερθώ στην περίοδο μετά το
1866 από τότε δηλαδή, που άρχισε το μαρτυρολόγιο και η οδύσσεια των Μαυρνοριτών
που αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την κοινή μας πατρίδα τη Γλούστα και τις τότε
συνοικίες της το Γαρδίκι, τα Τσουμπουκάτικα και τα Βορτόπια.
Λίγα
χρόνια πριν την ηρωική τους έξοδο κυρίαρχος και αφέντης της περιοχής ήταν ο
σκληρός Βελής των Ιωαννίνων. Σκληροί, ατίθασοι κι ανυπότακτοι όμως ήταν και οι
πρόγονοί μας γι’ αυτό ο Βελής τους χαρακτήρισε Ταραξίες και επικίνδυνους για το
ντουβλέτι και κατάσχε τις περιουσίες τους. Την απόφαση του Βελή δεν την
αποδέχθηκαν ποτέ οι πρόγονοι μας κι αντέδρασαν με τα όπλα.
Με την
ιαχύ «ντέτε τσιάμιδες καημένοι, αποδύθηκαν σε αγώνα υπέρ βωμών και εστιών
υπερασπιζόμενοι τις οικογένειες τους, την τιμή και την περηφάνεια τους.
Υστερα
από ένα εξουθενωτικό και πληρωμένο με βαριές θυσίες αίματος αγώνα τους,
αποφάσισαν, σαν αντίδραση, να αφήσουν άσπαρτα τα χωράφια τους μια και το
μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς το έπαιρνε ο Σιούμπασης δηλαδή ο φοροεισπράκτορας
του Βελή.
Μη
έχοντας άλλο τρόπο αντίδρασης, πήραν τη μεγάλη απόφαση του εθελούσιου
εκπατρισμού τους. 40 οικογένειες από τη Γλούστα και από τις τότε συνοικίες της
Γαρδίκι, Βορτόπια και Τζιουμουκάτικα, πήραν κυριολεκτικά τα βουνά.
Διάλεξαν
την ημέρα του Σταυρού. Παρασκευή 14 Σεπτέμβρη του 1866, αφού εκκλησιάστηκαν,
μετάλαβαν, αγκαλιάστηκαν, έδωσαν το φιλί του αποχωρισμού, ορκίστηκαν ότι δε θα
γυρίσουν πίσω ό,τι κι αν συμβεί, και πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για την
κορφή του Κασιδιάρη. Δραματικές στιγμές. Πόνος και δυστυχία. Ιδια εικόνα με
τους Σαρακινούς του Καζαντζάκη. Ιδια ίσως με τους σημερινούς πρόσφυγες. Οι
άντρες φορτωμένοι με τα σύνεργα της δουλειάς τους φτυάρια, κασμάδες, τσάπες και
τσιοκάνια κι οι γυναίκες με τις σαρμανίτσες ζαλωμένες και τα λίγα ζωντανά να
τους ακολουθούν, ξεκίνησαν το οδοιπορικό τους.
Τη
δραματική φυγή των Μαυρονοριτών αποθανάτισε η λαϊκή μούσα στο Δημοτικό
Τραγούδι, όπως το κατάγραψε στο βιβλίο του ο αείμνηστος Λευτέρης Μούτσιος όπως
το ιστόρησε ο επίσης αείμνηστος μηχανικςό Γρηγόρης Τζούλης (το ακούσατε πριν
λίγο μελοποιημένο από τη Ρούλα τη Χήνου).
Στην
Πλάκα και την Πλόκιστα
Τούρκος
να μη πατήσει
Το
βάλανε πέντε χωριά πέντε Κεφαλοχώρια
Η λίστα
και ο Τσαμαντάς
Ηλεια
και το Μπαμπούρι
Της
Γλούστας τα κακά θεριά
Τούρκο
δεν προσκυνάνε
Σηκώθηκαν
και φύγανε
Στο
Μαυρονόρος πάνε.
Εφθασαν
σχεδόν στην κορυφή του Κασσιδιάρη, βρήκαν το οροπέδιο, φυσικό οχυρό και ίδρυσαν
το Μαυρονόρος. Το χωριό μας που μόνο από αεροπλάνο μπορεί κανείς να το δει.
Εκεί
έχτισαν τη ζωή τους, τα όνειρά τους και τις ελπίδες τους. Ξεχειμώνιασαν σε
σπηλιές και χορτάρινες καλύβες στην αρχή. Ένα δωμάτιο με ξερολιθιά και στέγη
από φτέρη και σάλωμα στη συνέχεια, αφήνοντας κάποιες σχιμές 15 πόντων για
παράθυρα μέχρι να μπορέσουν να φτιάξουν πετρόχτιστα σπίτια κι αργότερα δίπατα
αρχοντικά (που δυστυχώς ελάχιστα έχουν απομείνει).
Σ αυτές
τις συνθήκες αλλά λεύτεροι οι πρόγονοί μας κατάφεραν να επιβιώσουν. Ευτύχημα
για τους Μαυρονορίτες που το 1886 ο Σουλτάνος μεταβίβασε την περιοχή
Παρακαλάμου, Γκρίμπιανης και Μαυρονόρους στον Εγιούπ Πασά. Προοδευτικός
άνθρωπος ο Εγιούπ διέκρινε το δημιουργικό και ανήσυχο πνεύμα, των Μαυρονοριτών
και τους παρότρυνε πέρα από τις ασχολίες τους να καλλιεργήσουν, στις παρυφές
του βουνού, αμπέλια με κλήματα που έφεραν από την πατρίδα του την Προύσσα. Από
αυτά τα κλήματα προέρχονταν τα ονομαστά Μαυρονορίτικα κρασιά και τσίπουρο από
τα οποία κυρίως προέρχονταν τα έσοδα τους. Το 1903 πρωτοπόροι οι Μαυρονορίτες
της Αθήνας ίδρυσαν την Αδελφότητά τους, μια από τις πιο παλιές Ηπειρώτικες
Αδελφότητες η οποία στα επόμενα χρόνια πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο χωριό
μας. Ακόμα και στους Βαλκανικούς πολέμους με χρήματα της αγόρασε όπλα και
στρατιωτικές στολές για τους Μαυρονορίτες αντάρτες.
Όλα
πήγαιναν καλά για τους Μαυρονορίτες μέχρι την αποφράδα ημέρα του Μαρτίου του
1909. Ενώ οι μόνιμα αρματωμένοι άνδρες του χωριού, έλλειπαν στις δουλειές τους,
μεγάλη συμμορία ληστών με αρχηγό το λήσταρχο Σαίνη μπήκε στο χωριό.
Κατευθύνθηκαν στο σχολείο και ζήτησαν από το Δάσκαλο να τους δείξει τα παιδιά
του Θοδωρή Τζούλη που ήταν ο Νικόλας κι ο Δημήτρης καθώς και τα παιδιά του
Πέτρο Νικόλα αλλά εκείνα έλειπαν. Τους αντιλήφθηκαν οι γυναίκες και έτρεξαν
αλαφιασμένες να προλάβουν το κακό. Στο πανδαιμόνιο που ακολούθησε οι ληστές
κατέσφαξαν το 10χρονο Νικόλα, την Αναγνώσταινα που προσέτρεξε σε βοήθεια καθώς
και τη θεία των παιδιών Μιγδάλω που έσωσε τραυματισμένο τον άλλο γιο του Θοδωρή
Τζούλη, το 13χρονο Δημήτρη αλλά δε γλίτωσε τον εαυτό της. Τα δύο παιδιά ήταν
μικρότερα αδέλφια του πατέρα μου που μου τα διηγότανε πάντα δακρύζοντας, ο δε
τραυματισμένος Δημήτρης σκοτώθηκε πολεμώντας στο Καλε Κρότο της Μικράς Ασίας το
22 όπου συνυπηρετούσε με τον πατέρα μου. Αυτή η μέρα χαρακτηρίστηκε μαύρη από
τις Γιαννιώτικες εφημερίδες. Για χρόνια οι Μαυρονορίτες σε ένδειξη πένθους
έπαψαν να γιορτάζουν το πανηγύρι του Αγ. Νικολάου στις 20 του Μάη, σταμάτησαν
να πηγαίνουν και στο πανηγύρι του Αη Γιάννη των Γλουστινών στις 24 Ιουνίου.
Σταμάτησαν να έρχονται και οι Γλουστίνοι.
Μα και
πάλι συμφορά για τους άμοιρους Μαυρονορίτες.
Συμμετέχοντας
στο αντάρτικο που είχε οργανωθεί κατά των Τούρκων το 1912, βρήκαν ευκαιρία οι
Τούρκοι κι έκαψαν το χωριό από εκδίκηση για την αθρόα τους συμμετοχή στην
επανάσταση.
Και
πάλι οι περίφημοι κτιστάδες του χωριού το αναστήλωσαν. Το Μαυρονόρος το παλιό
λατρεμένο Μαυρονόρος από το Δεκέμβρη μέχρι το Μάρτη ήταν αποκλεισμένο από το
χιόνι. Μόνο από αεροπλάνο έβλεπε κανείς αν κινείται κάτι στο χωριό, αν υπάρχει
ζωή.
Αν
κανείς αρρώσταινε σοβαρά δεν είχε καμία τύχη «τον έτρωγε το φίδι» όπως λέγαμε.
Θυμωνιές τα ξύλα για το τζάκι, στοίβες τα κλαριά και το χορτάρι, τροφή των ζώων
για το χειμώνα. Τα κατώγια χωρισμένα για τα γίδια, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια,
τα βόδια.
Για να
φθάσουμε στο σχολείο με 2 μέτρα χιόνι προπορεύονταν οι γονείς και άνοιγαν δρόμο
με τα φτυάρια, κι ακολουθούσαμε τα πιτσιρίκια με ένα τετράδιο και την πλάκα στη
μια μασχάλη και στην άλλη απαραίτητα το ξύλο για τη σόμπα.
Και
φθάσαμε στην περιπέτεια του εμφυλίου πολέμου. Το Μαυρονόρος Κέντρο επιχειρήσεων
των ανταρτών λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Τότε γνωρίσαμε από κοντά
δυναμικούς Καπεταναίους, αλλά και αμούστακα παλικάρια του βουνού να έχουν
στρέψει τα όπλα τους προς άλλα παλικάρια αδέλφια και ξαδέλφια κι αναρωτιόμασταν
τα παιδιά – γιατί δεν καταλαβαίναμε το λόγο που σκοτώνονται μεταξύ τους. Του
γείτονα η χθεσινή καλημέρα έγινε πλέον του εμφύλιου σπαραγμού η σιωπή.
Δεύτερος
ξεριζωμός των Μαυρονοριτών για 2 χρόνια πρόσφυγες στις παράγκες των Ιωαννίνων,
αφού αποχωριστήκαμε 30 μανάδες του χωριού για 7 χρόνια στο λεγόμενο
παραπέτασμα.
Και
ξανά στο χωριό. Στο μικρό όμορφο Μαυρονόρος. Το χωριό μας, εκεί στο βουνό, που
ζήσαμε εμείς οι παλιότεροι τα παιδικά μας χρόνια, ήταν ξεχωριστό. Όχι μόνο για
την ομορφιά του, αλλά και τον Πολιτισμό του. Οι κάτοικοι των διπλανών χωριών
μας έβλεπαν με καχυποψία και επιφυλακτικότητα. Μας θεωρούσαν άγριους και
ατίθασους. Μας αποκαλούσαν μάλιστα Τσιάμιδες Γλουστινούς. Πέρασαν αρκετά χρόνια
για να μας αποδεχθούν. Αυτό το μικρό χωριουδάκι των 83 σπιτιών την εποχή μας,
εντελώς ξεχωριστό από τα άλλα γύρω χωριά, έγραψε τη δική του ιστορία. Οι
γιορτές και οι παντός είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις, εντελώς άγνωστα για τα
πλούσια γειτονικά καμποχώρια, ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη. Ίσως ο καθαρός
αέρας του Κασιδιάρη, ίσως η ανέχεια ανάγκασε τους νέους του χωριού να στραφούν
στα γράμματα για να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Και σ΄ αυτό διέπρεψαν οι
Μαυρονορίτες.
Δεν
είναι τυχαίο που από αυτό το μικρό χωριό αναδείχθηκε ο νεότερος επίσκοπος στην
ιστορία της πατρίδας μας αλλά και εξαιρετικοί επιστήμονες, καθηγητές
πανεπιστημίων, ηρωικοί εισαγγελείς, δικηγόροι, εκπαιδευτικοί, ποιητές,
λογοτέχνες, ανώτατα στελέχη στη δημόσια και όχι μόνο Διοίκηση, αλλά και
επιτυχημένοι επιχειρηματίες.
Όλοι
αυτοί δεν ξέχασαν ποτέ τις ρίζες τους. Τιμούν τη γενέθλια γη σχεδόν κάθε
καλοκαίρι, προσκυνητές στα άγια χώματα του χωριού μας, ανάβοντας κερί στις
αναμνήσεις τους.
Και
φθάνουμε στον 3ο και τελευταίο ελπίζω εκπατρισμό, στις αρχές του ’60, στους
πρόποδες του βουνού μας. Οι μόνιμοι κάτοικοι που απόμειναν, γέροντες και
μεσόκοποι, αποκαμωμένοι από τη σκληρή ζωή, πηγαίνοντας σχεδόν καθημερινά στα
αμπέλια και τα χωράφια στον κάμπο του Καλαμά, κάπου 4 ώρες συνολικά, αποφάσισαν
να κατέβουν στα χαμηλώματα, στις παρυφές του βουνού, κοντά στα κτήματα τους.
Αναγκαία η απόφασή τους. Όμως εμείς οι νεότεροι που ζήσαμε τα παιδικά μας
χρόνια στο παλιό Μαυρονόρος, δε συμβιβαστήκαμε ποτέ και δεν αποδεχθήκαμε αυτή
τους την απόφαση.
Ισως
είναι και προσωπική μου άποψη αυτή γιατί το παλιό Μαυρονόρος των παιδικών μου
χρόνων είναι κομμάτι πολύτιμο από μνήμες ανεπανάληπτες.
Αγαπητοί
συγχωριανοί είμαι βέβαιος πως η σημερινή μας εκδήλωση αγάλιασε τη ψυχή των
προγόνων μας που μας βλέπουν ύστερα από 150 χρόνια αγκαλιασμένους Γλουστινούς
και Μαυρονορίτες να αναπέμπουμε δέηση υπέρ των ψυχών τους. Τους ανήκει τιμή και
δόξα. Εμείς οι απόγονοι τους, νοιώθουμε περήφανοι για αυτούς, τους υποσχόμαστε
πως δε θα ξεχάσουμε ποτέ τους αγώνες και τις θυσίες τους.
Θα
διατηρήσουμε τη γόνιμη επαφή μας με το παρελθόν που είναι το θεμέλιο για το
μέλλον.
Σας
ευχαριστώ