Η
Ηπειρώτισσα γυναίκα, μια διαρκής παρακαταθήκη αξιών.
Σμιλευμένη
με την τραγικότητα του τόπου και της ιστορίας της βίωσε σ’ όλο το μεγαλείο το
νόστο, τον έρωτα, τον πόνο και το θάνατο.
Επιβίωσε
και γαλούχησε το δικό της κόσμο, τον κόσμο των γυναικών της Ηπείρου.
Ηπειρώτισσα
μάνα, λεβέντισσα που καβάλ’ σε τη
φτώχια, την ορφάνια, την ξενιτιά.
Που
αμπήδ’ σε βάσανα πίκρες και στενοχώριες.
Που
πάλεψε και νίκησε τον φασισμό και τον έστειλε στα γκρεμοτσακίδια.
Που
πίστεψε στον τόπο της και μεγάλωσε τη φαμπλιά της με αξιοπρέπεια ήθος και
φιλότιμο.
Που το
πλατύ σαν ήλιος χαμόγελό της και η φεγγαροστόλιστη ματιά της δεν μπορεί να
συγκριθεί με όλο το χρυσάφι του ντουνιά.
Ηπειρώτισσα!!!
Η
γυναίκα που αγκομαχώντας στις γιδόστρατες,
κρεμασμένη
στα καταράχια,
ανηφορίζοντας
χωρίς σταματημό,
με
ρυτιδιασμένο, αλλά καθάριο πρόσωπο
κι
ολάνθιστη την καρδιά της -πάντα με χαμόγελο αισιοδοξίας-
κράτησε
αλύγιστη και ατόφια την 'Ηπειρο.
Αυτή
είναι η Ηπειρώτισσα γυναίκα.
"Η
Ηπειρώτισσα γυναίκα μια διαρκής παρακαταθήκη αξιών".
Αυτός ο
κακόπαθος αλλά περήφανος τόπος, η Ήπειρος, κρατάει στον κόρφο του μια αληθινή
και ατόφια παράδοση. Την παράδοση αυτή έχουμε χρέος να τη διατηρήσουμε και να
την κληροδοτήσουμε ακέραια στις ερχόμενες γενιές.
Κι όταν
μιλούμε για ακεραιότητα της παράδοσης εννοούμε, φυσικά, πρώτα να μπορέσουμε να
την προσαρμόσουμε στα σημερινά δεδομένα. Διαφορετικά αναιρούμε το κύριο
χαρακτηριστικό της, τη ζωντάνια της.
Η
ζωντάνια, η δυνατότητα της παράδοσης να προσλαμβάνει, να αποβάλει και να
μεταπλάθει παραδοσιακά στοιχεία προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της
σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Και για να πετύχουμε κάτι τέτοιο είναι
ανάγκη να επικοινωνήσουμε με τα πρόσωπα που τη δημιούργησαν και να αφομοιώσουμε
τις αξίες πάνω στις οποίες αυτή θεμελιώθηκε.
Ηπειρώτισσα
μάνα και Ηπειρώτικος πολιτισμός ταυτίζονται απόλυτα!!!
Αν
έζησε η Ήπειρος και έθρεψε γενιές ολόκληρες και απόδιωξε όλους τους σιαταναρέους,
φασίστες επιδρομείς και κατακτητές, εντός και εκτός εισαγωγικών, έβαλε πλάτη η
Ηπειρώτισσα μάνα.
Όμορφη,
αγία και σεπτή αντιμετώπισε και ξεπέρασε τις δοκιμασίες και τις περιπέτειες
ψύχραιμα, αξιόπρεπα, με άγρυπνη τη συνείδησή της, που όριζε το ύψος και το ήθος
της ύπαρξής της.
Κράτησε
τα μυστικά της ψυχής του λαού μας, τα σμίλεψε με ομορφιά και τα βάφτισε στη
γλύκα που εκπέμπει ο αντίλαλος της Ηπειρώτικης φυσικής μελωδίας. Μπροστά στην
πανδαισία της φυσικής και μελωδικής χαρμονής του τόπου τους, στάθηκαν οι
Ηπειρώτισσες παντεπόπτριες και διαφεντεύτρες της ολόφωτης και απρόσμενης
ομορφιάς.
Αυθεντική,
ατόφια, αφκιασίδωτη και αγνή και με το άρωμα της ελληνικής λεβεντιάς στην
καρδιά και στο κορμί της εξέπεμψε έναν αυτογενή δυναμισμό ανθρωπισμού και μάγεψε
φανερώνοντας την ακμή και την αρχοντιά της Ηπειρώτικης ψυχής.
Με ψυχή
αγνή, ταπεινή και άδολη σε φύση πλανεύτρα και γη σκληρή, ιδιότροπη και
ανυπάκουη στο αλέτρι και στο τσαπί μπάζωσε τις ρίπες κι έφκιαξε τα χωραφάκια
της, με σεβασμό στη φύση και στην Δημιουργία.
Και με
όλα αυτά και άλλα αναρίθμητα προβλήματα άντεξε, δόμησε την Ηπειρώτικη κοινωνία,
αντιμετώπισε εισβολείς -παντός είδους- και δίδαξε ανθρωπισμό, Αντίσταση και
Ηπειρώτικο ήθος.
Τα
χέρια της ήταν πάντα χρυσωμένα και το τίμιο πρόσωπό της λαμπερό και χαρούμενο.
Αν
τιμάμε την Ηπειρώτισσα γυναίκα είναι γιατί η ιστορία και το παράδειγμά της,
έχει πολλά να μας προσφέρει.
Αδούλωτες,
ασκλάβωτες, ελεύθερες! Ξεδίπλωσε όλες τις δυνάμεις της και ρίχτηκε στον αγώνα
για τη ζωή, τη λευτεριά.
Μέσ’ απ
τα σπίτια που καμένα σωριαστήκαν
Μέσ’
από του μαύρους τους καπνούς της πυρκαγιάς
Ορμάνε
αδέσμευτα στο φως της λευτεριάς
Εκείνες
που ποτέ δε σκλαβωθήκαν.
Και στα
Ηπειρώτικα βουνά που αγκομαχάνε
Θύελλες
κι άνεμοι, ντουφέκια και σπαθιά
Ορμάνε
ασκλάβωτες μ’ ατσάλινη γροθιά
Νέες
Σουλιώτισσες που τη λευτεριά διψάνε…
Γυναίκες που όρθωσαν το ανάστημα τους και την ψυχή τους και έδωσαν τον δικό τους αγώνα, ακούραστες και περήφανες. Η γυναίκα της Πίνδου έγινε θρύλος. Ανυπέρβλητο το μεγαλείο των γυναικών της Ηπείρου, ανυπέρβλητη και η δύναμη της ψυχής τους. Υπερήφανες για την μοναδική ταυτότητά τους.
Τα δάκρυα των γυναικών που κύλησαν μαζί με τον ιδρώτα, οι σταλαγματιές από το αίμα τους, τα χνάρια τους και οι πατημασιές τους ρίζωσαν βαθιά στης γης τα σωθικά, μα έμειναν αθάνατα και μέσα στις καρδιές μας.
Η
σημερινή πραγματικότητα στην Ήπειρο είναι τουλάχιστον καταθλιπτική.
Η
εσωτερική μετανάστευση και η πλειοδοσία των πολιτικών στον διορισμό, ερήμωσαν
την Ήπειρο. Ερημιά παντού.
Και
αυτή η ερημιά έχει και τη μετενέργειά της στον πολιτισμό.
Δεν
κατοικούνται πλέον τα χωριά από παραγωγικές ηλικίες και ως εκ τούτου δεν
παράγεται και δεν προάγεται τοπικός πολιτισμός. Πολιτιστικά άφωνα και άλαλα
υπέκυψαν στον αρμαγεδόνα του υλοζωισμού, που χτύπησε την πόρτα συλλήβδην της
ελληνικής κοινωνίας και την παραβίασε με το αποκριάτικο προσωπείο της δήθεν
προοδευτικότητας και του ξενότροπου και ξενόφερτου μιμητισμού.
Οι
σημερινοί καιροί έχουν χάσει κάθε γεύση από το παρελθόν, η αξία του οποίου δεν
αναγνωρίζεται.
Αγωνίζεται
και αντιστέκονται οι πολιτιστικοί σύλλογοι, για να σώσουν πολιτιστικά ό,τι
σώζεται. Με μεγάλη επιτυχία θα έλεγα.
Στις
σημερινές δύσκολες -απαράδεκτα δύσκολες- συνθήκες, εάν δεν νοηματοδοτήσουμε τη
ζωή μας πάνω σε ακέραιες και δοκιμασμένες αξίες και αρχές, θα μας πνίξει η
κατεβασιά, που ασφαλώς είναι απείρως χειρότερη κι από αυτή του Αράχθου. Εάν δεν
αντισταθούμε και δεν δώσουμε απάντηση ουσιαστική και με περιεχόμενο, θα ωχριά η
κατεβασιά του Ταμερλάνου και του Τσεγκίς Χαν μπροστά στην επαπειλούμενη
καταστροφή.
Η
Ηπειρώτισσα γυναίκα μας δείχνει το δρόμο.
Μέσα
στη φθισικιά «ενεργητικότητα» της Αθήνας, παρέα με τον πανζουρλισμό που
μεταφράζεται σε χαράτσια, δόσεις, κουτσουρεμένες συντάξεις, ενέργειες,
μετενέργειες και προβλήματα μέχρι «τω δόξα πατρί», καλούμαστε να χαμογελάσουμε,
να «βιοπαλέψουμε με το βίο της ζωής», όπως έλεγε και ένας καλόβουλος χωριανός
μου, να ονειρευτούμε ∙ τουτέστιν να ζήσουμε.
Στην
ηπειρώτισσα γυναίκα κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ και απολογούμαστε.
Γυναίκα
της Ηπείρου
Είσαι
πάντα κοντά μας. Σε νιώθω, σε ακούω και σε βλέπω!
Είσαι
κοντά μας.
Σε είδα
και σε βλέπω ντυμένη και στολισμένη να φεγγοβολά το
πρόσωπό
σου αισιοδοξία και προκοπή.
Σε είδα
φορτωμένη να γυρνάς από το λόγγο και από πίσω να ακολουθούν υπάκουα τα ζωντανά
σου.
Σε είδα
κρεμασμένη στα καταράχια ν’ ανεβαίνεις αγόγγυστα, για να ανάψεις το καντήλι στο
εικονοστάσι.
Εκεί,
έκλαψες, αλλά και τίμησες τους ανώνυμους, άγιους Ηπειρώτες μαχητές -
υπερασπιστές της ελευθερίας της Ελλάδας.
Σε
είδα, γυναίκα της Πίνδου στο ξεροχώραφο, σκυφτή με το τσαπί, να ανοίγεις αυλάκι
με τα ροζιασμένα χέρια σου που γίνηκαν τρυφερή αγκαλιά που ανάστησε παιδιά κι
εγγόνια.
Σε είδα
να δεματιάζεις το χορτάρι μαζί και το όνειρο για προκοπή.
Σε είδα
μάνα Ηπειρώτισσα, γυναίκα της Πίνδου, να κουβαλάς αγόγγυστα τα πυρομαχικά στους
αγωνιστές στα βουνά της Πίνδου.
Σε είδα
να πλέκεις ασταμάτητα τα τσιουρέπια και τις φανέλες του στρατιώτη που
αγωνίζονταν στο μέτωπο για μια Ελλάδα λεύτερη, χωρίς κατακτητές, κηδεμόνες και
αφεντικά.
Σε είδα
να κουβαλάς ασταμάτητα πέτρες για τις ξερολιθιές, για να μπαζώσεις τις ριπές
και να φτιάξεις καινούριο χωραφάκι.
Σε είδα
να σε ξεριζώνουν από το χωριό σου.
Να
κλαις έξω από το καμένο καλύβι σου.
Να
ντύνεσαι στα μαύρα πολύ νέα.
Σε είδα
μόνη σου να ανηφορίζεις, χωρίς σταματημό, αγκομαχώντας τις γιδόστρατες
φορτωμένη με της ζωής σου τον τίμιο κόπο.
Σε είδα
να γεννάς στο χωράφι, στη στάνη και στ’ απόσκια. Μόνη σου, με την πίστη σου στη
δημιουργία.
Να
περπατάς μερόνυχτα με καθάριο το βλέμμα στο ρυτιδιασμένο - αυλακωμένο σου
πρόσωπο, για μια χούφτα αλεύρι.
Σε είδα
Σε είδα
στα πετρωμένα τα χωριά να κρατάς την Ελλάδα ζαλίκα στην κυρτωμένη ράχη σου,
Ηπειρώτισσα γυναίκα.
Μνήμη
παρούσα, θαλερή κι όχι σακάτισσα.
Αρτιμελής,
όχι παραμορφωμένη.
Ατόφια,
χωρίς τρύπες και μπαλώματα.
Ιερή
και αγία για τις Ηπειρώτισσες που δημιούργησαν και άφησαν παρακαταθήκη μια
ελεύθερη Ελλάδα.
Για την
ηρωίδα αυτή που η ψυχούλα της δεν έχει ανάγκη από μνημόσυνα, κοπετό και κλάματα
ούτε μοιρολόγια και κόλλυβα.
Θέλει
τραγούδι και μουσική για να αντηχήσει όλη η Ήπειρος, όλη η Ελλάδα κι ο αχός να
ανεβεί μέχρι τον ουρανό.
Θέλει,
απλά και ξάστερα, μια Ελλάδα Ελεύθερη!