''Στο Κάιρο
αρρώστησα στα Γιάννενα θα γιάνω, στην άκρη στο Καπέσοβο θα πέσω να πεθάνω''...
Με αυτό
το τραγούδι έμαθα και εγώ, για το Καπέσοβο, στο πανηγύρι του χωριού μου, τη
Μυρσίνη Πρέβεζας, στην παραλιακή ζώνη της Πρέβεζας, αλλά και στα ηλεκτρόφωνα
των καφενείων του χωριού, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι μερακλήδες το
χόρευαν και ειδικά οι πιό μερακλήδες στα πιό Πωγωνήσια το χόρευαν 2 και 3 φορές
τη βραδιά.
Περιττό
να σας πω, όταν απέκτησα οικονομική οντότητα, εργαζόμενος πλέον και πήγα για
πρώτη φορά στα Ζαγοροχώρια, πρώτος στόχος της επίσκεψης μου ήταν το Καπέσοβο.
Και επειδή μου άρεσαν όλα τα Ζαγοροχώρια, πήγα και ξαναπήγα και ματαξαναπήγα,
δυστυχώς όμως για τελευταία φορά προ 7ετίας γιατί οι επαγγελματικές μου
ενασχολήσεις, δεν μου επιτρέπουν μακροχρόνια απουσία από την εργασία μου.
Το
Καπέσοβο ιδρύθηκε γύρω στον 16ο αιώνα και στην ακμή του είχε εύρωστη αγροτική
οικονομία, όμως το εμπόριο ήταν αυτό που έφερε αληθινό πλούτο και φήμη στο
χωριό. Ο εύπορος Καπεσοβίτης έμπορος Ιωαννούτσος Καραμεσίνης ήταν αυτός που
μεσολάβησε στον Σουλτάνο για να έρθει στην Ηπειρο ο Αλή Πασάς. Ο γιος του
Καραμεσίνη, ο Αλέξης Νούτσος, έγινε γενικός προεστός Ζαγορίου.
Καπεσοβίτες
ήταν και πλήθος άλλοι επιφανείς πολυταξιδεμένοι και εύποροι Ζαγορίσιοι του 18ου
και του 19ου αιώνα (Μαρίνογλου, Πασχάλογλου, αδέλφια Μπρούζου, αδελφοί Πασχάλη
κλπ.). Πολλοί στο χωριό είχαν και έχουν αρχαία μικρά ονόματα όπως Πλάτωνας,
Κλέαρχος, Θουκυδίδης, τα οποία δίνονταν στα παιδιά από τον 19ο αιώνα αφενός
γιατί οι κάτοικοί του ήταν μορφωμένοι με κλασική παιδεία, αφετέρου γιατί έτσι
ήθελαν να τονώσουν το φρόνημα και την ελληνικότητα της τουρκοκρατούμενης τότε
περιοχής.
Σήμερα,
το Καπέσοβο, είναι ένα μνημείο της ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής, είναι ένα από τα
ομορφότερα χωριά στο Ζαγόρι. Από τα πιο καλοδιατηρημένα. Και από τα πιο μικρά.
Και τα λιγότερο γνωστά. Λίγοι ξενώνες και η διάσημη Στέρνα της οικογένειας
Παπαγεωργίου υπάρχουν εδώ μαζί με καμιά δεκαριά μόνιμους κατοίκους. Κατά τ'
άλλα, ο κυρ Πλάτωνας μαζεύει ακόμη το μέλι και ο κυρ Κλέαρχος βόσκει ακόμη τα
πρόβατά του στις πλαγιές της Γράδιστας. Μα τι γίνεται, πολλά αρχαία ονόματα δεν
μαζεύτηκαν στο Καπέσοβο; «Δίνονται από τον 19ο αιώνα, αφ' ενός γιατί οι
Ζαγορίσιοι είναι μορφωμένοι, με κλασική παιδεία, αφ' ετέρου γιατί έτσι ήθελαν
να τονώσουν το φρόνημα και την ελληνικότητα της ακόμη τουρκοκρατούμενης
περιοχής. Αργότερα, τα αρχαία ονόματα καθιερώθηκαν στο Καπέσοβο γιατί το χωριό
έβγαλε πολλούς δασκάλους», μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης. «Στα χρόνια της
παρακμής το χωριό, για να αντέξει, έβγαζε δασκάλους. Η οικογένειά μου έχει
δώδεκα εκπαιδευτικούς. Παιδικό μας παιχνίδι ήταν να μετρήσουμε πόσους δάσκαλους
έχει το χωριό»…
Στο
κέντρο του χωριού υπάρχει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μνημεία του Ζαγοριού.
Είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, του 1793, με μοναδικές τοιχογραφίες στο
εσωτερικό της φτιαγμένες από τους περίφημους Καπεσοβίτες ζωγράφους
Ωραία
ζωγραφική, σπουδαία τέχνη και τι χρώματα… «Οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι εμφανίζονται
σχεδόν από το 1730, αλλά έως το 1800 περίπου δεν έχουμε επώνυμα», λένε οι
Καπεσοβίτες, δείχνοντάς το πανηγύρι των χρωμάτων στους τοίχους της εκκλησίας
του Αγίου Νικολάου. Τοιχογραφίες λαϊκών μαστόρων, αλλά με σπουδαία τέχνη,
φτιαγμένες με σαφείς δυτικές επιρροές.
Οι
Καπεσοβίτες ζωγράφισαν πάμπολλους ναούς, φορητές εικόνες και χρύσωσαν πολλά
τέμπλα στη Βόρεια Ελλάδα.
Ήταν
επαγγελματίες ζωγράφοι (όχι περιστασιακοί λαϊκοί αγρότες -ζωγράφοι) με μόρφωση
(η οποία είχε σχέση με την περίοδο του λεγόμενου νεοελληνικού Διαφωτισμού στα
Ιωάννινα) και απόλυτο καταμερισμό εργασιών. Τρεις οικογένειες έδρασαν έως τις
αρχές του 19ου αιώνα, όταν εμφανίζεται το επώνυμο Μπογάς για τους Καπεσοβίτες
ζωγράφους (από τις μπογιές που χρησιμοποιούσαν). Σε επίπεδο αξίας είναι σίγουρα
εφάμιλλοι με τους διάσημους Χιονιαδίτες. Εξάλλου, καπεσοβίτικα ανθίβολα
χρησιμοποιούσαν οι Χιονιαδίτες… Στον βορινό τοίχο, η τοιχογραφία του
Ιωαννούτσου Καραμεσίνη ορίζει τον κτίτορα του ναού: λάμψη στο βλέμμα, γουναρικά
και μανδύας των ηγεμόνων, τιάρα πολυταξιδεμένου πλούσιου Βαλκάνιου.
Ακριβά
κερδισμένη ζωή...
Διαβάζοντας
το βιβλίο του Θουκυδίδη Π. Παπαγεωργίου, με γύρισε πίσω στην δεκαετία του 60,
στο χωριό μου.
Διαβάζοντάς
το, χόρτασα και χορτάσαμε όσοι το διαβάσαμε, από μνήμες, μυρωδιές, εικόνες,
σαλαγίσματα και βελάσματα γιδοπροβάτων, μια οχλοβοή ζωής με τα παιχνίδια και
τις φωνές των παιδιών στα γεμάτα σχολειά μας, τα γεμάτα μαγαζιά και καφενεία
(τώρα έγιναν καφετέριες και ανοίγουν μόνο για τους ξένους!!!!), τα γεμάτα
σπίτια.
Τότε
που στα χωριά μας ο χειμώνας δεν ήταν μακρόχρονος βαθύς ύπνος, αλλά χαρούμενο
ξαπόσταμα από τις δουλειές και τον αγώνα της επιβίωσης. Δουλειές και αγώνας που
γέμιζαν τ’ αμπάρια και τα κελάρια μ’ αλεύρια, τυριά, βούτυρα και τουρσιά,
παστουρμάδες, κρασιά, σουμπέκια. Και οι γυναίκες έβρισκαν την ανάσα και τον
χρόνο να πιάσουν τα «κλειτσιά» και τις βελόνες για τα μάλλινα χειμερινά της
οικογένειας.
Τότε
και τώρα:
Δυο
κόσμοι, δυο χώροι και δυο τρόποι ζωής, που δεν μοιάζουν σε τίποτε μ’ αυτούς του
σήμερα.
Τον
τελευταίο καιρό, βέβαια, δεν περνά μέρα που να μην ακούμε, να μη βλέπουμε, να
μη διαβάζουμε προτροπές, εκκλήσεις και συμβουλές για… «επιστροφή στο χωριό»,
«επιστροφή στη γη», «επιστροφή στον πρωτογενή …τομέα.
Τώρα
που η μισή Ελλάδα έγινε χέρσος τόπος από την εγκατάλειψη. Ούτε μας λένε το πώς
θα γίνει αυτό. Γιατί όλες αυτές «οι επιστροφές» για να γίνουν προϋποθέτουν
πολλά. Χρειάζονται ανατροπές πολιτικών, νοοτροπίας, μεθόδων, θεσμών. Θέλουν
δουλειά πολύ και σχέδιο και πρόγραμμα και κίνητρα και στήριξη επιστημονική και
υγιείς συνεταιρισμούς, (όχι σαν αυτούς τους μέχρι σήμερα).
Το
ρημαδιό της υπαίθρου και του πρωτογενή τομέα δεν αντέχεται πια.
Τα
επιχείρια αυτής της άμυαλης και καταστροφικής πολιτικής, από τα χρόνια της
Απελευθέρωσης και δώθε πληρώνουμε και θα πληρώνουν πολλές γενιές ακόμη. Αλλά
«Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε / ένας δίσκος με αντίδωρα / κανένας δεν την
χόρτασε», όπως λέει ο δικός μας Ηπειρώτης ποιητής Μ. Γκανάς από τον Τσαμαντά.
Κερδιζόταν
ακριβά τότε η ζωή στα χωριά μας, λέει ο Θουκυδίδης κι έτσι ήταν. Όμως, όσο
σκληρός αγώνας ήταν αυτή η ζωή, ήταν ατόφια ζωή, όπως όλοι οι αγώνες κι όλα τα
ακριβοπληρωμένα πράγματα στον κόσμο.
Καλοτάξιδο
το βιβλίο αγαπητέ Θουκυδίδη.
Και
επειδή έρχεται ο χειμώνας, καλό ξεχειμώνιασμα σε όλους και στο Ζαγόρι και στην
«'Ήπειρο μας», που τελευταία ζορίζεται και σφίγγει τα δόντια να κρατηθεί και να
συνεχίσει.
Και
καλό ξεχειμώνιασμα στην Ελλάδα μας, από τον μεγάλο χειμώνα της οικονομικής
κρίσης
Κώστας Κωνής
Αντιπρόεδρος της ΠΣΕ