Από την ομιλία του Τέως Προέδρου της Ελληνικής
Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου, στην έναρξη των εργασιών του 6ου Παγκόσμιου
Πανηπειρωτικού Συνεδρίου, όπου δήλωσε την Ηπειρώτικη καταγωγή του, που
διοργανώθηκε στην Ηγουμενίτσα, τη περίοδο 26-29 Αυγούστου 1999.
''Εχω
το προνόμιο να κατάγομαι από μια περιοχή η οποία φιλοξενεί εδώ και πάρα πολλά
χρόνια πάρα πολλούς Ηπειρώτες και Βορειοηπειρώτες. Είμαστε όλοι πολύ υπερήφανοι
γι’ αυτούς, για όσα προσφέρουν όχι μόνο στην παλιά τους πατρίδα, αλλά και στην
καινούρια τους πατρίδα όπου κι αν είναι στην Ελλάδα.
Είναι
ένα σπουδαίο κομμάτι όλων των ελληνικών κοινωνιών οι Ηπειρώτες εκτός Ηπείρου.
Δεν
λησμονούν την πατρίδα, επιστρέφουν σε κάθε ευκαιρία, ξαναφτιάχνουν τα σπίτια
τους, προσπαθούν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο, συγκροτούν συνέδρια και είναι
άξιοι του ονόματος του Ηπειρώτη το οποίο ποτέ δε λησμονούν. Και θα ‘θελα να
αναφερθώ και στο πιο πολύτιμο κομμάτι της Ηπείρου, τη Βόρεια Ήπειρο και στους
Βορειοηπειρώτες αδελφούς τους.
Εγώ δεν ξέρω τι τόνους να χρησιμοποιήσω, μάλλον
τόνους ηπιότερους. Όταν αναλογίζεται κανείς πόσα τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι επί
50 ολόκληρα χρόνια αποκομμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αποκομμένοι από τους
υπόλοιπους Έλληνες. Και δεν ήταν μόνον η απομόνωση, ήταν η σκληρή ζωή κάτω από
ένα αβάσταχτα σκληρό καθεστώς του οποίου ξέρουμε όλοι τη συμπεριφορά του και
δεν χρειάζεται να διαβάζουμε όσα βιβλία έχουν γραφεί από ανθρώπους που
ταλαιπωρήθηκαν σ’ αυτή την ιερή περιοχή.
Για να
γνωρίζουμε τα πόσα πέρασε η Βόρειος Ήπειρος και ίσως ακόμη πόσα περνά, γιατί βέβαια
άλλαξε η κατάσταση και δεν είναι συγκρίσιμη με την εποχή την οποία προηγουμένως
εμνημόνευσα. Αλλά έχει ακόμη αξιώσεις η Βόρειος Ηπειρος. Έχουμε κι εμείς κάθε
ενδιαφέρον γι’ αυτήν, όχι πλέον αξιώσεις, δικές μας ή δικές τους, εδαφικής
επέκτασης. Αυτά τέλειωσαν και το ξέρουμε όλοι πολύ καλά και δεν έχουμε καμιά
διάθεση να επανέλθουμε σ’ αυτές τις εποχές. Εχουμε όμως κάθε δικαίωμα και εμείς
και εκείνοι να ζητούμε τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των και να
ενδιαφερόμεθα γι’ αυτήν. Αλλά κι εμείς να μπορούμε να προσφέρουμε για τη
βελτίωση αυτής της ζωής. Η Αλβανία είναι ένα κράτος με πολλές ανάγκες κι ίσως
πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι πάντοτε σε θέση αυτή την περιοχή και
αυτούς τους υπηκόους της να τους φροντίσει όπως θα άξιζε να το κάνει. Έχουμε εμείς
υποχρέωση που βρισκόμαστε στην καλύτερη οικονομική θέση και μπορούμε να το
κάνουμε Σε όλα τα χωριά της Βορείου Ηπείρου υπάρχουν μικρές ανάγκες εν σχέση με
τις δυνατότητες μας, υπάρχουν ανάγκες για δρόμους, για υδραγωγεία, για φωτισμό,
για μικροπράγματα θα έλεγα τα οποία όμως θα ήταν πολύτιμα προκειμένου να
συγκρατήσουν τους Βορειοηπειρώτες στον τόπο τους και προκειμένου να τους
προσφέρουν κάποια άνεση στη δύσκολη, στερημένη ζωή τους. Έχω μια μεγάλη
περηφάνεια την οποία δεν διστάζω κάθε φορά να τη λέω και πιστεύω ότι πρέπει να
την πω και τώρα, έχω μια ρίζα βορειοηπειρωτική για την οποία είμαι εξαιρετικά
υπερήφανος.
Είμαι
από τη Δρόβιανη της Βορείου Ηπείρου, ένα χωριό που δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ,
μεταξύ Δελβίνου και Αγ. Σαράντα, το οποίο το σκέφτομαι πολλές φορές.
Δεν
μπόρεσα να κάνω πολλά πράγματα ή σχεδόν τίποτα γι’ αυτό, αλλά ο σύνδεσμος που
υπάρχει μ’ αυτό το χωριό της Βορείου Ηπείρου είναι πάντα μέσα μου ζωντανός. Και
θέλω να απευθύνω όχι μόνο στους Δροβιανίτες, αλλά σε όλους τους Βορειοηπειρώτες
ένα θερμότατο χαιρετισμό αγάπης.
Θέλω να
αναφερθώ και σε ένα άλλο κομμάτι που το οποίο εμνημονεύσατε, κύριε πρόεδρε, και
κάματε πολύ καλά, στους βλάχους της Βορείου Ηπείρου. Δεν αναφέρουμε στους
βλάχους της Ελλάδος, γιατί αυτοί δεν έχουν καμία διαφορά όπως δεν έχουν και οι
βλάχοι της Βορείου Ηπείρου, αλλά θα πω το λόγο για τον οποίο διακρίνονται από
τους υπολοίπους. Δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ των υπολοίπων Ελλήνων και των
βλαχοφώνων Ελλήνων. Αλλά με τους βλάχους της Βορείου Ηπείρου αργήσαμε να ‘ρθούμε
σε επαφή. Ερχόμαστε τώρα τα τελευταία χρόνια. Και πληροφορούμε αυτές τις επαφές
με την πιο μεγάλη ευχαρίστηση και ικανοποίηση, διότι είναι ένα κομμάτι του
ελληνισμού που πρέπει να διεκδικήσει και αυτό την αναγνώριση ότι μετέχει στην
Μειονότητα την Ελληνική και είναι τοποθετημένο γεωγραφικά, τοπικά προς την
πλευρά της Κορυτσάς. Εκείθεν που πρέπει να αναγνωριστεί και αυτή ως μειονοτική
περιοχή, όπως πρέπει ν’ αναγνωριστούν ως μειονοτικές περιοχές, όχι μόνον
εκείνες που επί παλιά αναγνωρίζοντο από το παλιό και το σύγχρονο καθεστώς, αλλά
όλες εκείνες που βάση των συγχρόνων διατάξεων και των συνθηκών περί μειονοτικών
περιοχών πρέπει να αναγνωριστούν ως μειονοτικές. Και αναφέρομαι και στη Χιμάρα
μέχρι την Κορυτσά.
Είναι
οι βλάχοι όχι μόνο ένα πολύτιμο κομμάτι του ελληνικού έθνους και γνωρίζουν πολύ
καλά όλες τις αποδεδειγμένες ρίζες περί της καταγωγής του, αλλά αυτό που θέλω
να πω στους βλάχους της Β.Η. είναι να γνωρίζουν ότι οι βλάχοι της Ελλάδος
αποτελούν ένα πολύτιμο κομμάτι του ελληνικού λαού που δεν είναι μόνο
εγκατεστημένο στις δυο πλαγιές της Πίνδου ή οπουδήποτε αλλού υπάρχουν οι εστίες
των βλάχων. Είναι πολύτιμο κομμάτι της αστικής τάξεως της Ελλάδος. Δεν είναι
μόνο κτηνοτρόφοι πια οι βλάχοι. Σε όλα τα τμήματα της Ελλάδος, σε όλα τα
επαγγέλματα, σε όλες τις επιστήμες, σε όλα τα κλιμάκια της κοινωνικής ζωής
συναντά κανείς τους αγαπημένους μας αυτούς αδελφούς, οι οποίοι σήμερα έχουν μια
υποχρέωση: να έρθουν το συντομότερο σε επαφή με τους βλάχους της Βορείου
Ηπείρου, να τους ενθαρρύνουν, να τους ενδυναμώσουν, να τους προσφέρουν για να
μπορέσουν να αποτελέσουν κι εκείνοι ένα δυνατό κρίκο μεταξύ εκείνων και ημών
των υπολοίπων.
Είμαι
βέβαιος ότι θα το κάνουν, όπως είμαι βέβαιος ότι και η ελληνική πολιτεία θα
στρέψει με στοργή τη σκέψη της και το πρόσωπο της προς αυτούς τους ξεχασμένους
Έλληνες''.