«Ντρέπομαι.
Η πόλη
που γεννήθηκα και μεγάλωσα ξέρω πως ήταν πόλη του εμπορίου και των γραμμάτων.
Ξέρω πως ήταν η πόλη από όπου κατάγονταν οι περισσότεροι εθνικοί ευεργέτες.
Ξέρω πως ήταν η πόλη που πρωτοστάτησε στο Νεοελληνικό Διαφωτισμό, όπου
σπούδασαν οι περισσότεροι σπουδαίοι εκπρόσωποί του. Ξέρω πως ήταν η πόλη που
για αιώνες κατοικούνταν από τρεις κοινότητες, οι οποίες συνηπήρχαν και
προόδευαν η μια δίπλα στην άλλη. Για τη συνέχεια ξέρω πως ήταν η πόλη που
συμμετείχε σε κάθε αγώνα αυτού του λαού, σε κάθε κοινωνικό κίνημα και
διεκδίκηση. Ξέρω πως είναι η πόλη κέντρο εμπορικό, οικονομικό μα προπάντων
πολιτιστικό και πνευματικό μιας ευρύτερης περιοχής με πανελλαδική εμβέλεια.
Ντρέπομαι.
Γιατί
κάποιες σβάστικες από (προ)χθές το βράδυ βεβηλώνουν την ομορφιά του κάστρου,
βεβηλώνουν την ιστορία της πόλης μου, βεβηλώνουν την ίδια μου την ιδιότητα ως
εκπαιδευτικού, βουλευτή αλλά κυρίως ως ανθρώπου.
Θυμώνω.
Γιατί
αυτοί που τόλμησαν κάτι τέτοιο δεν έχουν καμιά θέση στην ιστορία αυτής της
πόλης. Δεν έχουν καμιά θέση στο κοινωνικό της γίγνεσθαι και στις αναζητήσεις
της. Δεν έχουν θέση στον ανοιχτό της ορίζοντα τον περίκλειστο από βουνά. Δεν
έχουν θέση στις αξίες και τις προοπτικές της. Δεν έχουν θέση ανάμεσά μας. Είναι
αποκρουστικοί και δεν είναι συνάνθρωποι.
Παλεύουμε.
Γιατί ο
ναζισμός δεν έχει θέση στην ελληνική κοινωνία. Δεν έχει θέση στην ανοιχτή
δημοκρατία, δεν έχει θέση στην Ελλάδα που ονειρευόμαστε για μας και για τα
παιδιά μας. Δεν έχει θέση στην πόλη μου. Γιατί η πόλη μου είναι η πόλη μας και
σ’ αυτή την πάλη πρέπει να είμαστε όλοι μαζί.»