Αντί
εισαγωγής
Η
«Εποχή»
Ο Θωμάς
Ιωάννου γεννημένος στην Άρτα το 1979 μεγαλώνει στην Πρέβεζα. Σπουδάζει Ιατρική
στην Αθήνα και ειδικεύεται στη Νευρολογία. Ποιήματά του δημοσιεύονται
ενδεικτικά στα λογοτεχνικά περιοδικά «Σημειώσεις», «Οδός Πανός», «Μανδραγόρας»,
«Ένεκεν» και στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας. Με την πρώτη του συλλογή,
την Ιπποκράτους 15, μοιράζεται με τον Θωμά Τσαλαπάτη και τον «κύριο Κρακ» του
το κρατικό βραβείο ποίησης πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή. Ενώ ζει και εργάζεται στα
Ιωάννινα εμφανίζεται δραστήριος, τόσο στην πρωτεύουσα των Αθηνών όσο και στη
Θεσσαλονίκη, υπηρετώντας το ποιητικό μας σώμα, καθώς φαίνεται ως μέρος ή ως
εκδοχή της όποιας “εξέλιξής” του. Επίσης, κατορθώνει να “ενσωματωθεί” στη
συντακτική επιτροπή του περ. «Τα ποιητικά» των εκδ. Γκοβόστη και πλέον
αναμένουμε κι από εκεί την προσφορά του, όπως και τη δεύτερη φωνή του. Τέλος,
αξίζει να σημειωθεί, πως του αναθέτουν και το ποιητικό ανθολόγιο της εφημερίδας
Αυγής κατά τον μήνα Μάιο του 2014.
Κατεβαίνω
στην περίπτωσή του αυτοσχεδιάζοντας, σχεδόν τζαμάροντας υπό τους ήχους του
Ιάννη Ξενάκη, την αποτυχημένη απόπειρα πνιγμού του Κώστα Καρυωτάκη και τα
«γνωστά» μυγοχέσματα, δηλ. τα τυπογραφικά στοιχεία, κατά τον Βύρωνα
Λεοντάρη. Σκεπτόμενος όμως ταυτόχρονα
τόσο την τοπική αναφορικότητα της ποίησής του −που τον βαραίνει− όσο και
διερωτώμενος γιατί τελικά επιλέγει ως τίτλο το Ιπποκράτους 15, που φαίνεται να
εξαντλείται σε μια προσωπική αναφορά; Ο νέος ποιητής σημειώνει ενδεικτικά στη
«Βιαστική ψυχή», δένοντας τους Καρυωτάκη και Λεοντάρη, σε ένα κομβικό ποίημα
που τον συνοψίζει θαρρώ, τόσο στην αυτο-θέαση όσο και στην ποιητική του:
Μου
έλαχε βιαστική ψυχή
Ήθελε
να προλάβει
Πρώτη
να φύγει στην εκκίνηση
Δεν
περίμενε την πιστολιά του αφέτη
Είχε ακούσει ήδη
Τη
γενέθλια πιστολιά της Πρέβεζας
Εκτινάχθηκε
απ’ τη βαλβίδα ασφαλείας
Να
κόψει πρώτη το νήμα της ζωής
Να
σπάσει το φράγμα του ήχου της ήττας
Με τον
«ήχο της ήττας» να μας παραπέμπει στη «γενιά της ήττας» και στην οπτική του
Λεοντάρη, αλλά και με «τη γενέθλια πιστολιά» να μας πηγαίνει προς την «επιλογή»
του να ταυτιστεί ίσως –τουλάχιστον αφετηριακά– με τον αυτόχειρα της Πρέβεζας,
τον Καρυωτάκη.
Ένας
«καρυωτάκης» που φέρεται επίμονα ως φορέας της «αποξένωσης» και της
αδρανοποίησης −όπως αυτή εκδηλώθηκε στην περίπτωσή μας πρώτα στον μεσοπόλεμο−
επιπρόσθετα όμως, στην περίπτωση που μας απασχολεί εδώ, επιφορτισμένος με την
«αδιαφορία», τον «φόβο», την αμηχανία και την κυνικότητα της εποχής μας, όπως
αυτή εκδηλώνεται πρωτίστως ως σημασιολογική δομή, ως η ιδεολογία δηλαδή της
«πολυπρισματικότητας» και της ρευστότητας του σύγχρονου διεθνούς
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Μια “εποχή” και η οικονομία της που καταγράφονται
ενδεικτικά και «πειστικά» στο ποίημα «Το ύψος της αποτυχίας».
Διαβάζουμε λοιπόν:
Διαβάζουμε λοιπόν:
χωρίς
πρόσωπο στην αγορά
Προσημειώνεται
η ύπαρξή σου
αλλά
και:
Ενέχυρο την έβαλα
Ενέχυρο την έβαλα
Για μια
καλύτερη ζωή;
[…]
«απασφαλίσετε
Αυτή τη
χειρογραφοβομβίδα
(«Ασφάλεια
ψυχής»)
ποίημα
που δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδο στο περιοδικό Ένεκεν του Απρ.-Ιουν. 2011 (τχ. 20),
την περίοδο δηλαδή που όχι απλά οργανώνονταν αλλά ήδη οδεύαμε στην ελεγχόμενη
μας χρεοκοπία. Ένας «έλεγχος» που εκτόνωσε το κυρίως βάρος πάνω μας
–απαλλάσσοντας τα κέντρα κυρίως του Βερολίνου και του Παρισιού–, διαλύοντας
έτσι σε ένα σημαντικό βαθμό, πέρα από τις τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία,
τον κοινωνικό ιστό και την μεσαία μας τάξη.
Ένας γκρεμός, κειμενικός και μη,
Και η
επακόλουθη αμηχανία
Ο νέος
ποιητής μας λοιπόν ορμά προς έναν κειμενικό γκρεμό σκηνοθετώντας τον εαυτό και
την σκηνή με τον «φακό της γραφίδας του». Μας λέει μάλιστα με μια δόση
ευκολίας:
Επιδέξιοι
σκιέρ
Τεχνίτες
του στίχου
αλλά
και:
Θα
βρεθείς σε κάποιο γκρεμό
Ξεχνώντας
να βάλεις τελεία
[…]
Παράτα τα όσο είναι καιρός
Έρχεται
χιονοθύελλα
Κι
είμαστε πια οριστικά αγνοούμενοι
Ανάμεσα
σε τόσα αποσιωπητικά
(«Δελτίο
Θυέλλης»)
δηλώνοντας
με τέχνη −πέρα από το δέσιμο της ποιητικής με τη ζωή− την ανασφάλεια του, και
δικαιολογώντας ίσως εν μέρει το πάτημα, πάνω από το «κανονικό», στους ώμους
τρίτων-ομότεχνων. Ο Λεοντάρης συγκεκριμένα εμφανίζεται στο μότο που ανοίγει το
σύνολο της συλλογής κι εύλογα αναρωτιόμαστε πώς κάνει ένας φαινομενικά καλός
ποιητής ένα τέτοιο λάθος; Μας παραθέτει λοιπόν: «Να απελπιστώ λοιπόν ας έχω
αυτό τουλάχιστον το θάρρος» (Βύρων Λεοντάρης).
Κι εδώ οφείλουμε να σημειώσουμε πως κάποιος που σημειώνει «πως
απαιτείται θάρρος για να απελπιστεί», απέχει −κατά τη θεώρησή μας πάντοτε−
αρκετά από τη στόφα των τραγικών και των ιδιόρρυθμα σακατεμένων, των
αριστοτεχνικά ιδιοφυιών και ανισόρροπα ισορροπημένων, αλλά και μονοκόμματα
ταγμένων ανθρώπων. Είναι σαν να δηλώνει ενδεχομένως πως του αρκεί να είναι
δεύτερος. Είναι βέβαια και αυτή μια «στάσις, νιώθεται».
Κι εδώ ίσως να
εντάσσεται κι η αποδοχή και το μοίρασμα του κρατικού βραβείου ποίησης (του
πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή) με τον Θωμά Τσαλαπάτη, όπως και η βιασύνη του
“γενιο-κεντρικού” Γιώργου Μαρκόπουλου που σημειώνει με αφορμή τον «Κύριο Κρακ»
του συν-βραβευμένου ποιητή: «Ο Θωμάς Τσαλαπάτης με βάση τα θεωρητικά κείμενά
του που έχουν δει μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας στις εφημερίδες αλλά και
στα πιο έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας θεωρείται ήδη ένας από τους πιο
σημαντικούς, αν όχι ο σημαντικότερος, κριτικός της γενιάς εκείνης που
εμφανίστηκε στην ποίησή μας λίγο πριν ή λίγο μετά τις αρχές της δεκαετίας του
2000, κάνοντας πράγματι ιδιαίτερη αίσθηση αλλά και κομίζοντας μιαν άλλη
φρεσκάδα με τα δικά της γνωρίσματα», συγκρατώντας φυσικά πως μιλάμε για
ανθρώπους που βρίσκονται στα τριάντα τους μόλις χρόνια και πως ο Θ.Τ. το 2000
(+-) που αναφέρει ο Μαρκόπουλος ήταν μόλις 16 χρονών.
Οι
εμμονές: Ο Καρυωτάκης, η ποιητική και η ιατρική ιδιότητα και ο έρωτας
Ας
σταθούμε όμως σύντομα στις εμμονές του Ιωάννου όπως αποκαλύπτονται σε αυτή την
πρώτη συλλογή. Ο Καρυωτάκης πρωταγωνιστεί άμεσα ή έμμεσα −φανερά ωστόσο− σε
πέντε τουλάχιστον ποιήματα, με την σκιά του να επιβαρύνει και να σκεπάζει κι
άλλα. Σε ορισμένα προκαλεί ιδιαίτερες φωτοσκιάσεις κι άλλου τύπου αντανακλάσεις
με έναν ήχο υπόκωφο και μερικώς αφομοιωμένο, αλλά και μεταποιημένο κατά
περίπτωση. Η συλλογή επίσης εμπεριέχει πάνω από δέκα ποιήματα με θέμα την
ποιητική, τον ποιητή ή το ίδιο το ποίημα, ενώ η ποιητική “γενιά” κάνει την
εμφάνιση της επίσης μια φορά, σε μια συνολικά υπερβολική δόση. Επτά ποιήματα
δηλώνουν ή και δομούνται γύρω από την ιατρική ιδιότητα και το περιβάλλον της
(βλ. ενδεικτικά την πρακτική της εφημερίας). Επίσης, αρκετά ποιήματα ερωτικά,
σε διάφορες επικαλυπτόμενες εκφάνσεις παίζουν εμμονικά και επαναλαμβανόμενα,
γύρω από τον ανεκπλήρωτο έρωτα και τη μη πληρότητα του προσώπου μέσω του έρωτα
(η αφήγηση ή η μνήμη είναι έντονα παρούσα εδώ), ενώ φορές ο ποιητής-ιατρός
εμφανίζεται στη συνείδηση του κατώτερος των προσδοκιών του, ασκώντας και την
αυτοκριτική του. Σε αυτά τα πλαίσια, αξίζει να σημειωθεί, πως η αδυναμία της
μνήμης −ως μια άλλου τύπου διαφύλαξη− δηλώνει ιδιότυπα και επιτυχημένα παρόν.
Άλλα «θέματα», τέλος, όπως των αθλημάτων, του τζόγου και του παιγνιδιού, “θυμίζοντας” εδώ και τον ποιητή-κριτικό
Αντώνη Ψάλτη, εμφανίζονται στη συλλογή καθιστώντας δυνατή και μια άλλη
«σύνθεση-άρθρωση» και άρα ανάγνωση του όλου της συλλογής μέσω κι αυτών των
κατηγοριών.
Οι
προθέσεις του ποιητή φαίνεται να ξεκαθαρίζουν συνοπτικά στο ποίημα «Χρόνιο
περιστατικό». Σε ένα μετα-σαχτουρικό −πέρα από καρυωτακικό− κλίμα βλέπουμε τον
ποιητή να περνά στο δίπολο θνητότητας-έρωτα, θυμίζοντας μέχρι και το Ασθένεια
προς θάνατον του Κίρκεγκωρ. Ως ποιητής-ιατρός προς θάνατον στη περίπτωσή του
λοιπόν μας λέει:
Και τα
λευκά χάρτινα κύτταρα
Να
πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα
Καταλαμβάνοντάς
με
Έως
μυελού των οστέων
(«Ποιητής
τελικού σταδίου»)
Εδώ να
υπογραμμισθεί κι ένας καφκικός τόνος με μια όμως αλλιώτικη «χρωματικότητα», καρκινικού, ίσως
μικροβιολογικού τύπου. Το τρίπολο έρωτας-ιατρική-ποίηση το συναντούμε και στο
Ξέρω,
δε θα βρεθεί αντίδοτο
Στο
δηλητήριο της ύπαρξης
Φαρμακωμένοι
θα φεύγουμε
Από την
ξενιτειά του κόσμου
όπως
και στο:
Έτσι
και τα φιλιά μας πικρίζουν κάποτε
Είναι
τότε που τα λόγια μας
Σταλάζουν
τη μελάνη τους
Στους
βλεννογόνους της νύχτας
για να
κλείσει με τον στίχο: «Έστω μια απλή περιποίηση τραυμάτων», υπενθυμίζοντας μας
σε μια αντιστροφή τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον οποίο εξάλλου θυμόμαστε και στο
«Το υστερόγραφο του έρωτα»: «Ας θυμηθούμε εκείνους που εξομολογήθηκαν/ Με
αναμμένα κάρβουνα στο στόμα τους».
Ποίημα
που δένει την ποιητική με την ιατρική ιδιότητα του ποιητή είναι και τα «Μέτρα
προστασίας»: «τα σημάδια στο σώμα μας/ Άλλαξαν χρώμα και μέγεθος/ Και
προβάλλουν ως τίτλοι τέλους», ενώ η διστακτικότητα κι ένας τύπος «μυγιάγγιχτου»,
θα λέγαμε, ψυχισμού παρατηρείται στο «Παράλυση βλέμματος» με τους
χαρακτηριστικούς στίχους: «Πασχίζεις/ Nα καθαρίσεις το πρόσωπό σου/ Από τα
βλέμματα των άλλων». Η απόσταση-πίεση του ποιητή από την άλλη εκδηλώνεται
επιτυχημένα στο «Δεν αστειεύεται» και η μη προσαρμογή επίσης στο φαινόμενο του
κόσμου, συνδυασμένη με μια απόσταση πάλι, συναντάται στο ποίημα «Εγκατάλειψη
εαυτού». Ο έρωτας που δεν οδηγεί στην πληρότητα είναι επίσης παρόν και εδώ.
Διαβάζουμε:
Τι θα
της πεις που άλλη μήτρα δε γνώρισες
Παρά
μονάχα κόλπους όπου
Ως κύμα
ορμητικό ριχνόσουν
Κι
έπειτα αποσυρόσουν
Με
σπλάχνα στείρα ζωής
όπως
και στους στίχους: «Πρόσφυγας από σώμα σε σώμα», «Τα χνώτα σου μυρίζουν μοναξιά», αλλά κυρίως στο:
Σώμα
που τα ’βαλες με τη βαρύτητα
Τραγούδα
το πένθιμο και κατακόρυφο
Εμβατήριο
σου
Με όλη
την ένταση του τέλους
σε μια
από τις καλύτερες ίσως στιγμές του, που όμως και πάλι πηγάζει με αρκετή ορμή
από τον Καρυωτάκη.
Τα
ποιήματα συνολικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βιωματικά −τουλάχιστον στη
διάθεσή τους− συνδυασμένα με μια εκ των υστέρων τοποθέτηση νοητικής
προτεραιότητας, όπου αποκαλύπτουν πρωτίστως το πρόσωπο του ποιητή, το οποίο
φέρεται κυρίαρχα να εξέχει, παρά την όποια διστακτικότητα και την ευγένεια του
(μια ρίζα των παραπάνω βλέπουμε ενδεικτικά στο «Απώλεια ύψους»). Τα παραπάνω
συνδυασμένα με την αμηχανία συναντώνται στο ποίημα «Αμήχανοι εκ γενετής»:
Δεν
ξέρουμε
Τι να
κάνουμε
Το
στόμα και τα χέρια μας
[…] Και
χρησιμοποιούμε την ποίηση
Αυτή τη
διάλεκτο των νεκρών
Κάνοντας
σήματα καπνού στο πουθενά
όπως
και στο: «Δεν ξέρουμε/ Να φιλάμε και ν’ αγγίζουμε», προσπαθώντας ίσως να
μιλήσει για μια “γενιά”, τη “γενιά” του, γενικεύοντας φυσικά αποτυχημένα, και βλέποντας
ενδεχομένως ταυτόχρονα την ποίηση ως υποκατάστατο του έρωτα. Το «πουθενά» του
ποιήματος φαίνεται να ταυτίζεται στην περίπτωσή του με την παραίτηση, γυρνώντας
μας άλλη μια φορά στον «μισθωτό που χτες ξεβράστηκε» και στο «πρωί πρωί τι
θέλει ο υποχόνδριος» κατά τους Ισολογισμούς του Γιάννη Δάλλα, που αναφέρονται
στον αυτοκτόνο της Πρέβεζας.
Το
«εγώ» του ποιητή, συγχρονισμένο με την εποχή και ίσως μακριά από την
ιδιοσυστασία του, δείχνεται γενικά διογκωμένο, συνοδευόμενο όμως ταυτόχρονα με
την απόφαση της παραίτησης. Βλέπουμε ενδεικτικά στο ποίημα «Μελλοζώντανος»:
Όπλιζα
τα κοντόκαννα λόγια μου
Μήπως
κάποτε σημαδέψουν σωστά
[…]
Ίχνη μιας γραφής που στράφηκε εναντίον σου
Που δε
θα πυροδοτήσει ποτέ
Μια
κατά ριπάς πραγματικότητα
και:
Διάτρητος
από λάθη
Μελλοζώντανος
Που
παρακαλεί να του δοθεί
Η χάρη
να πεθάνει
εφαπτόμενος
κι με άλλα όμοια, που τείνουν όμως −έστω και ως ψήγματα− προς το μελοδραματικό.
Ψήγματα
τέλος ενοχής συναντούμε στο «Σημείο τήξεως» και στον ενδεικτικό στίχο «Τα κατά
συρροή εγκλήματα της σάρκας». Χαρακτηριστικοί και επιτυχημένοι επίσης είναι οι
ακόλουθοι στίχοι που αξίζει να συγκρατηθούν:
Σε
τέτοιες ακραίες συνθήκες
Ίσως
μόνο η ποίηση μπορεί
Με τα
σκουριασμένα εργαλεία της
Να
καταγράψει με ακρίβεια
Την
ισοηλεκτρική γραμμή της ύπαρξης
και που
μας περνούν σε μια κάποια, έστω μετρημένη «λύση», δηλ. στην ίδια την ποίηση που
«ίσως μπορεί». Κι ακολουθεί η παραδοχή –έστω κι αν το ποίημα είναι σατιρικό και
όχι αυτοσατιρικό− ή αλλιώς η «περιγραφή» της ταυτότητας: «Ένα εξωτικό ωδικό
πτηνό πια/ Στο χρυσό κλουβάκι της ζωής/ Παπαγαλίζεις όνειρα» κι η αυτονόητη
ακόλουθη παραίτηση («Παπαγαλεία ονείρων»). Και το συμπέρασμα; Μάλλον το
συναντούμε στο ποίημα «Μας τρέχουν τα λόγια». Το ποίημα αρχίζει: «Μας
μπουκώσανε με τη ζωή/ Με το κουτάλι φάγαμε/ Το δήθεν θαύμα της», για να
κλείσει: «Μας τρέχουν τα λόγια/ Σαλιαρίζουμε με αλληγορίες/ Αλλά δεν μπαίνουμε
στο ψητό», κρίνοντας εδώ, παραφράζοντας τον Καβάφη, πως πρόκειται για «πράγματα
συμπαθητικά, δικά μας, ποιητικά», αλλά μέχρι εκεί.
Συνοψίζοντας
κατά κάποιον τρόπο, τα ποιήματα του Ιωάννου σπιθίζουν από ένα μίγμα
μελαγχολίας, ευφυΐας και μιας γλυκιάς ειρωνείας, που προκύπτει τόσο από την
ιδιαίτερη απόσταση που διατηρεί από τον εαυτό του, ως δρώμενο και ως αυτόματο,
όσο και από τις δυνάμεις και τις εκφάνσεις της εποχής. Μια απόσταση που
διατηρείται και είναι διπλή, τόσο ως απόσταση μιας «ψυχής» που μαλακώνει σε
σημεία στην πορεία της στο ρευστό του κόσμου (ας την ονομάσουμε απόφαση του
νου), και που ίσως το παρατηρεί χωρίς να εφάπτεται απαραίτητα μαζί του, κι από
την άλλη μια απόσταση που πιθανώς ριζώνει στα παιδικά βιώματα και την
διαμόρφωση του τότε ψυχισμού σε μια τύπου προσκόλληση (ας την χαρακτηρίσουμε
αυτή την απόσταση «συναισθηματική»). Έτσι σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως
ένα μέρος του ποιήματος, αλλά και της συλλογής, προκύπτει από τον νου και ένα
υπόλοιπο από την ψυχοσύνθεση, χωρίς όμως να προχωρούν απαραίτητα αυτά τα δύο σε
μια διαλεκτική σύνθεση. Πρόκειται για μια ποίηση «τελικά» που έχει τις ρίζες
της στον τόπο των παιδικών και εφηβικών χρόνων και μυθοποιείται εν μέρει εκ των
υστέρων με απόφαση (εδώ εντάσσεται η «Πρέβεζα» και η μυθολογία του Καρυωτάκη)
σε μια κίνηση αντι-αντί-ηρωική, ως αντίποδας δηλαδή στον αντιήρωα του Ελπήνορα
του Σεφέρη και του Σινόπουλου, μυθοποιώντας τελικά τους ίδιους τους ποιητές
(τους Καρυωτάκη, Ελύτη και Λεοντάρη) και τελικά την ίδια την ποίηση, ως συμβάν
αλλά και ως στάση κοινωνικής ολίσθησης στο «δύσβατο» του κόσμου, που θα
αδρανοποιούσε ενδεχομένως τον εν λόγω ποιητή με αυτόν τον νου και αυτή την
ψυχοσύνθεση −αν στερούνταν του όπλου-εργαλείου της ποίησης. Έτσι το στοιχείο
της μη προσαρμογής και της αποδοχής του «απέναντι», κι από εκεί η ανάγκη της
μυθοποίησης των προσώπων, φαίνεται να τον συνοδεύουν εξ αρχής, ως μια
καταστατική λύση ενός a priori αδιεξόδου. Μια απόσταση που σε ένα άλλο σάρωμα
αποκαλύπτεται και πάλι διπλή, αυτή τη φορά ως αδυναμία «σύνθεσης» κι ως μάκρος
(βλ. τα «κοντόκοννα λόγια»). Κι εδώ είναι που εντάσσονται θεωρώ και τα
ιδιαίτερα ποιήματα ποιητικής.
Αντί
εξόδου
«Και ο
ήλιος εκεί, να στέκει παρείσακτος»
Ο
κίνδυνος του πνιγμού ή του καταποντισμού τέλος −δηλ. η αυτοκτονία μέσω του
υγρού στοιχείου ή και η παύση της γραφής− είναι υπαρκτός. Εξάλλου εξ αρχής
φαίνεται πως ριζώνει στον αυτόχειρα της Πρέβεζας, καθοριζόμενος από τη
μυθολογία της γενέτειρας του. Κι αργότερα με λυρισμό στέκεται έξω από το
διαμέρισμα του Ελύτη, καθώς μας ενημερώνει σε σημείωμα του, διαβάζοντας το
όνομα του στο κουδούνι. Αντί να εισέλθει σπάζοντας την πόρτα ή έστω να χτυπήσει
το κουδούνι του νεκρού και να ανοιχτεί ίσως σε άλλες περιοχές.
Εκνευρισμένος
πέρα από τη φύση του «πραγματικού» και με τα «μυγοχέσματα» (τα τυπογραφικά
στοιχεία που μας ενώνουν) σαν άλλος Λεοντάρης, προσπαθεί ενδεχομένως να βρει
μια λύση, εκεί που είτε δεν υπάρχει πρόβλημα, είτε το πρόβλημα σαφώς κι είμαστε
εμείς. Ο «επερχόμενος κατακλυσμός της ύλης» (για να θυμηθούμε ξανά τον ποιητή
Δάλλα), με τέχνη και προσπάθεια μετατίθεται στην περίπτωσή του, τοποθετώντας
τον σε ένα μεσοδιάστημα, μεταξύ δύο θανάτων ή δύο αυτοκτονιών, ώστε να μπορεί
να δίνει ποιήματα ή έστω μέρη ποιημάτων, κάνοντας την παρουσία του αισθητή.
Πρόκειται
με άλλα λόγια για μια διστακτική και ευγενική ψυχή που σπρώχνεται από το τρέχον
ποιητικό φορτίο που επιλέγει και της ταιριάζει (πρωτίστως του Καρυωτάκη και του
Λεοντάρη), αλλά και την τρέχουσα ποιητική και ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα
στην οποία περίτεχνα καταφέρνει να σταθεί και να φανεί. Μια «πραγματικότητα»
στην οποία φαίνεται να μετέχει λόγω του «νόμου» της αδράνειας, αλλά και
«κάνοντας σλάλομ», και που στην περίπτωσή του μεταποιείται σε ποίημα, αλλά όχι
στο σύνολο της, καθώς δεν χωνεύεται και δεν δένει ως σύνολο. Εδώ να σημειωθεί
πως προφανώς δεν βοηθάει κι η «λανθασμένη» απόφαση του να εμφανιστεί με πέντε
τυπογραφικά, δηλαδή με ογδόντα σελίδες. Με σαρκίο εν μέρει δανεικό λοιπόν και
στιγμιαίες αμηχανίες, σαν κρεμμύδι σιγά-σιγά, και ενίοτε με έναν τσαμπουκά που
ξαφνιάζει, αποκαλύπτει τον ψυχισμό του.
Μια ποιητική φωνή που έχει τραβήξει την προσοχή μας και θα την
παρακολουθήσουμε βεβαίως στην εξέλιξή της, τουλάχιστον ως την δεύτερη της
συλλογή, έστω κι αν φαίνεται αμήχανη σε σημεία και ενίοτε ας κομπιάζει.
Έχουμε
να κάνουμε τελικά με ποιήματα που δεν λειτουργούν απλά ως μερικώς αυτόνομες
κατασκευές, αλλά και με «τρόπους» που δείχνουν μια εύπλαστη, ευαίσθητη και
ιδιόμορφα ρηγματώδη και πορώδη ψυχή, που σίγουρα παρουσιάζει ενδιαφέρον, τόσο
στην κίνηση της όσο και στο τέλμα της. Συνεσταλμένος, αιχμηρός και υγρός έχει
καταθέσει ήδη ως ποιητής, αλλά κι ως κριτικός δοκιμιογράφος, την ιδιότυπη
εκδοχή του και φαίνεται πως έχει να δώσει κι άλλα δικά του, μελλοντικά και
αναγνωρίσιμα μέσα στην όποια εμβέλειά τους. Περιμένοντας λοιπόν τις επόμενες
εξίσου μετρημένες και προσεκτικές κινήσεις του, ας κλείσουμε με το ομώνυμο
ποίημα της συλλογής:
Και
ούτε μια στάλα σμίξιμ
Δεν
απομένει στην αφή
Κι εκεί
που έλεγες θα μας σκεπάσει
Ένας
ποταμός, ένα ρέον πάθος ορμητικό
Που θα
σαρώσει τα φράγματα
Μια
στέγνα τώρα στο στόμα
Και οι
λέξεις μας ξεζουμισμένες
Τι
γύρευες στην Ιπποκράτους
Με τα
μαλλιά σου λυτά;
Ένα
σμάρι φόβων
Που
διέσχιζε την άπνοια
Αργοπορούσε
η μέρα στο πρόσωπό σου
Και τα
δάχτυλά σου ξεχάστηκαν
Επάνω
στο παλτό μου
Λες και
γύρευαν το κουμπί μου […]
Και ο
ήλιος εκεί
Να
στέκει παρείσακτος»
(«Ιπποκράτους
15»)
Πέτρος
Γκολίτσης
www.intellectum.org
Θωμάς Ιωάννου. '' Προσεγγίζω κλινικά το σώμα, τόσο ιατρικά, όσο και ερωτικά στα ποιήματά μου''
Θωμάς Ιωάννου. '' Προσεγγίζω κλινικά το σώμα, τόσο ιατρικά, όσο και ερωτικά στα ποιήματά μου''
Η πρώτη
σου ποιητική συλλογή μοιράστηκε πρόσφατα το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου.
Ποια η σχέση σου με τα βραβεία; Νιώθεις
ηθική ικανοποίηση; Είναι το βραβείο δικαίωση; Αν ναι, δικαίωση ως προς τι, αν όχι, πού
βρίσκεται τελικά η δικαίωση του ποιητή;
Θ.Ι.
Νομίζω πως η σχέση μου με τα βραβεία είναι περιστασιακή και δε θα εξελιχθεί σε
σταθερή σχέση ή δεσμό, με όλα τα συνεπακόλουθα δεσμά .
Ομολογώ
πως η βράβευσή μου αποτελεί μια ενθάρρυνση, καθώς το βιβλίο μου ταξίδεψε μόνο
του, χωρίς τεχνητές αναπνοές.Παράλληλα όμως είναι και ένα φορτίο,καθώς πλέον
καλείσαι να συνεχίσεις και να αποδεικνύεις συνεχώς την όποια αξία σου.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για κανενός είδους
δικαίωση όταν η ίδια η ύπαρξή μας εν τέλει παραμένει αδικαίωτη. Κάθε ποίημα
κοστίζει πολλαπλώς, τόσο στον ποιητή, όσο και σε όσους βρίσκονται κοντά του,
που συχνά αποτελούν και τις παράπλευρες απώλειες του ωστικού κύματος της γραφής.
Δεν απαλύνεται η οδύνη της γραφής με δάφνες και τα παρόμοια. Αν κάτι έχει νόημα
πάντως, είναι να μπορείς να κρατήσεις γερά τη σκυτάλη στη σκυταλοδρομία της
γραφής και να τη δώσεις στον επόμενο. Να γίνεις κι εσύ ένας κρίκος στην εξέλιξη
της γλώσσας και αυτό το μεγάλο στοίχημα, αν κερδηθεί, ίσως να μετριάζει κάπως
την αίσθηση της ματαιότητας και του εφήμερου του ανθρώπινου βίου.
“Το
παρόν συνωστίζεται γύρω μου με πιέζει με το ογκώδες σώμα του”. Δανείζομαι το
στίχο σου για να σε ρωτήσω ποιά η σχέση σου με το χρόνο και τι είναι τελικά
επίκαιρο στην ποίηση;
Θ.Ι.Θα επιθυμούσα να βίωνα τη διαχρονία της
στιγμής και να αντιλαμβάνομαι το χρόνο στις πραγματικές του διαστάσεις. Όμως,
δυστυχώς, βιώνω τον τεχνητό κατακερματισμό του χρόνου σε τρεις συνιστώσες
(παρελθόν,παρόν,μέλλον) με όλα τα αρνητικά επακόλουθα μιας τέτοιας αφύσικης
κατάστασης.
Στην
ποίηση το ανεπίκαιρο καταλήγει συχνά να είναι πιο επίκαιρο και σύγχρονο από
κάθε είδους βεβιασμένη προσπάθειά μας να συντονιστούμε με την εποχή μας. Τα
διαχρονικά θέματα που απασχολούν την ανθρώπινη ύπαρξη, ακονισμένα στην αιχμή
του καιρού, αποκτούν μια επιτακτική επικαιρότητα.
Ο ποιητής δε χρειάζεται να επιδεικνύει ή να
αποδεικνύει πως διαθέτει κοινωνικά αντανακλαστικά, αλλά ενδιαφέρει πρωτίστως
μια α-συγχρονία του δημιουργού με την εποχή. Πιστεύω ότι η ποίηση καλό είναι να
αποσυντονίζει το βηματισμό του καιρού, να βάζει τρικλοποδιές στην ομαλή ροή των
πραγμάτων και όχι να συντονίζεται με το περιβάλλον. Με άλλα λόγια εκφράζει
καλύτερα την εποχή του, όποιος δεν παραχαράσσεται απ’ αυτή, αλλά διατηρεί τον
ιδιορυθμό του.
Το
πρώτο σου βιβλίο μαρτυρά κάποιες από τις εκλεκτικές σου συγγένειες. Μία από
αυτές ο Κ.Καρυωτάκης. Στο σύντομο
κριτικό σημείωμα για το βιβλίο σου στο
Παράθυρο, είχα σημειώσει σαν αστοχία το “ δώστε μου λίγη Πρέ(βε)ζα
θανάτου”. Μίλησέ μου για αυτόν το
στίχο.
Μεγαλώνοντας
στην Πρέβεζα αναπόφευκτα θα συναντούσα
τον αυτόχειρα. Εξάλλου το σχολείο μου ήταν σε απόσταση βολής από τους θρυλικούς
ευκάλυπτους, όπου ‘’Βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας
Καρυωτάκης’’, όπως αναφέρεται και στην επιγραφή που έχει τοποθετηθεί στο σημείο
του αυτοπυροβολισμού.
Θα
υπερασπιστώ αυτόν τον στίχο. Προσωπικά, τον θεωρώ εξαιρετικά ευθύβολο, παρά
άστοχο. Είναι ένας στίχος υψηλού ρίσκου,υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να
πυροδοτήσει αλλεργικές αντιδράσεις στην πόλη μου, αν διαβαστεί μονομερώς. Είναι
εύκολο να ασκείσαι σε λεκτικούς ακροβατισμούς όταν υπάρχει δίχτυ ασφαλείας.
Θέλω να πω ότι αν ο στίχος αυτός είχε γραφεί από κάποιον που δεν έχει δεσμούς
με την πόλη δε θα είχε την ίδια διακινδύνευση και δε θα είχε και έναν βιωματικό
πυρήνα. Ο Γιάννης Δάλλας θεώρησε πως υπαινίσσομαι την κατηγορία που είχε
αποδοθεί στον Καρυωτάκη περί εμπορίας-διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Κάποιος
άλλος μου είπε ότι του θυμίζει τα λόγια του Κάλβου ‘’Ας μη μου δώσει η μοίρα
μου/εις ξένην γην τον τάφον/είναι γλυκύς ο θάνατος/μόνο όταν κοιμώμεθα εις την
πατρίδα’’.
Για
τους περισσότερους εκφράζει την αμφιθυμική σχέση που όλοι λίγο πολύ έχουμε με
την πόλη μας και για αυτό στη θέση της Πρέβεζας ο καθένας βάζει τη δική του
γενέθλια γη. Ο στίχος αυτός επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και παραναγνώσεις
και εκεί έγκειται κατ’ εμέ η ισχύς του.
Το σώμα
και τα πάθη του αποτελεί το ποιητικό σου όχημα σε πολλά σημεία του βιβλίου.
”
πρόσφυγας από σώμα σε σώμα που δεν θα γνωρίσει νόστο καθ’ έξιν αποβολή από ένα
ξένο κι εχθρικό σώμα”
” με
εκείνους που τρέχουν προς την έξοδο κινδύνου ξεχνώντας πως από το σώμα του δεν
ξέφυγε κανείς”.
Φταίει
το επάγγελμά σου για αυτό; Η σκληρή καθημερινότητα του γιατρού, ξορκίζεται με
ποίηση; Είναι η ποίηση μία ασπίδα για το φθαρτό του σώματος;
Θ.Ι
Προσεγγίζω κλινικά το σώμα, τόσο ιατρικά, όσο και ερωτικά στα ποιήματά μου. Επί
της κλίνης εξετάζεται το πάσχον σώμα αλλά και τελείται το πάθος.
Η
ιατρική πράξη και η ερωτική, είναι εξίσου ιερές και συνάμα ακάθαρτες και
αποτελούν πρωτογενές υλικό για την ποίησή μου. Ο Χειμωνάς θεωρούσε πως ‘’Ψυχή
είναι μίμηση σπουδαίου σώματος’’. Η ποίηση δεν μπορεί να ξορκίσει κανένα κακό,
μάλλον αποτελεί ένα είδος κατάρας ,όσο και αν ακούγεται παλαιάς κοπής και
ρομαντική αυτή η άποψη. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει ασπίδα για
το φθαρτό του σώματος. Η ίδια η ποίηση είναι μια νόσος φθοράς και ίσως θα
μπορούσαμε να την κατατάξουμε στα αυτοάνοσα νοσήματα. Ο οργανισμός μας αρχίζει
να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εισβολέα και εν δυνάμει εχθρό και στρέφει
την άμυνά του εναντίον του. Πάντως το
γεγονός ότι ψηλαφείς τις πληγές σου(ίσως και λόγω ονόματος έχω την προδιάθεση
να θέτω το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων) ενδεχομένως να εκφράζει και ένα
ψυχικό σθένος, καθώς ο πράγματι ‘’υγιής’’ οργανισμός δε φοβάται να ψηλαφήσει
τις πληγές του και να αναμετρηθεί με το σώμα του.
Έξέδωσες
την πρώτη σου συλλογή μετά τα τριάντα. Έγραφες πάντα; Η ποίηση σε συνάντησε
αργότερα;
Θ.Ι
Ξεκίνησα να γράφω στην εφηβεία. Ήταν ουσιαστικά προσπάθειες ημερολογιακής
καταγραφής της ζωής μου παρά ποιήματα. Πέρασα διάφορες φάσεις, όπου και για δύο
χρόνια ολόκληρα δεν έγραψα ούτε μισό στίχο. Πάντως, γύρω στο 2004(σε ηλικία 25
ετών) πιστεύω πως βρήκα την προσωπική
μου φωνή και ο κύριος κορμός του βιβλίου συγκροτήθηκε μεταξύ 2005-2006. Από
τότε διάβηκαν άλλα δυο χρόνια αποχής, καθώς δεν ήμουν βέβαιος αν όντως ήθελα να
εμπλακώ περισσότερο με την ποίηση, καθώς η ιατρική δεν αφήνει πολλά περιθώρια
για άλλες ενασχολήσεις και κυρίως γιατί πάντα διατηρώ τις επιφυλάξεις μου
σχετικά με τη χρησιμότητα της γραφής. Εξέδωσα την πρώτη μου συλλογή κυρίως για
να κλείσω κάποιους ανοικτούς λογαριασμούς με τα γραπτά μου και για να λάβει η
αγωνία τόσων ετών μια κάπως οριστική μορφή. Βέβαια οι λογαριασμοί με τα γραπτά
μας δεν κλείνουν ουσιαστικά ποτέ.
Υπάρχουν
συνομίληκοί σου ποιητές/ ποιήτριες που
νιώθεις συγγένεια; Πώς βλέπεις το τοπίο
της ποίησης σήμερα; Σε ενδιαφέρει, επηρεάζει ή ο δρόμος είναι μοναχικός και
προσωπικός;
Θ.Ι
Παρακολουθώ, στο μέτρο του δυνατού, την ποιητική παραγωγή των συνομηλίκων μου.
Τη βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και υπάρχουν πολλές αξιόλογες φωνές. Δεν ξέρω
αν μπορώ να ονομάσω συγγενικές φωνές με τη δική μου. Εξ ιδιοσυγκρασίας εξάλλου,
σε κάθε χώρο αισθάνομαι και λίγο ξένο σώμα. Πάντως, κάτι κινείται στην ποίηση
τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω ένας διαρκής θόρυβος που επικρατεί γύρω από την
‘’άνοιξη’’ της ποίησης να μη σκεπάσει την υπόγεια δυναμική του ‘’υπερούσιου’’
μεταλλεύματός μας. Ο καθένας που γράφει αναζητεί το δικό του μοναχικό και
προσωπικό δρόμο.Υπάρχουν πάντως σημεία τομής, όπου διασταυρώνεσαι με τη γραφή
της γενιάς σου και αυτές οι συναντήσεις
έχουν ενδιαφέρον.
Υπάρχει
κάποιο ποίημα ή στίχος που δεν θα ξεγραφτεί ποτέ από τη μνήμη σου;
Θ.Ι Μου βάζεις δύσκολα..Στην παρούσα φάση, θα
έλεγα ότι θα με συντροφεύει πάντα το ποίημα
ΑΦΗΓΗΣΗ του Γιώργου Σεφέρη.
Τι θα
ήθελες να νιώσει ο ανάγνωστης κλείνοντας το βιβλίο σου;
Θ.Ι Θα
επιθυμούσα να βιώσει ενός είδους jet lag…Να του πάρει λίγο χρόνο να προσαρμόσει
εκ νέου τον βιορυθμό του στο περιβάλλον… Ζητάω πολλά ε;
Να
περιμένουμε καινούργια συλλογή σύντομα;
Θ.Ι Τα
ποιήματα συμβαίνουν, δεν προγραμματίζονται.
Αποτέλεσμα
εικόνας για θωμάσ ιωάννου ποιήματα
"Ιπποκράτους 15" - Θωμάς Ιωάννου
Ιπποκράτους
15, Ποίηση, Θωμάς Ιωάννου, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2011
Σαν
ναυαγός στο νησί μιας χαροκαμένης γης εμφανίστηκε ο Θωμάς Ιωάννου. Σαν ένας
άλλος ξενύχτης καταμεσής στο δρόμο,
ύστερα από το ξεφάντωμα μιας άγριας ημέρας.
Χαμένος βαδίζει στα αγκάθια του δρόμου, χωρίς να θέλει τίποτε άλλο, παρά
μόνο να πληγωθεί για να αποδείξει , ότι ακόμα και το δικό του αίμα να ρέει, δεν
τον τρομάζει.
Εμφανίζεται
έξω από την οδό Ιπποκράτους να χαρίζει
συγχωροχάρτια για τους
ταλαιπωρημένους οδοιπόρους. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ευεργέτης για τους
αδύναμους, καθώς τους χαρίζει την αλήθεια σκληρή και τις πληγές γεμάτες με
αίμα. Η μοναξιά είναι άλλο ένα ψεγάδι
της ζωής που καταφέρνει και το εξιστορεί σαν τον ίδιο του τον εαυτό.
Δεν
χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Στην «Οδό Ιπποκράτους 15», βρίσκεται εκεί και
περιμένει, με γυμνά τα χέρια και ορθάνοιχτα τα μάτια, να ατενίζει τον ορίζοντα.
Θα σου μιλήσει σκληρά με τα ποιήματά
του, μετά θα σου γνέψει με χαμόγελο να σηκωθείς να φύγεις απ’ το
μονοπάτι της σιωπής και όχι από τον
κεντρικό δρόμο της πολυκοσμίας ο οποίος φέρνει δυσωδίες.
Στην
πρώτη ποιητική συλλογή του Θωμά Ιωάννου, δεν θα συναντήσεις τα εύκολα λόγια του
έρωτα. Εδώ μιλάμε για την ίδια την ζωή και τα ανεξόφλητα δάνεια που σαν
αιμοσταγή φιλιά μας έχουν περικυκλώσει. Θα πληρώσω όμως με τον θάνατό μου και
θα ξεχρεώσω για όλες σας τις αμαρτίες με τον σταυρό μου. Και σας παρακαλώ να
κάνετε ησυχία εσείς δήθεν φίλοι και εχθροί. Και προσοχή μην φτύνετε θα
λερωθείτε!
Τάσος
Ρήτος
Ιπποκράτους
15 - Θωμάς Ιωάννου: Κριτική βιβλίου
Ιπποκράτους
15 - Θωμάς Ιωάννου: Κριτική βιβλίου
Ο Θωμάς
Ιωάννου στην ποιητική του συλλογή Ιπποκράτους 15 μοιράζεται μια πρωτότυπη
ποιητική θεματική, που παρότι δεν χαρακτηρίζεται από κατάφωρη ενότητα,
καταφέρνει εν τέλει να κοινωνήσει τα μηνύματά της. Πιο συμπαγώς διαμορφωμένες
θεωρήθηκαν οι απόψεις του περί Βαρύτητας, Ποιητικής και Χρόνου, ενώ από άποψη
στυλιστικής μπορούν να σχολιαστούν ζητήματα τόνου, ρυθμού και ποιητικών
τεχνικών.
Ο
ποιητής φαίνεται πως αμφιλέγεται για το κατά πόσο το Βάρος μπορεί να θεωρηθεί
θετικό ή αρνητικό. Αυτό το ερωτηματικό δίνεται εύγλωττα μόνο σε ένα ποίημα:
«Όμως δεν ήξερα/Σε τι να το μετρήσω/Σε όνειρα ή σε λάθη/Και τι βαραίνει πιο
πολύ». Εν γένει ακολουθείται το παραδοσιακό σχήμα που λαμβάνει το Βάρος ως
αρνητικό, όπως ωραία το είχε παραδώσει ο Σολωμός στον Ύμνο εις την Ελευθερία,
«σαν πτωχού που θυροδέρνει/ κι είναι βάρος του η ζωή». Ο Ιωάννου γράφει «Σώμα
που τα’ βαλες με τη βαρύτητα/ Τραγούδα το πένθιμο και κατακόρυφο/ Εμβατήριό
σου» και θεωρεί τη ζωή «άρση λαθών», όπου κινδυνεύουμε να καταπλακωθούμε από το
«βάρος των πραχθέντων». Το σχήμα βαθύνεται μέσω της άποψης ότι όσο πιο
ελαφρύ-ανούσιο είναι κάτι, τόσο πιο βαρύ: «Όμως αυτό το τίποτα/Ασήκωτο/Όσο πιο
ελαφρύ/ Τόσο περισσότερο/Σε τραβάει κάτω». Επίσης, μαρτυρείται και μια
πρωτότυπη θέση περί Σχετικής Βαρύτητας, αν μαθαίναμε ότι όλοι είχαμε την ίδια
μοίρα∙ θα βάραινε περισσότερο η διαχείριση, θα ήμασταν υπόλογοι σε όμοια και οι
δικαιολογίες θα περίσσευαν. Όμως οι άνθρωποι λαμβάνονται και ως εκ των προτέρων
βαριόμοιροι, αφού είναι «από την κούνια υπέρβαροι/ Σε προσδοκίες ξένες». Δειλά
κάνει την εμφάνισή της σε ένα ποίημα η ιδέα του Βάρους θετικά προσεσημασμένη:
«Ακολουθούν πια πιστά/Τις συμβουλές των γιατρών τους/ Ζυγίζονται τακτικά/Μην
πάρουν παραπάνω όνειρα».
Η
Ποίηση αφ’ ενός λαμβάνεται ως όργανο απελευθερωτικό, καθώς μπορεί και συντάσσει
το άρρητο, άλλοτε όμως η σχέση της με τη Ζωή είναι σχεδόν αντιθετική. Όπως λέει
ο ίδιος ο ποιητής «Ίσως μόνο η ποίηση μπορεί….να καταγράψει με ακρίβεια/Την
ισοηλεκτρική γραμμή της ύπαρξης», ή, όπως αλλού γράφει, το ποίημα είναι το μόνο
που αντηχεί την πάλαι ποτέ ψυχή, το εναπομείναν ωραίο λίγο του κόσμου, όπως θα
έλεγε η Δημουλά. Βέβαια, αυτή η αντήχηση- η σύνθεση , δηλαδή, ενός ποιήματος-
κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, αφού ο Ιωάννου ξεκάθαρα παρομοιάζει τα ποιήματα με
υψηλού κινδύνου κυήματα. Η Ποίηση όμως δεν έχει θέση σε ζωή που βιώνει Έρωτα,
καθώς ως συνήθως γράφει για τα πριν ή τα κατόπιν αυτού ή για άλλα ανεκπλήρωτα.
Έτσι αντιτίθεται με τη ζωή. Από μια άλλη οπτική, ομιλεί «τη διάλεκτο των
νεκρών/ Κάνοντας σήματα καπνού στο πουθενά», απομακρυνόμενη από τους ζωντανούς.
Στοιχείο
πρωτοτυπίας συνιστά η επικέντρωση του ποιητή στο χρονικό επίπεδο του Μέλλοντος,
σε αντίθεση με αυτό του Παρελθόντος, όπως συνηθίζεται στην Ποίηση. Μάλιστα
χρησιμοποιείται σε θέσεις όπου (πιο συμβατικά) χωρά το παρελθόν: «Κι ολόκληρο
το μέλλον/ Σαν δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια μου», «Έρχομαι δίχως το μέλλον μου».
Το Μέλλον αλλού προσωποποιείται επιτυχώς, βρίσκεται απ’ έξω απ΄ το παρόν σαν
άδικη κατάρα και δεν αστειεύεται. Οι σκέψεις περί μέλλοντος έδωσαν στον ποιητή
την ευκαιρία να συνθέσει ωραίες, νοηματικά συμπεπηγμένες ποιητικές στιγμές,
όπως η εξής: «Μπάζει νερά το χθες/ Κι ούτε μια ξέρα μέλλοντος/ Στον ορίζοντα».
Πρωτότυπη θεωρήθηκε επίσης μια επί του θέματος λεξιπλασία, που κατάφερε να
φωτίσει κατάλληλα τις στοχευμένες των λέξεων πτυχές: «Και να μαθαίνουμε τα
τετελεσμένα/ Παρά ένα παρόν ανέμελλον».
Ως προς
την πιο τεχνική πλευρά της ποίησης του Ιωάννου, πρέπει να σημειωθεί πως
υπάρχουν αρκετές ωραίες στιγμές, στιγμές όπου η ποιητική σκέψη μορφώθηκε πιστά
σε λόγο μέσω καλής χρήσης παραδοσιακών μέσων. Αναφέρω μερικές: η παρομοίωση του
εφήμερου έρωτα με πρώτες βοήθειες, έστω μια απλή περιποίηση τραυμάτων, που
θύμισε τις καβαφικές νάρκης του άλγους δοκιμές, που κάνουνε –για λίγο- να μην
νιώθεται η πληγή∙ η προσωποποίηση της Σιωπής και η προσπάθεια όλων «να την
ερμηνεύσουν/μιλώντας αντ’ αυτής», αλλά και ο φόβος όλων μην μας «πιάσει στο
στόμα της». Βαθιά ποιητική σκέψη αποτυπώνεται επιτυχώς στους εξής στίχους:
«Διαμελιζόμενος ανάμεσα/Στο νυν των λέξεων/ Στο αεί των αποσιωπητικών/ Και στο
ποτέ του σώματος».
Υπήρξαν
ωστόσο ποιήματα στα οποία η προσπάθεια να αποδοθούν πολλά νοήματα κατέληγε
ασαφώς κουραστική για τον αναγνώστη. Η αίσθηση ότι ένα ποίημα θα μπορούσε να
έχει πολύ πιο παραγωγικά διαιρεθεί σε περισσότερα προκλήθηκε παραπάνω από μία
φορές. Είναι δύσκολο να επιτευχθεί βάθος σε παραπάνω από ένα ζητήματα εντός του
ίδιου ποιήματος. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να γίνει ο αναγνώστης δέκτης της
βαθύτητας αυτής (αν και όταν επιτυγχάνεται, εκτός κι αν μιλάμε για
αριστουργήματα). Επίσης, παρότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του ποιητή να αφήσει
την απλή λεκτική ουσία των σκέψεων, χωρίς πολλές προσθήκες, υπήρξαν φορές που η
απλότητα θα μπορούσε να είναι πιο ουσιαστικά κρυπτική, παρά αποκαλυπτική της
σειριακής αναλυτικότητας της σκέψης.
Ως προς
τον ρυθμό, είναι από τις λίγες φορές που θα επιχειρήσω να τον διαχωρίσω αισθητά
από τον τόνο, καθώς ένιωσα πως ο ποιητής συχνά έδινε λεπτές τονικές αποχρώσεις.
Ο ρυθμός τον ακολουθούσε στα όρια του στίχου, του διστίχου κάποιες φορές, χωρίς
όμως να παραμένουν παντρεμένοι για πολύ. Το στοιχείο του «πεζού» ήταν έντονο,
χωρίς όμως να αγγίζει πάντα το πεζολογικό, αυτό το ρυθμικό εσωστρεφές
αφηγηματικό κάλπασμα, που, όταν ρυθμίζεται, ακούγεται από μακριά. Αυτό το
διαζύγιο τόνου και ρυθμού φαινόταν κυρίως στα τέλη των ποιημάτων, που δεν ήταν
παταγώδη ή αισίως ληκτικά, αλλά έμεναν κάποιες φορές μετέωρα ή άλλες φορές
έκλειναν πριν την ώρα τους.
Σαν
όλον, ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου αδιάφορο. Η επιτυχής χρήση
«εξω-ποιητικών» όρων (π.χ. ιατρικής), το στιγμιαίο ποιητικό βάθος και ο τόνος
είναι στοιχεία που δύσκολα κατορθώνονται. Ένα θεματικό, συμπαγές ξεκαθάρισμα
συνοδευμένο από ένα έστω απλό παιχνίδι ρυθμών θα απογείωνε τα ποιητικά μέσα που
ήδη χειρίζεται ο ποιητής.