Γράφει
ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Δε με παγιδεύει η "απάνθρωπη
υλικότητα" της ζωής ούτε οι θεωρητικές μου αδυναμίες. Το ταπεινό όνειρο
του ανθρώπου με παγιδεύει. Το όνειρο εκείνο που φριχτά προδομένο πότε γίνεται
φλουρί μιας ψεύτικης βασιλόπιτας και πότε κόκκινο αυγό, στολισμένο με
χαλκομανίες του εμπορίου για να αποκτήσει τη δική του "μεταφυσική".
Για ν'
αποκτήσει τις μυστήριες πλευρές του και να ανταγωνιστεί τις μεγάλες προφητείες
των "θείων" γραμμάτων. Το Πάσχα του εμπορικού τζίρου και της
απρέπειας είναι εδώ. Το Πάσχα της λαϊκής Λύτρωσης και της κοινωνικής απαντοχής
δεν ήλθε ακόμη.
Ἀνάσταση
Νὰ τ᾿
ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ
νύχτα!
Ψηλὰ
τὸ κυπαρίσσι σὲ
καλεῖ.
- Ἔλα,
δὲν ἔχεις
τίποτα
νὰ χάσεις
μάιδε νὰ
θυμηθεῖς καὶ
νὰ ξεχάσεις.
Πατρίδα;
Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά;
Μὲ χαλκᾶδες
δὲν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ
τὰ χεῖ
ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿
ἢ προδότες τὰ
ὀρφανά του!
Εἰσ᾿ ἄδειος
ἤσκιος μέσα σ᾿
ὅλα τ᾿
ἄδεια.
Δὲν
εἶναι τόσο μάβρα τὰ
σκοτάδια
τοῦ τάφου,
ὅσο τὰ
φέγγῃ τῆς
ἡμέρας,
τὰ
φέγγῃ τῆς
σκλαβιᾶς καὶ
τῆς φοβέρας.
Πιὸ σίχαμ᾿
ἀπ᾿
τὸ κάθε γῆς
σκουλῆκι,
οἱ
θεόμορφοι
δυνάστες
σου καὶ
λύκοι.
Μὴ
λὲς ἀφανισμὸ τὸ
θάνατό
σου,
ἀφοῦ
δὲ ζοῦσες
γιὰ τὸν
ἐαφτό σου.
Ἂν ἔκανες
τὸ χρέος σου στὸ
λαό,
σὰν
ξεχυθεῖ μὲ
πάθος
παλαιὸ
τὴν
πᾶσαν ἀτιμία
νὰ συνεπάρει,
μ᾿
ἄλλους πολλοὺς
θά ῾χει κ᾿
ἐσὲ
μπροστάρη.
Κώστας
Βάρναλης
Η
Γιορτή της Ανάστασης.
Καθαρά
ανοιξιάτικη είναι η γιορτή της Ανάστασης, μια από τις πολλές μυστικοποιημένες
περιπτώσεις του εποχικού κύκλου, με το (φαινομενικό) θάνατο της φύσης το
χειμώνα και την ανάστασή της την άνοιξη. Πεθαίνει ο Ιησούς και ανασταίνεται.
Πέθαιναν και ανασταίνονταν και οι άλλοι "βλαστικοί" θεοί, οι θεοί της
βλάστησης και της γονιμότητας στους λατρευτικούς μύθους των λαών. Έτσι ο δικός
μας παλαιός Διόνυσος.
"Όπως οι ομόλογοι βλαστικοί θεοί, γράφει
ο Λεκατσάς, ο Διόνυσος είναι ένας Θνήσκων Θεός, που πεθαίνει και που
ανασταίνεται κάθε χρόνο".
Ετσι
και ο "ανατολικός θνήσκων θεός" Αδωνις (της Φοινίκης αρχικά), που
ανασταινόταν και αυτός.
Έτσι
και ο Οσιρις των Αιγυπτίων.
Ομοιώματά
τους βρίσκαμε έως πρόσφατα και σε επιβιώσεις λαϊκής λατρείας στον αγροτικό
χώρο, εξωεκκλησιαστικές, έστω και αν μετατοπίζονταν χρονικά, είτε γιατί είχε
λησμονηθεί η αρχική ανοιξιάτικη διάστασή τους είτε γιατί τοποθετούνταν σε
άλλες, ειδικότερες "ενάρξεις" περιόδων της παραγωγής.
Μια τέτοια περίπτωση αποτελούσε ο
"Λειδινός" στην Αίγινα (το έθιμο τελούσαν στη γιορτή της Ύψωσης του
Σταυρού). Έφτιαχναν ένα ομοίωμα ανθρώπου με τονισμένα τα γεννητικά όργανα, το
έραιναν οι γυναίκες με λουλούδια και τα παιδιά το έπαιρναν και πήγαιναν να το
κηδεύσουν, ενώ το μοιρολογούσαν, μ' ένα μοιρολόι εντούτοις που προανάγγελλε
ευφρόσυνα την ανάστασή του: "Ηρθε η ώρα να μας φύγεις, / πάαινε στο καλό,
/ και με το καλό να έρθεις/ κι όλους να μας βρεις γερούς, / Λειδινέ μου,
Λειδινέ μου...".
Αυτός ο
παράξενος επιτάφιος θρήνος, που περικλείει μέσα του αξεχώριστα και
προαναγγέλλει και προεξοφλεί τη βεβαιότητα της ανάστασης του πεθαμένου θεού,
είναι που δίνει σ' όλες αυτές τις εκδηλώσεις το χαρμόσυνο χαρακτήρα και
αποτελεί ένα παράδειγμα κορυφαίας διαλεκτικής, μοναδικά επιβλητικής, μέσα στην
ποιητική περιένδυσή της, όπως την πραγματοποιούν οι λατρευτικοί μύθοι.
Είναι
εξάλλου εξαιρετικά "διαθέσιμη" πλέον αυτή η διαλεκτική θανάτου και
ανάστασης και προσφέρεται σαν ένα περιεκτικό πολιτισμικό και ιστορικό σχήμα,
που εισδέχεται και τονώνει και διάφορες άλλες "προσδοκίες
αναστάσεως".
Πόσες
φορές οι Έλληνες δεν εναπόθεσαν κι ένα άλλο νόημα, για άλλην ανάσταση στην ευχή
που διατύπωναν τέτοιες μέρες σε δύσκολους καιρούς: "Καλήν Ανάσταση"!
Δεν
ξέρω αν μια τέτοια μεταφορική ευχή μπορούν να κάνουν με βάσιμη προσδοκία οι
άνθρωποι - όχι μόνο οι Έλληνες - σήμερα, για ένα κόσμο που είναι προορισμένος
να πεθάνει, όχι όμως και να αναστηθεί.
Και για
να μη θεωρηθεί ότι με διακατέχει αγιάτρευτη, νοσηρή απαισιοδοξία, σημειώνω πως
εννοώ αυτό που λέω ως εξής: ο κόσμος αυτός, που πεθαίνει, θα αναστηθεί αλλιώς,
θα είναι ένας άλλος κόσμος, όπως ακριβώς τον οραματίζονται οι ποιητές.
Η
Αληθινή Ανάσταση
Γιάννης Ρίτσος: «Εαρινή Συμφωνία».
«Άκου τα σήμαντρα των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν
από πολύ μακριά από πολύ βαθιά.
Απ' τα χείλη των παιδιών απ' την άγνοια των
χελιδονιών απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής απ' τ' αγιοκλήματα και τους
περιστεριώνες των ταπεινών σπιτιών. - Άκου τα σήμαντρα των εαρινών εκκλησιών.
Είναι
οι εκκλησίες που δε γνώρισαν τη σταύρωση και την ανάσταση.
Γνώρισαν
μόνο τις εικόνες του Δωδεκαετούς που 'χε μια μάνα τρυφερή που τον περίμενε τα
βράδια στο κατώφλι έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι που 'χε στα μάτια
του το μήνυμα της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου τι θα 'τανε η πορεία σου δίχως τη
σμύρνα και το νάρδο στα σκονισμένα πόδια σου;».